Αναλύσεις

Η πολιτική μας για τους πρόσφυγες: από φοβική, δημιουργική;

Πρώτο μας μέλημα θα έπρεπε να ήταν το να κλείσουμε την πληγή του Κυπριακού, όσο δύσκολο κι αν αυτό είναι, για να καταστούμε ένα “κανονικό” κράτος, το οποίο θα μπορούσε να προστατεύει τα εξωτερικά του σύνορα και να μη χρειάζεται να σκληραίνει τα εσωτερικά του όρια, βαφτίζοντάς τα αλλιώς

Όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσαμε τις αυξημένες ροές προσφύγων δεν ήταν και ο καλύτερος: κινηθήκαμε με αρκετή προχειρότητα και ενσπείραμε ανησυχίες στους πολίτες, ενώ παράλληλα πιέσαμε φορτικά την ΕΕ για βοήθεια, καταλήγοντας πιο πρόσφατα στις ψευδο-απειλές. Ενώ θα μπορούσαμε να αναλαμβάναμε σοβαρές πρωτοβουλίες και να γινόμαστε υπόδειγμα σωστών στάσεων και πρακτικών. Η ευκαιρία ακόμη υπάρχει.

Η αντιμετώπιση του προσφυγικού από την ΕΕ

Είναι φανερό πως τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνονται δραματικά οι αριθμοί των προσφύγων σε όλον τον κόσμο. Στην περιοχή μας, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν κατέληγαν στις πλούσιες χώρες της Ε.Ε., αλλά σε κοντινές τους χώρες, όπου τους προσφερόταν στέγη και ασφάλεια (π.χ. Λίβανος, Πακιστάν, Ιράν). Μετά το 2011, τους πιο μεγάλους αριθμούς προσφύγων κατέληξε να φιλοξενεί η Τουρκία (πάνω από 4 εκ., γύρω στο 5% του πληθυσμού της), η οποία βρέθηκε κοντά στις μαζικές ροές προσφύγων, λόγω των συγκρούσεων στο γειτονικό της Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία.

Όταν η Τουρκία φάνηκε να δυσκολεύεται στην απορρόφηση, οι πρόσφυγες άρχισαν να προχωρούν προς την Ε.Ε. Το 2015-16 είχαμε μια έκρηξη στους αριθμούς που κατέφθαναν στην Ε.Ε., την απόπειρα κλεισίματος των συνόρων σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, τους θανάτους χιλιάδων προσφύγων σε δυστυχήματα (κυρίως πνιγμούς), και τις αντιπαραθέσεις των ηγετών της Ε.Ε. ως προς τον τρόπο χειρισμού της κρίσεως. Η λύση δόθηκε όταν η Τουρκία αποδέχθηκε (2016) να συνεχίσει να συγκρατεί τα νέα κύματα προσφύγων, με την οικονομική βοήθεια και κάποιες πολιτικές παραχωρήσεις της Ε.Ε. Στη συνέχεια υπήρξαν προσπάθειες εισόδου προσφύγων μέσω της Μάλτας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, αλλά σταδιακά αυτές οι ροές αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά. Το 2020, δυσαρεστημένη με τις επικρίσεις των Ευρωπαίων και τη μείωση των χορηγιών για τους πρόσφυγες, η Τουρκία άνοιξε προσωρινά τα σύνορά της με την Ελλάδα, αλλά στη συνέχεια και αυτό αντιμετωπίσθηκε αρκετά αποτελεσματικά.

Οι πιο πάνω επιτυχίες των προαναφερθέντων χωρών αύξησαν τις προσφυγικές ροές μέσω Κύπρου. Με τη διαφορά ότι το κράτος μας δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, λόγω του ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξει τις βόρειες ακτές του και μέχρι πρόσφατα θεωρούσε πως δεν πρέπει να φυλάει την πράσινη γραμμή, αφού δεν αποτελεί κρατικό σύνορο.

Οι προσφυγικές ροές στην Κύπρο και οι φοβικές αντιδράσεις

Όταν άρχισαν οι προσφυγικές ροές από τη Συρία και τις γύρω χώρες, και η Ε.Ε. αναζητούσε τρόπους δίκαιης κατανομής σε όλα τα κράτη-μέλη, των ατόμων που κατέληγαν στις χώρες εμπροσθοφυλακής (κυρίως Ελλάδα και Ιταλία), το ζήτημα που έθεσε ο τότε Υπουργός Εσωτερικών μας, Σωκράτης Χάσικος, ήταν να μεταφερθούν στην Κυπριακή Δημοκρατία χριστιανοί πρόσφυγες, για να ενταχθούν πιο εύκολα στην ε/κ κοινωνία.

Όταν οι ροές άρχισαν να αυξάνονται, Υπουργός Εσωτερικών είχε αναλάβει ο Κωνσταντίνος Πετρίδης (2017-2019), ο οποίος φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχος με τις εξελίξεις και άρχισε να καλλιεργεί δημόσια την άποψη ότι το προσφυγικό εξελισσόταν σε βραδυφλεγή βόμβα για τον τόπο. Για την ανοδική τάση έφταιγε το καθεστώς Ερντογάν, που εφάρμοζε ένα “μεθοδευμένο σχέδιο” να αλλοιώσει τον δημογραφικό χαρακτήρα των ελεύθερων περιοχών - όπως είχε κάνει με την αποστολή χιλιάδων εποίκων στα κατεχόμενα. Για την περίπτωση της Κύπρου δεν ήταν αρκετή η ύπαρξη χιλιάδων διακινητών, όπως συμβαίνει σε όλον τον κόσμο - χρειάζονταν οι συνωμοτικές ενέργειες του τουρκικού καθεστώτος, που παραχωρούσε βίζες μικρής διαρκείας στους πρόσφυγες ενθαρρύνοντας την έξοδό τους στην Κύπρο, αεροπορικώς ή δια θαλάσσης, ενώ στη συνέχεια τους κατηύθυνε στην “γραμμή Αττίλα”, για να τους “διοχετεύσει στις ελεύθερες περιοχές”. Την ίδια στιγμή η Ε.Ε. φαινόταν “να αντιμετωπίζει το θέμα εκ του μακρόθεν, νίπτοντας τας χείρας”, χωρίς αντίδραση και χωρίς οποιαδήποτε στήριξη. Στο μεταξύ, οι υπηρεσίες μας για τους πρόσφυγες παρουσίαζαν αρκετά προβλήματα.

Επί του νυν Υπουργού Εσωτερικών, Νίκου Νουρή, η φοβική προσέγγιση εμπεδώθηκε ακόμη περισσότερο. Η Πράσινη Γραμμή άρχισε να παίρνει χαρακτηριστικά κρατικού συνόρου, ενώ παράλληλα να καλλιεργείται η θεώρηση πως στην πραγματικότητα παρέμενε μη-σύνορο. Ομολογουμένως έγιναν σημαντικές βελτιώσεις σε διάφορα διοικητικά θέματα, όπως ο χρόνος εξέτασης των αιτήσεων ασύλου και ο καλύτερος έλεγχος των εικονικών φοιτητών και γάμων. Όμως και το σύστημα διοίκησης έγινε πιο σκληρό (π.χ. με τις καθυστερήσεις αποβίβασης των μεταναστών σε βάρκες - για να περάσει το μήνυμα ότι δεν είναι εύκολος προορισμός η Κύπρος-, ή με το κυνήγι των ΜΚΟ που τυγχάνουν επικριτικές προς τις επίσημες πολιτικές, κ.ο.κ.). Οι πιέσεις προς την Ε.Ε. έγιναν πολύ πιο έντονες, με κύριο αίτημα να μας δοθεί σημαντική βοήθεια στην επιτήρηση των θαλάσσιων διαδρομών από τον Frontex (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής).

Από τις φοβικές αντιδράσεις στις απειλές

Η μέχρι τώρα συνεισφορά της Ε.Ε. δεν θεωρείται ακόμη ικανοποιητική και έτσι ο κ. Νουρής προχώρησε πρόσφατα σε “έμμεση πλην σαφή προειδοποίηση” ότι “θα ανοίξουμε τις πύλες προς την Ε.Ε., για να μη βουλιάξουμε”. Σε συνέντευξή του σε εβδομαδιαία εφημερίδα (“Σ”, 9/1/2022), διεμήνυσε πως “οι Βρυξέλλες πρέπει να αντιληφθούν” ότι, εάν δεν ανακοπούν τα μεταναστευτικά ρεύματα, “με τις κατάλληλες εκ μέρους τους νουθεσίες προς την Τουρκία”, τότε “δεν είναι μακριά η στιγμή που η Κύπρος θα υποχρεωθεί να ανοίξει τις πύλες του ευρωπαϊκού παραδείσου” προς τα υπόλοιπα κράτη μέλη, “προκειμένου [η ίδια]να αποφύγει την πλημμυρίδα”. Ως αν η εξωτερική πολιτική να στηριζόταν στις “νουθεσίες” και στις φραστικές απειλές.

Σε τέτοιες μεθόδους δεν θα κατέφευγαν σοβαρά κράτη, αλλά μονάχα κράτη αδύνατα, όταν δυσκολεύονται να αναμετρηθούν με ισχυρότερους αντιπάλους. Τέτοιους εκφοβισμούς είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα ο Φιντέλ Κάστρο, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, απειλώντας πως θα άνοιγε τα σύνορα της Κούβας για μαζική έξοδο αντιφρονούντων προς τις ΗΠΑ, αν οι τελευταίες δεν συναινούσαν σε συνομιλίες προς επίλυση κάποιων διαφορών τους. Παρόμοια μέθοδο χρησιμοποίησε και ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ηγέτης της τέως Γιουγκοσλαβίας, το 1999, απειλώντας τις χώρες του ΝΑΤΟ με μαζική έξοδο προσφύγων από το Κόσοβο προς τις γύρω χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία), αν δεν ακύρωναν τις σκέψεις για βομβαρδισμό των δυνάμεών του. Ενώ πιο πρόσφατα ανάλογες απειλές εκτοξεύθηκαν τόσο από τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, όσο και από τον Πρόεδρο της Λευκορωσίας, Αλεξάντερ Λουκασένκο, πως θα πλημμύριζαν την Ε.Ε. με αιτητές ασύλου, αν δεν εισακούγονταν τα αιτήματά τους.

Τέτοιες απειλές, βέβαια, δεν χρησιμοποιεί κανείς εναντίον των συμμάχων του. Αν παρόλα αυτά θα αποφάσιζε να τις χρησιμοποιήσει, θα έπρεπε να ήταν βέβαιος πως διέθετε την αφοσίωση και το σθένος για να υλοποιήσει τα όσα εκστόμισε. Να έχει σκεφτεί τη στρατηγική που θα τον οδηγούσε στην επιτυχία. Ο Λουκασένκο ενθάρρυνε τους προσφυγές να περάσουν στην Πολωνία και Λιθουανία. Ο Ερντογάν, στην Ελλάδα. Εμείς, πού ακριβώς θα τους στέλναμε; Στην κατεχόμενη Κύπρο, απ’ όπου μας ήρθαν; Ή με βάρκες στην Ελλάδα και Ιταλία; Ούτως ή άλλως, λίγοι που δοκίμασαν πέτυχαν τους στόχους τους με τις φοβέρες (π.χ. ο Κάστρο και στις τρεις περιπτώσεις), ενώ οι περισσότεροι απέτυχαν (ο Μιλόσεβιτς, ο Λουκασένκο). Εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως μας αρμόζει να απειλούμε, και πως αν δοκιμάζαμε θα τα καταφέρναμε στη συνέχεια να πετύχουμε τους στόχους μας. Άλλωστε, οι στόχοι μας θα έπρεπε να ήταν διαφορετικοί.

Αν είχαμε διαφορετικούς στόχους για εμάς και για τους πρόσφυγες

Πρώτο μας μέλημα θα έπρεπε να ήταν το να κλείσουμε την πληγή του Κυπριακού, όσο δύσκολο κι αν αυτό είναι, για να καταστούμε ένα “κανονικό” κράτος, το οποίο θα μπορούσε να προστατεύει τα εξωτερικά του σύνορα και να μη χρειάζεται να σκληραίνει τα εσωτερικά του όρια, βαφτίζοντάς τα αλλιώς. Να μη στηριζόμαστε για έξι τόσες δεκαετίες στην ύπαρξη της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, ενώ παράλληλα να μην αξιοποιούμε τις προσπάθειες μεσολάβησής του. Συναφές μέλημά μας θα έπρεπε να ήταν το να είμαστε ένα σημαντικό μέλος της Ένωσης, στην οποία συμμετέχουμε ως κράτος, με ουσιαστική συνεισφορά σε όλα τα ζητήματα που απασχολούν το σύνολο των κρατών αυτών - και όχι μόνο σε αυτά που απασχολούν εμάς.

Επόμενο μέλημα, να αντιμετωπίζαμε με ανθρωπιά τους πρόσφυγες, αφού και τη χώρα τη δική μας την χάραξε η προσφυγιά. Η Εκκλησία μας να ήταν πρώτη σε αυτήν την προσπάθεια, να την ζήλευε ο κόσμος όλος για τη στάση της, όπως εμείς ζηλέψαμε την στάση του Πάπα. Να γινόμαστε ως χώρα πρωτοπόροι σε ιδέες και πολιτικές για τους εκτοπισμένους. Να αξιοποιούσαμε τους άνεργους νέους μας, με τις πολλές σπουδές τους, για να εκπαίδευαν τους πρόσφυγες ενόσω είναι μαζί μας, σε διάφορους τομείς και αντικείμενα - για να φύγουν από τη χώρα μας με γνώσεις και δεξιότητες που θα φαινόντουσαν χρήσιμες εκεί που θα επέστρεφαν ή που θα προχωρούσαν. Να φτιάχναμε σχέσεις στενές με τους ανθρώπους αυτούς και με τις χώρες τους, που θα μας ήταν χρήσιμες στις προσπάθειες επιβίωσής μας. Με όλους αυτούς τους τρόπους και με πολλούς άλλους, να γινόμαστε εμείς παραδείγματα προς μίμηση, σε μια Κύπρο δημιουργική, τολμηρή και καινοτόμο.