Η Διοίκηση Πυροβολικού κατά την περίοδο του πραξικοπήματος: «Ουσιαστικά δεν διοικούσα τις Μονάδες μου»
Το κείμενο αποτελεί σύντμηση κεφαλαίου από το υπό έκδοση βιβλίο για την Ιστορία των Μονάδων Πυροβολικού κατά την τουρκική εισβολή του 1974
Στις 10:00 το πρωί της 15ης Ιουλίου, ο συνταγματάρχης Πούλος Γεώργιος, διοικητής Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς, είχε προγραμματισμένη συνάντηση με τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, αντιστράτηγο Ντενίση Γεώργιο. Θα συζητούσαν τον τρόπο μείωσης των Μονάδων Πυροβολικού που επιβαλλόταν να γίνει σε περίπτωση που υλοποιείτο η ανακοίνωση του Προέδρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, για μείωση της στρατιωτικής θητείας. Γύρω στις 07:30 ο διοικητής Πυροβολικού επικοινώνησε με το ΓΕΕΦ. Το ζήτημα αποτελούσε πονοκέφαλο για τη Διοίκηση Πυροβολικού:
«Εγώ δεν έχω ντουφέκια μόνο να παραδώσω. Έχω κανόνια, έχω αντιαεροπορικά, έχω κιλλίβαντες, τόνους πυρομαχικών, έχω τρομερό πρόβλημα. Πώς σε τρεις μέρες μέσα εγώ θα αποστρατεύσω αυτές τις Μονάδες και θα τις μαζέψω;» [Βουλή των Ελλήνων και Βουλή των Αντιπροσώπων, Φάκελος Κύπρου, τ. Δ’, σ. 95].
Είχε γίνει αντιληπτό το επείγον του ζητήματος και από το ΓΕΕΦ ενημέρωσαν τον συνταγματάρχη Πούλο ότι μάλλον ο αντιστράτηγος Ντενίσης δεν θα επέστρεφε από την Αθήνα όπου βρισκόταν, αλλά θα επισκεπτόταν τη Διοίκηση Πυροβολικού ο αντισυνταγματάρχης Κοκοράκης Κωνσταντίνος, Διευθυντής του 1ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΕΦ, για να συζητήσει με τον Αρχηγό Πυροβολικού το επείγον ζήτημα. Στις 08:00 έφτασε στο κτήριο της Διοίκησης Πυροβολικού ο αντισυνταγματάρχης Κοκοράκης και συγκάλεσε σύσκεψη.
Η σύσκεψη βρισκόταν σε εξέλιξη όταν ξαφνικά, γύρω στις 08:15, ο αντισυνταγματάρχης Κοκοράκης ανακοίνωσε στον διοικητή Πυροβολικού την έναρξη του πραξικοπήματος:
«Ανοίγει την τσάντα, βγάζει ένα πιστόλι, “κραπ-κραπ” το οπλίζει και γυρνάει προς εμάς που ήμαστε εκεί πέρα παρόντες […], και λέει: “Ακίνητοι! Να μην δοθεί ουδεμία ενέργεια, τα πάντα έχουνε ρυθμιστεί. Σε πέντε λεπτά χτυπάμε” [στο ίδιο, σ. 95].
Σημειώνεται ότι ο Κοκοράκης Κωνσταντίνος αρνείται κατηγορηματικά ότι απείλησε με όπλο τον συνταγματάρχη Πούλο. Αντιθέτως, ομολογεί ότι όταν ανακοινώθηκε η διενέργεια του πραξικοπήματος, επικράτησε ευφορία στην αίθουσα.
Σε λίγα λεπτά ακούστηκαν οι ριπές των πολυβόλων από την κατεύθυνση του στρατοπέδου του Εφεδρικού Σώματος της Αστυνομίας, ένδειξη ότι το πραξικόπημα είχε αρχίσει.
Το γεγονός ότι από τον μυημένο στο πραξικόπημα διοικητή Καταδρομών, συνταγματάρχη Κομπόκη Κωνσταντίνο, δόθηκε διαταγή σε έναν αντισυνταγματάρχη να πάει να διατάξει έναν συνταγματάρχη, αναδεικνύει την κατάργηση της ιεραρχίας και τον αποσυντονισμό που παρουσιαζόταν τις μέρες του πραξικοπήματος.
Την περαιτέρω κατάργηση της ιεραρχίας και τη δυνατότητα λήψης προσωπικών πρωτοβουλιών από συγκεκριμένους αξιωματικούς, ασχέτως βαθμού, υπογραμμίζει και το πιο κάτω σοβαρό περιστατικό, που εκτυλίχθηκε μετά από λίγο: Όταν ο λοχαγός Μαραγκόπουλος Κωνσταντίνος της Διοίκησης Πυροβολικού μετέβη στο παρακείμενο στρατόπεδο της 185 ΜΠΠ για να μεταφέρει προφορική εντολή, ο διοικητής της Μοίρας, αντισυνταγματάρχης Λάμπρου Παναγιώτης, πυροβόλησε εναντίον του και δεν του επέτρεψε να προσεγγίσει το στρατόπεδο. Ο λοχαγός Μαραγκόπουλος μετέφερε στον αντισυνταγματάρχη Λάμπρου εντολή του αντισυνταγματάρχη Κοκοράκη. Ο τελευταίος προσπαθούσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον αντισυνταγματάρχη Λάμπρου, αλλά ο διοικητής της 185 ΜΠΠ δεν απαντούσε το τηλέφωνο. Έτσι ο αντισυνταγματάρχης Κοκοράκης έστειλε τον λοχαγό Μαραγκόπουλο. Ο αντισυνταγματάρχης Λάμπρου πυροβόλησε εναντίον του λοχαγού Μαραγκόπουλου γιατί νόμιζε ότι κόμιζε μήνυμα από τον διοικητή Πυροβολικού. Ο αντισυνταγματάρχης Λάμπρου Παναγιώτης, διοικητής της 185 ΜΠΠ, δεν συμπεριφερόταν τυχαία με αυτόν τον τρόπο. Ήταν μυημένος στον πραξικοπηματικό σχεδιασμό και συμμετείχε στη σύσκεψη της 9ης Ιουλίου 1974 υπό τους ταξίαρχο Γεωργίτση Μιχαήλ και συνταγματάρχη Κομπόκη Κωνσταντίνο μαζί με άλλους δέκα αξιωματικούς «για τον καθορισμό του λεπτομερούς σχεδίου ανατροπής του Αρχ. Μακαρίου».
Γύρω στις 13:00 επικοινώνησαν με τον αντισυνταγματάρχη Κοκοράκη από το ΓΕΕΦ και τον διέταξαν να μεταβεί με τον διοικητή Πυροβολικού στο Αρχηγείο. Οι δύο άνδρες μετέβησαν μαζί στο ΓΕΕΦ, όπου ο συνταγματάρχης Πούλος δεν διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στις εξελίξεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πραξικοπήματος, οι διαταγές για τις Μονάδες του Πυροβολικού εκδίδονταν από το 3ο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ. Η Διοίκηση Πυροβολικού δεν διέταξε κινήσεις Μονάδων. Ο ίδιος ο διοικητής Πυροβολικού προέβη σε άμεση παραδοχή ότι κατά το πραξικόπημα «ουσιαστικά δεν διοικούσα τις Μονάδες μου».
Η Μονάδα Πυροβολικού που είχε τη σοβαρότερη εμπλοκή στο πραξικόπημα ήταν η 195 ΜΕΑ/ΑΠ λόγω του ταχυκίνητου των πολυβόλων της. Εκτός από την 195 ΜΕΑ/ΑΠ, που επιχείρησε εναντίον του Προεδρικού και του στρατοπέδου του Εφεδρικού, στις 15 Ιουλίου κινήθηκε επίσης μια Πυροβολαρχία που αποτελείτο από δύο πυροβόλα 25 λιβρών της 185 ΜΠΠ και δύο πυροβόλα 25 λιβρών της 184 ΠΠΠ. Η Πυροβολαρχία μετέβη στο στρατόπεδο του Εφεδρικού για υποστήριξη των ενεργούντων τμημάτων χωρίς όμως να χρειαστεί να αναλάβει δράση.
Επιπλέον, η 183 ΜΠΠ διατάχθηκε να θέσει υπό διοίκηση της ΙΙ ΑΤΔ στη Μόρφου, δύο πυροβόλα και δύο τετράδυμα πολυβόλα και να διαθέσει οχήματα στο 281 ΤΠ για την κίνησή του. Επιπλέον η 182 ΜΠΠ διέθεσε οχήματα στην 33 ΜΚ δήθεν για άσκηση, αλλά τελικά χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά της Μοίρας Καταδρομών στη Λευκωσία για το πραξικόπημα.
Σοβαρό κίνδυνο διέτρεξαν οι άνδρες και το υλικό της 198 ΠΟΠ το βράδυ της 15ης Ιουλίου, όταν φωτιά που μαινόταν στον Πενταδάκτυλο έζωσε τον χώρο του στρατοπέδου. Το στρατόπεδο εκκενώθηκε και σχηματίστηκε φάλαγγα τριών οχημάτων, που κινήθηκε ανατολικά επί των ορεινών δρομολογίων του Πενταδακτύλου. Η φωτιά όμως εγκλώβισε το τελευταίο όχημα και το κατέστρεψε μαζί με το υλικό του.
Οι κινήσεις των Μονάδων Πυροβολικού συνεχίστηκαν στις 16 Ιουλίου. Τα ξημερώματα της 16 Ιουλίου, κατόπιν διαταγών του ΓΕΕΦ, μια Πυροβολαρχία της 187 ΜΠΠ, μια Πυροβολαρχία της 173 ΜΑ/ΤΠ, η 184 ΠΠΠ, η 185 ΜΠΠ (-) και Ουλαμός (-) της 195 ΜΕΑ/ΑΠ συμμετείχαν στα συγκροτήματα που κινήθηκαν εκείνη τη μέρα προς Πάφο για αντιμετώπιση της αντίστασης, χωρίς να χρειαστεί τελικά να εμπλακούν σε επιχειρήσεις. Μεταξύ των ωρών 09:00 και 10:45, κατόπιν διαταγής, που εκδόθηκε στις 08:30, αφίχθηκαν στην Αθαλάσσα και βρίσκονταν σε ετοιμότητα ανάληψης αποστολής οι 181 ΜΠΠ (-2), μια Πυροβολαρχία της 182 ΜΠΠ και μια Πυροβολαρχία της 190 ΜΑΤ/Π.
Στις 19 Ιουλίου, όλες οι Μονάδες που είχαν μετακινηθεί από τα στρατόπεδά τους, επανήλθαν σε αυτά. Μέχρι τις 20:30 ο διοικητής Πυροβολικού βρισκόταν ακόμα στο ΓΕΕΦ. Περίπου εκείνη την ώρα αναχώρησε από το Αρχηγείο και μετέβη στη Διοίκηση Πυροβολικού. Εκεί κάλεσε τους διοικητές των Μονάδων Πυροβολικού της Αθαλάσσας για να τους ενημερώσει και να δώσει οδηγίες για θέματα ετοιμότητας και επιστράτευσης. Ο συνταγματάρχης Πούλος ενημέρωσε για την κατάσταση και συνέστησε ψυχραιμία. Στις ανησυχίες των διοικητών των Μονάδων ότι χρειάζονταν αρκετό χρόνο για να φορτώσουν τα υλικά και να εξέλθουν από τα στρατόπεδά τους και στις εκκλήσεις τους για έξοδο των Μονάδων στους Χώρους Διασποράς, ελλείψει σχετικών διαταγών από το ΓΕΕΦ και κατόπιν σχετικών οδηγιών, ο διοικητής Πυροβολικού συνέστηνε αυτοσυγκράτηση. Άλλωστε, από την Αθήνα τα μηνύματα που έφθαναν στο ΓΕΕΦ και μέσω αυτού διαχέονταν στην ηγεσία της Εθνικής Φρουράς ήταν:
«Οι Τούρκοι εκτελούν ναυτικήν άσκησιν κατόπιν αδείας Αρχών ΝΑΤΟ. […] Να επιδείξομεν αυτοσυγκράτησιν» [στο ίδιο, τ. Α’, σ. 160].
Οι μόνες Μονάδες Πυροβολικού που τελικά εξήλθαν των στρατοπέδων τους πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων στις 20 Ιουλίου ήταν οι 173 ΜΑ/ΤΠ, 199 ΠΠ 3, 7’’ και 182 ΜΠΠ. Τα στοιχεία συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι εξήλθαν με πρωτοβουλία των Διοικητών τους, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το αυτονόητο, που όμως αδυνατούσε να αντιληφθεί ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα και το ΓΕΕΦ στη Λευκωσία. Η λήψη προληπτικών μέτρων σε στιγμές που ο εχθρός δείχνει επιθετικές προθέσεις αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση. Η ανικανότητα των υπευθύνων να λάβουν στοιχειώδη μέτρα, είχε τραγικά αποτελέσματα. Το πρωί της 20ής Ιουλίου τα τουρκικά αεροσκάφη βομβάρδισαν τις Μονάδες της Αθαλάσσας στη Λευκωσία εντός των στρατοπέδων τους, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 9 πυροβολητές και να καταστραφούν πυροβόλα και σημαντικό υλικό.
*Κεντρική φωτογραφία: Ο διοικητής Πυροβολικού, συνταγματάρχης Πούλος Γεώργιος υποδέχεται τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, στο στρατόπεδο «Δημητράκη Χριστοδούλου» επ’ ευκαιρία των εορτασμών προς τιμήν της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας του Πυροβολικού, το 1973 (Αρχείο ΠΣΕΠΒ).
** Δρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Ειδικός Επιστήμονας Διδασκαλίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου