Η δικαία δικαστική διεκδίκηση

Ο τέως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου Κωνσταντίνος Χριστοφίδης περιέλαβε στην ανάλυση - συνέντευξή του προς το «Φιλελεύθερο», που δημοσιεύθηκε την Κυριακή, 05.09.2021, και την άποψή του για τις διακρατικές και ατομικές προσφυγές για τις υπό στρατιωτική κατοχή περιουσίες. Διαπίστωσε, ορθά, ότι πρόκειται για ένα θεμελιώδες δικαίωμα, που πρέπει να συντελεί σε μια συγκροτημένη εθνική στρατηγική που δεν υπήρξε μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα για ό,τι αφορά τις ατομικές προσφυγές. Τόνισε δε ότι θα ήταν εξυπηρετικό για μια τέτοια στρατηγική, το να υπάρξει συνεργασία και με τα Πανεπιστήμια για διαδικασίες ενώπιον του ΕΔΑΔ.

Πραγματικά δεν υπήρξε ποτέ συγκροτημένη και καθοδηγητική πολιτική επί του θέματος τούτου. Παράλληλα δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο και προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα το να καταφύγει κανείς, χάριν αναζήτησης του δικαίου, σε Δικαστήριο Εθνικό ή Διεθνές. Το πόσοι επιθυμούν και προσφεύγουν δεν μπορεί να προκαθοριστεί περιοριστικά. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι τα θύματα του εκτοπισμού δεν μπορεί να αναζητούν δικαιοσύνη από όργανο του θύτη, όπως είναι η Επιτροπή για τις περιουσίες στα κατεχόμενα.

Το Εφετείο εδώ στην Κύπρο, έχοντας υπόψη κύρια την υπόθεση Δημόπουλος, θεώρησε και έκρινε σε αγωγή δυσφήμισης ότι το ΕΔΑΔ εξέδωσε αυτήν την τόσο καταστροφική απόφαση για τις νόμιμες και δίκαιες ατομικές διεκδικήσεις εκτοπισμένων της Κύπρου, με στόχο να «απαλλαγεί» από τον μεγάλο αριθμό προσφυγών που υπέβαλαν δικαίως οι Ελληνοκύπριοι. Προβληματισμός που προέκυψε και στην Κύπρο. Μάλιστα το Εφετείο μας, εξετάζοντας εάν ήταν ή όχι δυσφημιστικό ένα δημοσίευμα, διατύπωσε την άποψη ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ασχολούνταν με την ελεύθερη επιλογή εκάστου για προώθηση Προσφυγής, στο ΕΔΑΔ. Ως συνέπεια τούτου, πρωτογενώς, το Εφετείο, δέχθηκε πως το δημοσίευμα, μεταξύ άλλων, ορθά κατέγραψε ότι ο λόγος απόρριψης της Δημόπουλος ήταν «το βάρος εκ του φόρτου εργασίας που οι μαζικές προσφυγές δημιούργησαν στο ΕΔΑΔ…».

Πρόκειται, με όλο το σέβας, για δικαστική έμμεση επιβράβευση μιας νομικά πάσχουσας απόφασης του ΕΔΑΔ, που λήφθηκε τότε αντίθετα στο υπάρχον δεδικασμένο που ίσχυε. Η ερμηνευτική αντίληψη ότι ο φόρτος εργασίας ενός Δικαστηρίου επιτρέπει τη μηχανική ή τιμωρητική, άνευ ετέρου, απόρριψη εκκρεμουσών δικαστικών υποθέσεων, που ασκήθηκαν κατά το ατομικό δικαίωμα καταφυγής στη δικαιοσύνη, είναι εσφαλμένη. Ο όγκος των εκκρεμουσών ενώπιον Δικαστηρίου υποθέσεων δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει λόγον ομαδικής απόρριψής τους. Η ορθή άποψη περί τη Δημόπουλος ήταν και είναι ότι θα έπρεπε να αποδοκιμάζεται ως νομικά εσφαλμένη, αφού είναι προφανέστατα αντίθετη με βάση το προηγούμενο δεδικασμένο (Τιτίνα Λοιζίδου και 4η Διακρατική). Η όλη θεώρηση παράλληλα παραγνώρισε, μεταξύ άλλων, αδικαιολόγητα, τη συνήθη πρακτική του ΕΔΑΔ που καθιερώνει «πιλοτικές» ακροάσεις, με βάση τις αρχές της δίκαιης δίκης, οι οποίες ενίοτε επηρεάζουν εκατοντάδες προσφεύγοντες ενώπιόν του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μαζικοποιημένη απόρριψη προσφυγών λόγω της απόφασης Δημόπουλος, το ΕΔΑΔ ενεργώντας «πολιτικά», και όχι ως δικαστήριο απονομής δικαιοσύνης, δεν εξέτασε για παράδειγμα στην περίπτωση της Εκκλησίας της Κύπρου το δεύτερο σκέλος της διεκδίκησής της, πέρα από τη στέρηση της χρήσης της περιουσίας της και η οποία αφορούσε στην αυθαίρετη παρεμπόδιση της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας σε ναούς, με τα αναγκαία ιερά σκεύη, βιβλία και εικόνες! Απλώς το ΕΔΑΔ εξέδωσε μιαν άδικη, «πολιτικής μορφής» απόφαση, ως φιλοτουρκική και πάλι στάση, την οποία και θα πρέπει να την θεωρούμε ως μη δίκαιη και ως μη παράγουσα νόμιμο προηγούμενο. Ίσως η πέμπτη διακρατική κατά της Τουρκίας ανοίξει νέες προοπτικές χάριν του δικαίου.