Το Υπουργικό, ο διορισμός Εφόρου και η Βουλή που ψήφισε αντισυνταγματικό Νομοσχέδιο

Ο Κυπριακός λαός, πέρα από τα όσα πολλαπλά και διαρκή σκάνδαλα άρχισαν να αποκαλύπτονται, που συνετέλεσαν ήδη στην αποδόμηση του κράτους μας, αναμένει ακόμη να μάθει, ποίος λόγος σύμπλευσης Κυβέρνησης και Βουλής υπήρξε, ώστε οι δύο αυτές εξουσίες να αγνοήσουν τη σαφή και σταθερή Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την αντισυνταγματική ανάμειξη διά Νόμου, αντίθετου στη Διάκριση των Εξουσιών, στο θέμα της στελέχωσης της όποιας κενής θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία. Είναι ξεκάθαρο από χρόνια, με σειρά αποφάσεων του Εφετείου, ότι μπορεί η Εκτελεστική Εξουσία να υποβάλει Νομοσχέδιο και η Βουλή να το ψηφίσει σε Νόμο, ο οποίος Νόμος, όμως, είναι δυνατόν να κριθεί αντισυνταγματικός όταν ο σκοπός του είναι η «εξουσία διορισμού» σε θέσεις που ανήκουν στη Δημόσια Υπηρεσία, ώστε να καθοριστεί ως εξουσία επιλογής, που γίνεται αντί της ΕΔΥ, από το Υπουργικό Συμβούλιο. Μάλιστα, χωρίς να υπάρχει διαδικασία προκήρυξης της θέσης, κατά την αρχή της ισότητας, η οποία μάλιστα απαιτεί πρόσθετα προς σχετική διεθνή υποχρέωση του κράτους μας, όπως όλες οι θέσεις του Δημοσίου είναι ανοικτές προς διεκδίκηση από κάθε επιθυμούντα να συγκριθεί κατά τον λόγον της αξίας του, κάτοχον των απαιτούμενων προσόντων για την εκάστοτε κενή θέση, προφανώς με διάφανη και αιτιολογημένη διαδικασία.

Είναι κατά το Σύνταγμα και τη Νομολογία απόλυτα ξεκάθαρο ότι η στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι αρμοδιότητα και καθήκον αποκλειστικό της ΕΔΥ. Οπότε και το προφανές ερώτημα διαπλοκής, είναι γιατί υπήρξε ένας τέτοιος Νόμος που αφορά σε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο Τμήμα (φορολογίας) της Κρατικής Υπηρεσίας. Θυμίζω ότι αρχικά κρίθηκε ως μορφή παραβίασης της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, η αντισυνταγματική πρόνοια που προέβλεπε για «συγκατάθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής» σε σχέση με το πρόσωπο που θα διορίζετο από το Υπουργικό για τη θέση Εφόρου και των άλλων επίσης ακυρωθεισών θέσεων των τριών Βοηθών Εφόρων. Φαίνεται να ήταν τούτη η πρόνοια το δέλεαρ ότι, θα είχε δήθεν η Βουλή λόγο. Ζήτημα που είχε κριθεί από πολλά χρόνια πριν ως αντισυνταγματική ανάμειξη της Βουλής αντίθετη στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών:

«Η πρόσληψη μόνιμου όσο και έκτακτου προσωπικού ανάγεται αποκλειστικά και ουσιαστικά στην αρμοδιότητα της Δημόσιας Υπηρεσίας.

»Ούτε στο Υπουργικό Συμβούλιο παρέχεται αρμοδιότητα για τον διορισμό υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία. Η αρμοδιότητα για διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ανεξάρτητο όργανο της Δημοκρατίας.

»Το Σύνταγμα αποκλείει την ανάμειξη κάθε οργάνου της πολιτικής εξουσίας από την άσκηση της λειτουργίας για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας».

Τέτοιες ανώτατες θέσεις προϋποθέτουν επιλογή που να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον με τον διορισμό εκ των εξαίρετων, των πραγματικά και αξιοκρατικά καταλληλότερων. ΔΕΝ είναι παιχνίδι προτίμησης της Πολιτικής Εξουσίας.

Όλη αυτή η αόριστη και αδιαφανής διαδικασία, που ήδη ακύρωσε το Δικαστήριο, αποτελεί σαφέστατη και προκλητική παραβίαση του Συντάγματος αλλά και της δεσμευτικής Νομολογίας που όρισε κατά τρόπο ξεκάθαρο ποίο όργανο έχει την αποκλειστική και μόνη αρμοδιότητα για να διορίζει σε κάθε θέση κενή στη Δημόσια Υπηρεσία έναν εκ των πολλών υποψηφίων. Μια όχι απλώς εξω-νομική ρύθμιση αλλά κύρια, μια πράξη που αφήνει δικαίως την ισχυρή βεβαιότητα ότι συνέτρεξε διαπλοκή αφού η επιλογή μπορούσε να γίνει μόνο από την ΕΔΥ αλλά έγινε εξαιρετικά και μόνο γι’ αυτήν τη θέση με απόφαση του Υπουργικού.

Οπότε και το ρητορικό ερώτημα γιατί αποδέχθηκε η Βουλή να δώσει τέτοια εν κρυπτώ εξουσία στο Υπουργικό, που είναι ένα πολιτικό όργανο; Και καλά να είχε η Εκτελεστική εξουσία αλλότριο σκοπό ή έμπνευση για να υπάρξει το Νομοσχέδιο, η Βουλή γιατί το δέχθηκε και το ψήφισε εν γνώσει της ότι είναι αντισυνταγματικό! Εις τι απέβλεψαν σε αγαστή σύμπνοια οι δύο κύριες κρατικές εξουσίες ή τουλάχιστον κάποια μέλη των δύο αυτών θεσμικών οργάνων και επίσης γιατί υποστήριξε τον Νόμο (έκδηλα αντισυνταγματικός) η Γενική Εισαγγελία, με συνέπεια να παρέλθουν πέραν των πέντε ετών στη διάρκεια των οποίων είναι άγνωστο πόσες αποφάσεις λήφθηκαν;

Καμία έρευνα. Καμία αιτιολογία; Με την αδιαμφισβήτητη και σαφέστατη από χρόνια Νομολογία, είναι ακατανόητο αν όχι προκλητικό το γιατί επέλεξε η Πολιτική εξουσία να καθορίσει ποίοι θα βρίσκονται στην ιεραρχική κορυφή, αυτού του τόσο ευαίσθητου και καίριου Τμήματος Φορολογίας, που αποτελεί αναπόσπαστο Τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας, χωρίς μάλιστα σύγκριση διάφανη. Η τελική δικαστική κρίση, ότι αποτελούσε για την Κυβέρνηση νομικό ατόπημα η ετοιμασία του Νομοσχεδίου αλλά και η τελική ψήφισή του σε Νόμο από τη Βουλή, αποτελεί μια εμφανή και έκδηλη περίπτωση διαπλοκής κατά τον πλέον επιεική χαρακτηρισμό. Είναι γι’ αυτό που οι πράξεις του Εφόρου θα θέλουν πλήρη διερεύνηση και διαφάνεια αλλά και αφετέρου θα πρέπει η Εκτελεστική και η Νομοθετική υπηρεσία να δώσουν πειστικούς λόγους γιατί προώθησαν τέτοιο, εξ υπαρχής, προφανέστατα αντισυνταγματικό Νομοθέτημα.