Διεθνή

Σκοτεινά παιχνίδια «διέσωσαν» τη Δημοκρατία στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ

Οι Δημοκρατικοί «επένδυσαν» δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητες νίκης ορισμένων από τους πιο ακραίους υποψηφίους στις εσωκομματικές ψηφοφορίες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος

Το «κόκκινο κύμα» δεν έπνιξε, όπως αναμενόταν, τους Δημοκρατικούς και την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Οι τελευταίοι, ακολουθώντας μιαν αμφιλεγόμενη στρατηγική, απορρόφησαν τους κραδασμούς με αναμενόμενες απώλειες. Τα αποτελέσματα της κάλπης έδωσαν την ευκαιρία στον πλανητάρχη να ανακοινώσει, προλαβαίνοντας τον Ντόναλντ Τραμπ, την πρόθεσή του να επαναδιεκδικήσει την προεδρία της χώρας. Στα 80 του χρόνια και με τα ποσοστά αποδοχής του σε χαμηλά επίπεδα δεν θα πρέπει να θεωρεί τη στήριξη των συμμάχων του δεδομένη. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ είδε πολλούς από τους υποψηφίους που είχε ανοιχτά υποστηρίξει να μην τα πηγαίνουν τελικώς τόσο καλά στην κάλπη. Παρά τη διαφαινόμενη πολιτική αδυναμία του Τραμπ, υπάρχει η άποψη ότι είναι νωρίς να προκαταλάβουμε την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 2024, εάν θα είναι τελικά υποψήφιος. Όπως διαπιστώνουν πολιτικοί αναλυτές, οι ενδιάμεσες εκλογές σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να προβλέψουν τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης που θα γίνει σε δύο χρόνια.

Γιατί δεν καταποντίστηκαν οι Δημοκρατικοί

Μία κίνηση υψηλού ρίσκου των Δημοκρατικών αποτέλεσε ένα επιπλέον ανάχωμα στο σαρωτικό κύμα ανατροπής που ανέμεναν οι Ρεπουμπλικάνοι. Ειδικότερα, η επικίνδυνη στρατηγική της πριμοδότησης Ρεπουμπλικάνων αντιπάλων της ριζοσπαστικής δεξιάς και του κύκλου του Τραμπ κατά τη διάρκεια των εσωκομματικών διαδικασιών φαίνεται ότι καρποφόρησε. Το σκεπτικό ήταν ότι τέτοιοι υποψήφιοι θα ήταν ευκολότερο να κτυπηθούν και τελικά να χάσουν από τους Δημοκρατικούς στις ενδιάμεσες εκλογές.

Σύμφωνα με αμερικανικά ΜΜΕ, οι Δημοκρατικοί «επένδυσαν» δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητες νίκης ορισμένων από τους πιο ακραίους υποψηφίους στις εσωκομματικές ψηφοφορίες του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για να τους νικήσουν.

Ανάλυση της εφημερίδας Washington Post αναφέρει την περίπτωση του Νταν Κοξ στο Μέριλαντ, ενός ένθερμου υποστηρικτή της θεωρίας του Τραμπ περί καλπονοθείας το 2020. Σύμφωνα με την WP, οι Δημοκρατικοί έχουν διαθέσει πάνω από 1,7 εκατ. δολάρια από τα ταμεία του κόμματος, ώστε να είναι αυτός ο εκλεκτός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές. Ο συγκεκριμένος τελικά υπέστη βαριά ήττα από τον Δημοκρατικό Γουές Μουρ, τον πρώτο Αφροαμερικανό που εξελέγη κυβερνήτης σε αυτήν την πολιτεία.

Η στρατηγική της ανάμειξης στις εσωκομματικές διαδικασίες των αντιπάλων για πριμοδότηση συγκεκριμένων υποψηφίων, οι οποίοι θα είναι ευκολότερο να ηττηθούν, δεν είναι καινούργια. Όμως η χρονική συγκυρία αυτών των εκλογών απαιτούσε τη χρήση του «βαρέος πυροβολικού». Φυσικά αυτή η στρατηγική συμπυκνώνει όλη την ειρωνεία της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας. Στο όνομα δηλαδή της «διαφύλαξης» της δημοκρατίας χρησιμοποιούνται αυτές οι αμφιλεγόμενες μέθοδοι.

Φυσικά η στρατηγική αυτή δεν ήταν από την αρχή καταδικασμένη να πετύχει, αφού εύκολα κάποιοι από τους αντιπάλους τους θα μπορούσαν να επικρατήσουν στις εκλογές, κλέβοντας τις πολύτιμες θέσεις - κλειδιά σε κάποιες από τις πολιτείες. Κατά κάποιο τρόπο όμως το ριψοκίνδυνο αυτό στοίχημα φαίνεται ότι λειτούργησε. Για του λόγου το αληθές, στις πολιτείες στις οποίες δεν «επενδύθηκαν» αρκετά ποσά, πιο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν ή οδεύουν να κερδίσουν με άνεση. Παράδειγμα αποτελεί μια αγροτική εκλογική περιφέρεια στην Καλιφόρνια, στην οποία Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να αλλάξουν την ισορροπία υπέρ του Κρις Μάθις, πιστού του Ντόναλντ Τραμπ, ώστε να είναι υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Χρησιμοποιήθηκε ποσό όχι μικρότερο από 350.000 δολάρια για να υπενθυμιστεί στους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους ότι ο αντίπαλος του Μάθις, ο Ντέιβιντ Βαλαντάο, ήταν ένας από τους ελάχιστους Ρεπουμπλικάνους που τάχθηκαν υπέρ της παύσης του Ντόναλντ Τραμπ από το αξίωμα του προέδρου. Ο Βαλαντάο τελικά κέρδισε το χρίσμα κι οδεύει να κερδίσει τον Δημοκρατικό αντίπαλό του.

Πολιτικοί αναλυτές εξηγούν ότι όσοι ξέρουν πώς να διεξάγουν και να κερδίζουν εκστρατείες δεν έχουν κανένα όριο σε ό,τι αφορά τη στρατηγική. Συγκρίνουν τη στρατηγική αυτή με μια παρτίδα πόκερ. «Όπως τα περισσότερα μεγάλα στοιχήματα, όταν είναι επικίνδυνα, είναι πολύ κερδοφόρα».

Οι αδυναμίες των Δημοκρατικών

Με τα αποτελέσματα να είναι τουλάχιστον λιγότερο κακά απ’ όσο αρχικά αναμενόταν, πλέον ανοίγει ο δρόμος για μια προσπάθεια επανεκλογής του Μπάιντεν, καθώς προηγούμενοι πρόεδροι με χειρότερες αποδόσεις στις ενδιάμεσες, κατάφεραν τελικά να κερδίσουν μια δεύτερη θητεία.

Όμως, εύλογα μπορεί να τεθεί το ερώτημα εάν η μη αποτυχία αυτή μπορεί να αποδοθεί στον Πρόεδρο ή εάν έχει επιτευχθεί παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην εξουσία. Το ποσοστό αποδοχής του βρίσκεται κολλημένο στο αρνητικό 41%, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι αυτόν τον μήνα γίνεται 80 χρονών.

Γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποκλείεται να δούμε «φιλικά» πυρά προς την υποψηφιότητα Μπάιντεν για επανεκλογή. Αν και δεν πιστεύεται ότι οι Δημοκράτες θα προχωρήσουν ανοιχτά τουλάχιστον σε εκστρατείες κατά του Προέδρου τους, θα υπάρξουν πιέσεις κυρίως από την Αριστερά για απόσυρσή του από την κούρσα. Σύμφωνα με την Politico, αυτή η τάση έχει ήδη αρχίσει. Μέσα στην εβδομάδα μια αριστερή ομάδα, η οποία το 2020 ήταν υπέρ της υποψηφιότητας Μπάιντεν, χορήγησε διαφημίσεις στις οποίες αναδεικνυόταν το χαμηλό ποσοστό αποδοχής του και η θέση ότι δεν είναι ο ιδανικός υποψήφιος για τους Δημοκρατικούς.

Χαμένος ο Τραμπ;

Την ίδια ώρα στο αντίπαλο στρατόπεδο καταγράφονται σημαντικές πολιτικές διεργασίες. Η εμπλοκή του Τραμπ ήταν κάτι περισσότερο από εμφανής, αφού υποστήριξε δημόσια περίπου 200 υποψηφίους, πολλοί από τους οποίους όμως γνώρισαν βαριές ήττες. Πλέον το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μοιάζει ολοένα περισσότερο διχασμένο ανάμεσα στους οπαδούς τού Τραμπ και σε όσους θέλουν να αφήσουν πίσω τον απρόβλεπτο και θυελλώδη πρώην Πρόεδρο.

Αν και ο ίδιος ο Τραμπ δεν συμμετείχε, οι ενδιάμεσες εκλογές ήταν ένα προσωπικό στοίχημα και ένα κρας τεστ για την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές του 2024. Εντούτοις, τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς όπως θα ήθελε, αφού από τη μια δεν είδε τους υποψηφίους που υποστήριξε να σαρώσουν εκλογικά, ενώ από την άλλη ο κύριος ρεπουμπλικάνος αντίπαλός του, Ρον Ντεσάντις, εμφανίστηκε ενισχυμένος από τα αποτελέσματα.

Το «κόκκινο κύμα» μετά βίας έφτασε στην αμερικανική ακτή, αφού η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων αναμένεται ότι θα είναι οριακή. «Αν και από ορισμένες απόψεις οι χθεσινές εκλογές ήταν κάπως απογοητευτικές, κατά την προσωπική μου άποψη, ήταν μια μεγάλη νίκη», έσπευσε να δικαιολογηθεί ο Τραμπ μέσω του ιστοτόπου κοινωνικής δικτύωσης Truth Social.

Ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, Τζον Ρογκόφσκι, εξηγεί ότι οι ενδιάμεσες εκλογές συνήθως ευνοούν την αντιπολίτευση, έτσι αδικαιολόγητα αποδείχθηκαν δύσκολες για τους Ρεπουμπλικάνους, πολύ περισσότερο σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τη χαμηλή δημοτικότητα του Μπάιντεν.

«Πολλοί από τους υποψηφίους» που υποστηρίχθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ «πραγματοποίησαν κακές επιδόσεις», υπογράμμισε ο Τζον Ρογκόφσκι. Αντιθέτως, μερικά από τα «μαύρα πρόβατά» του, νίκησαν. Από την πλευρά του ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον, Πίτερ Λοτζ, παρατηρεί ότι ουσιαστικά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι «μπορείς να είσαι συντηρητικός, να έχεις αρχές, να αντιτίθεσαι στον Τραμπ και να νικήσεις».

Ήδη άρχισαν τα μουρμουρητά στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης. «Είναι καιρός να περάσουμε σε κάτι άλλο», υποστήριξε ο Τζοφ Ντάνκαν, ρεπουμπλικάνος αναπληρωτής κυβερνήτης της Τζόρτζια και επικριτής του πρώην Προέδρου. Στο ίδιο μήκος κύματος ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι, οι οποίοι εξέφραζαν την άποψή τους για τον αρχηγό. «Θα προτιμούσαμε κάποιον λιγότερο διχαστικό. Το μόνο για το οποίο φροντίζει ο Τραμπ είναι το εγώ του», ανέφεραν μεταξύ άλλων.

Τα αμερικανικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι ο πρώην Πρόεδρος ήταν «έξαλλος» και «φώναζε σε όλους», αν και το αποτέλεσμα των εκλογών προς το παρόν δεν άλλαξε τον προγραμματισμό του για την «πολύ μεγάλη ανακοίνωσή» του που προβλέπεται για τις 15 Νοεμβρίου. Η ανακοίνωση τόσο νωρίς μιας υποψηφιότητάς του θα είχε κυρίως στόχο να αποθαρρύνει ενδεχόμενους αντιπάλους ενόψει του 2024, σύμφωνα με τον Τζον Ριογκόφσκι, ο οποίος βλέπει σ' αυτή μια ένδειξη αδημονίας.

Η σημασία των αποτελεσμάτων για τον Τραμπ

Σύσσωμα τα δημοσιογραφικά πρακτορεία ανά την υφήλιο έσπευσαν να αναφερθούν σε «ήττα», «αποδυνάμωση» και «φιάσκο» του Τραμπ, αφήνοντας ουσιαστικά να εννοηθεί ότι θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η υποψηφιότητά του για τις προεδρικές του 2024. Ειδικοί όμως παρατηρούν ότι οι βαρύγδουπο αυτοί τίτλοι είναι περισσότερο ευσεβείς πόθοι αυτών που έχουν βαρεθεί το φαινόμενο Τραμπ παρά μια σωστή πολιτική ανάλυση.

Εκτιμούν ότι ακόμα και εάν το «κόκκινο κύμα» δεν έφτασε ποτέ, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι επηρεάζεται η ισχύς του ως υποψηφίου. Η στρατηγική που ακολούθησε σε αυτές τις εκλογές βασιζόταν στη στήριξη κάθε υποψηφίου που ασπαζόταν τις απόψεις του περί καλπονοθείας. Ανέλαβε ένα δύσκολο έργο, επιχειρώντας να κερδίσει εν ενεργεία κυβερνήτες και μέλη του Κογκρέσου. Από την αρχή κάποιοι από τους «παίκτες» του ήταν αουτσάιντερ. Γι’ αυτό οι αναλυτές θεωρούν ότι μπορεί να μην κέρδισε τη νύχτα των εκλογών, εντούτοις κατάφερε να «καθαρίσει» το κόμμα από τους επικριτές του.

Παρά τις αντιδράσεις εντός του κόμματος για την υποψηφιότητά του, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ικανότητά του να βρίσκει την αναγκαία στήριξη. Την ίδια ώρα εμφανίζεται περισσότερο από ικανός στη συγκέντρωση της απαραίτητης χρηματοδότησης, ενώ το ανερχόμενο αστέρι και δυνητικός αντίπαλός του, Ρον Ντεσάντις, δεν απέδειξε ότι μπορεί να έχει το ίδιο έρεισμα εκτός της πολιτείας της Φλόριντα. Ακόμα και εάν δεχθούμε τη θέση ότι ο Τραμπ βρίσκεται στη χειρότερη πολιτική του στιγμή, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι ενδιάμεσες εκλογές σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να προβλέψουν και δεν είναι ενδεικτικές για τα αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών το 2024.