Διαφωνίες Κυβέρνησης – Βουλής και η προεκλογική ανάμειξη της Δικαιοσύνης

Οι επικείμενες εκλογές για ανάδειξη της νέας Βουλής εμφανίζουν (ως συνέχεια της για πρώτη φορά μη έγκρισης εξ αρχής του Προϋπολογισμού από την απελθούσα Βουλή) μια συνεχή αμφισβήτηση επί πολιτικών θεμάτων που αφορούν ρύθμιση ατομικών δικαιωμάτων σε σχέση με την αρχή της Διάκρισης των εξουσιών. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των Αναπομπών και γενικότερα η καταφυγή στο Δικαστήριο αναφορικά με νομοθετήματα που ψήφισε η Βουλή λίγο πριν από την αυτοδιάλυση της, όπως και τώρα οι διαδικασίες για το θέμα της «ονομασίας» κομμάτων στη διαδικασία της εκλογής αλλά και της ανάκλησης της εγγραφής κάποιων κομμάτων από το Μητρώο, αυξήθηκαν ακατανόητα, ως μια μη παραγωγική αντιπαράθεση.

Αναγκαστικά η επίλυσή τους, ως το Σύνταγμα προβλέπει, αφορά και πρέπει να γίνει, με αχρείαστο φόρτο εργασίας του ήδη βεβαρημένου προγράμματος, από τα Δικαστήρια. Είναι φανερόν ότι περάσαμε σε μια εντονότατη περίοδο αβέβαιου δικαίου και αποδόμησης θεσμών ή αξιών. Η χωρίς φειδώ καταφυγή στο Δικαστήριο επί ζητημάτων πολιτικής κυρίως φύσεως, τείνει να καταστήσει την ξεχωριστή και διακρινόμενη Δικαστική εξουσία σε «Κράτος των Δικαστών». Προσδιορισμός ή όρος που καθιερώθηκε παλαιότερα σε άλλες χώρες με ανάλογα τότε προβλήματα, όπου επίσης δεν υπήρχε αποδεκτή πολιτική λύση. Προφανώς το Δικαστήριο δεν μπορεί απλώς να καλείται να επιλύσει τέτοια προβλήματα και να «επιλέγει» μεταξύ των δύο αντίθετων και διαφορετικών απόψεων Εκτελεστικής Εξουσίας και της Βουλής. Το εάν ρυθμίστηκε νομοθετικά ένα ζήτημα, σύμφωνα ή όχι με το Σύνταγμα, ιδιαίτερα επί ζητημάτων που προφανώς επηρεάζουν την καθ’ ημέρα ζωή, ανάγκες και δυσκολίες του κυρίαρχου λαού ως πολιτική θεώρηση, δεν πρέπει να καθίσταται πρόωρα σε διαφορά προς δικαστική επίλυση, χωρίς μάλιστα τη συμμετοχή του απλού πολίτη.

Είναι ξεκάθαρο βέβαια ότι κάθε νομοθετική ρύθμιση πρέπει να συμπίπτει με τις πρόνοιες και τα όρια των δικαιωμάτων που το Σύνταγμα προβλέπει για τις τρεις εξουσίες που οφείλουν να σέβονται τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών. Γι’ αυτό και είναι δυνατός και προβλεπόμενος κατά δύο διαδικασίες ο έλεγχος της Συνταγματικότητας κάθε Νόμου: Συγκεκριμένα, ο προληπτικός έλεγχος πραγματώνεται με την Αναφορά του Προέδρου στο Ανώτατο Δικαστήριο για να υπάρχει πριν από τη δημοσίευση του Νόμου η τελική περί τη Συνταγματικότητα κρίση και ο κατασταλτικός ή παρεμπίπτον έλεγχος, ο οποίος προκύπτει μετά τη δημοσίευση του Νόμου, εάν κριθεί ότι τούτο είναι αναγκαίο για να επιλυθεί η όποια διαφορά τελεί υπό Δικαστικό έλεγχο.

Όμως, πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι, ούτε μπορεί να καταστεί, το καθήκον ή το δικαίωμα της Αναφοράς θέμα ή αφορμή διαρκούς αντιπαράθεσης ή θέμα που ενδεχομένως ασκείται για να χαθεί η ουσία του χρόνου εφαρμογής του Νόμου που ψήφισε η Βουλή, μέχρι να συμπληρωθεί η ακρόαση στο Δικαστήριο. Ιδιαίτερα όταν η ισχύς του Νόμου ενίοτε είναι χρονικά περιορισμένη και αφορά στην αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων ως η πανδημία, η οικονομία κ.λπ.

Ο αείμνηστος Α. Ν. Λοΐζου, πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πρώην Δικαστής του ΕΔΑΔ, κατέγραψε στην ανάλυσή του περί την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τις αρχές και αξιώματα που έχουν διαμορφώσει κάποια όρια που πρέπει να τηρούνται και που κυρίως είναι:

(α) Ο κανόνας επιφυλακτικότητας με βάση την οποία καμία νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν η νομοθετική διάταξη είναι αντισυνταγματική πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

(β) Τα Δικαστήρια ενδιαφέρονται μόνο για τη Συνταγματικότητα της Νομοθεσίας και όχι με τα ελατήρια, την πολιτική ή τη σοφία της υπό κρίση νομοθεσίας και τις βασικές αρχές διακυβέρνησης.

(γ) Πρόσθετα τα Δικαστήρια θα πρέπει να ερμηνεύσουν το Νόμο, ώστε να τον φέρουν μέσα στα πλαίσια των διατάξεων του Συντάγματος.

(δ) Η Δικαστική εξουσία δεν επιλαμβάνεται αφηρημένων ερωτημάτων. Δηλαδή τα Δικαστήρια δεν αποφασίζουν ερωτήματα συνταγματικής φύσεως, εκτός αν τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο για την έκβαση της υπόθεσης, και

(ε) Σε περιπτώσεις που εξετάζονται νόμοι, μέρος των οποίων είναι έγκυρο και άλλο άκυρο, τα Δικαστήρια οφείλουν να διαχωρίσουν το έγκυρο από το άκυρο μέρος και να απορρίψουν μόνο το άκυρο μέρος, εκτός αν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του όλου.

Αρχές δικαίου, που φαίνεται ότι έχουν παραμεριστεί, ενδεχομένως εν όψει των επερχόμενων εκλογών. Αποτέλεσμα να λειτουργούμε ως Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά τα σοβαρότατα προβλήματα για αντιμετώπιση της τουρκικής επεκτατικότητας, της πανδημίας και της οικονομίας, αντίθετα με το πνεύμα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προϋποθέτει κατανόηση, συναντίληψη και εκ συμφώνου δράση χάριν των συμφερόντων των χωρών μελών της.