Ο λεγόμενος εκσυγχρονισμός του Κράτους

Το ατομικό δικαίωμα καταφυγής στη Δικαιοσύνη είναι ένα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ενώ, παράλληλα, η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση σε κάθε ακυρωτική απόφαση είναι καθήκον, ρητά προβλεπόμενο στο Σύνταγμα, το οποίο στο Άρθρο 150 προβλέπει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο «…κέκτηται δικαιοδοσία να επιβάλει ποινές ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου». Όμως, κατά την πραγματικότητα, όπως διαπιστώνει από χρόνια η νομική θεωρία αλλά και η Νομολογία, το εν λόγω Άρθρο παραμένει χωρίς εφαρμογή, γιατί δεν υπήρξε νομοθεσία που, ως υπέδειξε η Νομολογία, πρέπει να ρυθμίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για να είναι δυνατή η εφαρμογή ποινών.

Με την Όγδοη τροποποίηση του Συντάγματος (Νόμος 130/2015) και τη δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου με αρμοδιότητα να εξετάζει πρωτόδικα τις προσφυγές που με το Άρθρο 146 του Συντάγματος προβλέφθηκαν, στο νέο εδάφιο 5Α του Άρθρου 146 του Συντάγματος και τα ακόλουθα ως αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου: «… ως νόμος ήθελε ορίσει να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσον υπήρξε ενεργός συμμόρφωση σε απόφασή του, δυνάμενο να επιβάλει κυρώσεις εναντίον του μη συμμορφούμενου». Όμως, όπως και για το Άρθρο 150 του Συντάγματος, έτσι και με την πρόνοια αυτή, δεν υπήρξε νόμος που να προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων.

Έτσι συνεχίζει να παραμένει στο απυρόβλητο και χωρίς την όποια συνέπεια η αλαζονική διοίκηση. Τούτο, μάλιστα, ενώ πρόσθετα υπάρχει και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έχει κυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία από το 1962, δυνάμει της οποίας, πρόσθετα προς ό,τι το Σύνταγμα επιβάλλει στο Κράτος μας, υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Μεταξύ των πολλών περί το θέμα συμμόρφωσης αποφάσεων του ΕΔΑΔ που μας δεσμεύουν ως Κράτος Δικαίου είναι, για παράδειγμα, και μια απόφαση κατά της Ελλάδος του 1997, από την οποία και το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«…η αποτελεσματική προστασία του διοικουμένου και η αποκατάσταση της νομιμότητας συνεπάγονται την υποχρέωση για τη διοίκηση να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση που εκδίδεται από τη διοικητική δικαιοσύνη. Η Διοίκηση συνιστά ένα στοιχείο του Κράτους Δικαίου και το συμφέρον της ταυτίζεται προς το συμφέρον καλής απονομής της δικαιοσύνης. Εάν η Διοίκηση αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων που την αφορούν, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 από τις οποίες ευνοείται ο διοικούμενος κατά τη δικαστική φάση της διαδικασίας θα έχαναν κάθε λόγο ύπαρξης».

Εξήντα δύο έτη ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και όμως τέτοια Νομοθεσία δεν υπήρξε, λόγω αδράνειας ή αλλότριων στόχων που είχαν και έχουν η Κυβέρνηση και η Βουλή. Το κάκιστο αυτό δείγμα, μη επιβεβαίωσης της έννοιας Κράτους Δικαίου από τις δύο αυτές θεσμοθετημένες εξουσίες, εξελίσσεται με απρόβλεπτες προεκτάσεις σε μια μέγιστη και ατιμώρητη παραβίαση της νομιμότητας που πλήττει την έννοια του Κράτους Δικαίου. Ιδιαίτερα αφού είμαστε κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν επιτρέπει να γίνεται μια δικαστική διαδικασία και απόφαση επί «ματαίω».

Ως παρένθεση παραπέμπω στο έργο του Ιωάννου Σαρμά «Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικ. Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», που καταδείχνει την περί τούτου αντίληψη του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί τον σεβασμό των αποφάσεων του δικαστηρίου:

«Θα ήταν απατηλό εάν η εσωτερική έννομη τάξη ενός συμβαλλομένου Κράτους επέτρεπε όπως μια οριστική και υποχρεωτική δικαστική απόφαση παραμένει ανεκτέλεστη σε βάρος ενός διαδίκου. Πράγματι, δεν θα ήταν αντιληπτό γιατί το άρθρο 6, παρ. 1 περιγράφει κατά τρόπο λεπτομερή τις εγγυήσεις της διαδικασίας – δικαιότης, δημοσιότης και ταχύτης – που παρέχονται στους διαδίκους, χωρίς να προστατεύει την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.

»Εάν αυτό το άρθρο εγένετο κατανοητό ως προστατεύον μόνο την πρόσβαση στον δικαστή και την εξέλιξη της δίκης, αυτό θα κινδύνευε να δημιουργήσει ασυμβίβαστες καταστάσεις με την αρχή της υπεροχής του δικαίου που τα συμβαλλόμενα Κράτη δεσμεύτηκαν να σέβονται όταν επικύρωναν τη Σύμβαση. Η εκτέλεση μιας αποφάσεως, οιουδήποτε δικαστηρίου, πρέπει λοιπόν να θεωρείται ως αποτελούσα αναπόσπαστο μέρος της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 6». «...Καταθέτοντας μια αίτηση ακυρώσεως, ο διοικούμενος αποβλέπει όχι μόνο στην εξαφάνιση της επίδικης πράξης, αλλά και, επίσης και κυρίως, στην άρση των αποτελεσμάτων της. Όμως, η αποτελεσματική προστασία του διοικουμένου και η αποκατάσταση της νομιμότητας συνεπάγονται την υποχρέωση για τη διοίκηση να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση που εκδίδεται από τη διοικητική δικαιοσύνη».

Είναι βέβαιον ότι όσο η διοίκηση θα «προστατεύεται» με την ανυπαρξία σχετικής Νομοθεσίας και/ή και με τη μη εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου για ό,τι αφορά το καθήκον συμμόρφωσης προς δικαστική απόφαση, η διαφθορά θα διευρύνεται ανεξέλεγκτα!

Κατά τα άλλα, υπενθυμίζω ότι, κατά την ανάληψη των καθηκόντων των Αξιωματούχων της Κυβέρνησης και της Βουλής, υπάρχει κατά το Σύνταγμα διαβεβαίωση τήρησής του και των Νόμων!