Κυπριακό

Μνήμη ξεριζωμού: 48 χρόνια μακριά από την Αμμόχωστο

Η Αμμοχωστιανή ποιήτρια και πεζογράφος Νίκη Κατσαούνη, εξηγεί στη «Σ» πώς το καλοκαίρι του 1974 αποτέλεσε τομή στη ζωή της. Τομή αυτογνωσίας, αλλά και ορόσημο διαρκούς αγώνα, εξαιτίας του όρκου που έδωσε στη «νύμφη» Αμμόχωστο για επιστροφή.

Οι συζητήσεις με αφορμή τα οδυνηρά γεγονότα του Ιουλίου – Αυγούστου 1974, μέσα στην τραγικότητά τους παρέχουν ευκαιρία για αναστοχασμό· για αναδρομή στο παρελθόν και οραματισμό του μέλλοντος· για αναμέτρηση με τον συλλογικό μας εαυτό και για ανάδειξη των ποιοτικών μας χαρακτηριστικών ως λαού, ως οντότητας αποκομμένης από τις ρίζες και τα χώματά της.

Στη βάση αυτή συζητήσαμε με την Αμμοχωστιανή ποιήτρια και πεζογράφο Νίκη Κατσαούνη, η οποία εξηγεί πώς το καλοκαίρι του 1974 αποτέλεσε τομή στη ζωή της. Τομή αυτογνωσίας, αλλά και ορόσημο διαρκούς αγώνα, εξαιτίας του όρκου που έδωσε στη «νύμφη» Αμμόχωστο για επιστροφή.

Τον όρκο αυτό, που αποτελεί στάση ζωής του πνευματικού ανθρώπου, υπηρετεί (και) μέσα από την ποίησή της. Παρουσιάζεται, ωστόσο, συνειδητοποιημένη ως προς τη σημασία της στράτευσης των ανθρώπων του πολιτισμού στον εθνικό αγώνα: «Η ποίηση δεν είναι κάτι το αθώο, δεν είναι κάτι το “poser”. Δεν ποζάρεις με την ποίηση για να αναδείξεις τον εαυτό σου. Αυτό που κάνεις με την ποίηση είναι να πεις τα πράματα σ’ όλη την αιχμηρότητά τους, σ’ όλο τον τρόπο με τον οποίο κόβουνε τη ζωή σου». Και τονίζει περαιτέρω: «Η ποίηση για την Κύπρο είναι ποίηση αιματηρή. Έχει πάρα πολύ αίμα. Δεν μπορείς τον πόνο να τον κάνεις ομοιοκαταληξία».

niki katsaouni 202208.jpg


Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σχολιάσετε την άποψη που θέλει τον άνθρωπο συνυφασμένο με τη γη, με την οποίαν αναπτύσσει σχέση αλληλεπίδρασης. Υπό το πρίσμα αυτό, με ποιον τρόπο αισθάνεστε ότι η προσφυγιά καθόρισε την κυπριακή κοινωνία;

Η προσφυγιά ξερίζωσε τους ανθρώπους από τη γη τους, από τις πέτρες τους. Ο εκτοπισμός δεν ήταν πνευματικός. Ήταν εκτοπισμός πραγματικός. Έφευγες, δηλαδή, από έναν τόπο, με τον οποίον ήσουν δεμένος (με τα χόρτα, με τα φυτά, με τα δέντρα…). Έχω ένα ποίημα που το έγραψα ακριβώς το 1974 και λέει: «Ενδεής από χώρο και χώμα. | Με τη μνήμη – πρόσφυγα. | Να πεινά το δεντρό της χαρουπιάς | που μόνο αυτό ξέρει πώς μυρίζει. […] Να διψά θαλασσινό νερό σα’ στρείδι | εξοστρακισμένο».

Βάσει της σχέσης του ανθρώπου με τη γη, εγώ πιστεύω ότι το 1955-1959 η πιο μεγάλη εκδήλωση επαναστατικότητας έγινε στην κυπριακή ύπαιθρο· δεν έγινε στις πόλεις. Ο λόγος είναι ότι αυτά τα παιδιά (ο Αυξεντίου, ο Γιάλλουρος, ο Μάτσης) είχαν να κάνουν με κάτι άλλο, που ήταν η γη τους. Η γη αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο – εγώ δρω πάνω στη γη και η γη πάνω μου. Η γη με φορτίζει· με φορτίζει όχι απλώς με λέξεις λειτουργικές, αλλά και με ύφος. Αυτό είναι! Η γη είναι άνθρωπος.

Ας δούμε και την αρχαιότητα: το να απομακρύνονται οι Έλληνες από τη χώρα τους, ήταν το μεγαλύτερο άλγος. Θεωρούσαν ότι ήταν κατάρα. Εξ ου και χρησιμοποιούσαν τον εξοστρακισμό ως τιμωρία.

Σε προσωπικό επίπεδο, τι σημαίνει για ’σας ο εκτοπισμός από την Αμμόχωστο; Πώς επέδρασε στη μετά το 1974 πορεία σας;

Είναι η πιο δύσκολη ερώτηση που αντιμετωπίζω στη ζωή μου. Η ζωή μου δεν ήταν πια η ίδια μετά το 1974. Τουλάχιστον εγώ και ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης, μετά την προσφυγιά αναλώσαμε όλη μας τη ζωή μιλώντας για την Αμμόχωστο. Ο Μιχάλης ανακάλυψε ξαφνικά τα μεσαιωνικά έπη. Βρήκε ερωτικά τραγούδια, σονέτα πετραρχικά. Δηλαδή, μπορώ να πω ότι ξαφνικά η καταστροφή επέφερε μιαν αναμόχλευση του ανθού της Αμμοχώστου. Ήταν αναμόχλευση τού τι είμαστε. Εγώ δεν ήξερα τι ήμουν πριν γίνει ό,τι έγινε το 1974. Δεν είχα ιδέα τι ήταν η Αμμόχωστος. Ήξερα μόνο τη μοντέρνα Αμμόχωστο, που ήταν για ’μένα ο Γιώργος Πιερίδης, ο διευθυντής της βιβλιοθήκης. Εγώ ήμουν πιτσιρίκι. Πήγαινα κοντά του και συζητούσαμε για λογοτεχνία.

Γράφετε για την Αμμόχωστο απευθυνόμενη προς την πόλη, ως να είναι έλλογο ον. Στα γραφόμενά σας, μάλιστα, υπάρχει έντονο το στοιχείο της αγωνίας και η ανάγκη της διασφάλισης ότι η υπόσχεσή σας για επιστροφή γίνεται κατανοητή από την ίδια την Αμμόχωστο. Στον βαθμό που μπορείτε να εξορθολογήσετε την τάση αυτή, πού την αποδίδετε;

Η Αμμόχωστος είναι οντότητα. Η Αμμόχωστος δεν είναι αφηρημένη έννοια. Είναι δρόμοι, είναι κρινάκια που μυρίζουν, είναι η μυρωδιά των ανθών όταν πέσουν οι πρώτες ψιχάλες. Πρόκειται για μια φιγούρα, όπως οι νύμφες στην αρχαία Ελλάδα. Πώς ήταν οι νύμφες; Προσωποποιήσεις υπέροχων ιδιοτήτων της φύσης. Η Αμμόχωστος για ’μένα είναι μάνα μου και σκέφτομαι ότι εκείνη πρέπει να πιστέψει πρώτα ότι εγώ δεν θα την εγκαταλείψω. Όχι τώρα· δεν θα την εγκαταλείψω ποτέ! Αυτός είναι όρκος.