Νομισματική πολιτική και οικονομικοί δείκτες

Η ΕΚΤ παραμένει προσηλωμένη στη μείωση του πληθωρισμού και συνέχισε την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5%. Το κατά πόσον η απόφαση είναι ορθή, θα διαφανεί το επόμενο διάστημα

Οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών, σε σχέση με τη νομισματική πολιτική που εφαρμόζουν, καθορίζονται από τα οικονομικά στατιστικά στοιχεία και τους στόχους που τίθενται. Τελευταία, όμως, εντείνονται οι απόψεις που θεωρούν τις κεντρικές τράπεζες ως μέρος του προβλήματος.

Μετά την κρίση του 2008, οι κεντρικές τράπεζες εφάρμοσαν πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης. Διοχέτευσαν αστόχευτα μεγάλη ρευστότητα στην αγορά, μηδενίζοντας τα επιτόκια ή και οδηγώντας τα σε αρνητικό πρόσημο και φόρτωσαν τους ισολογισμούς τους με κρατικά και άλλα ομόλογα, καταγράφοντας ζημιές.

Η επιθετική αύξηση επιτοκίων δημιουργεί προβλήματα στην οικονομία, στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις, στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και σε άλλους οργανισμούς

Γίνεται κατανοητό ότι τέτοια μέτρα συνήθως έχουν προσωρινό χαρακτήρα, αλλά παρέμειναν για σημαντικό χρονικό διάστημα εφόσον μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους προστέθηκε και η εξάπλωση του κορωνοϊού, που οδήγησε σε αδρανοποίηση των παραγωγικών μονάδων της οικονομίας.

Η μεγάλη ρευστότητα δεν συνοδεύθηκε με τα σωστά δημοσιονομικά μέτρα, που θα έθεταν την οικονομική ανάπτυξη σε στέρεα βάση και οδήγησαν στην αύξηση της ζήτησης σε προϊόντα και υπηρεσίες και κατ’ επέκτασιν στον υψηλό πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή, μεγάλο μέρος της επιπλέον ρευστότητας διοχετεύτηκε στις χρηματαγορές, οι οποίες τα τελευταία χρόνια είχαν παρουσιάσει ιδιαίτερη διάνθιση. Το ίδιο έγινε και με άλλες εναλλακτικές επενδύσεις, αλλά και με τον τομέα των ακινήτων.

Όλοι συμφωνούν ότι τα μέτρα των κεντρικών τραπεζών κράτησαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αναμενόταν. Αυτό όμως που ενδεχομένως ξάφνιασε, ήταν η επιθετικότητα και ο ρυθμός σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής. Δύο ακριβώς χρόνια πριν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωνε τις προβλέψεις της, σύμφωνα με τις οποίες ο υψηλός πληθωρισμός ήταν προσωρινό φαινόμενο (δίνεται πίστωση στο γεγονός ότι έναν χρόνο μετά ξεκίνησε η επέμβαση της Ρωσία στην Ουκρανία, κάτι που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί).

Η μείωση του πληθωρισμού δεν επιτυγχάνεται με τον ρυθμό που ανέμεναν οι αναλυτές. Οι τιμές εξαρτώνται από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν η ζήτηση επικρατεί και αυξάνεται ή η προσφορά αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της αγοράς, οι τιμές κινούνται προς τα πάνω. Τα ζητήματα με την εφοδιαστική αλυσίδα, την αποπαγκοσμιοποίηση και τις πολιτικές και στρατιωτικές εντάσεις δημιούργησαν ζητήματα όσον αφορά την προσφορά των προϊόντων. Παρά την επιβράδυνσή του, ο πληθωρισμός, και συγκεκριμένα ο δομικός πληθωρισμός, είναι ακόμη σε υψηλά επίπεδα.

Η ΕΚΤ παραμένει προσηλωμένη, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, στη μείωση του πληθωρισμού και συνέχισε την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5%, κάτι που άλλωστε αναμενόταν, και είχαν προεξοφλήσει οι αγορές. Το κατά πόσον η απόφαση είναι ορθή, μέσα σε ένα κλίμα χρηματοπιστωτικής μεταβλητότητας θα διαφανεί το επόμενο διάστημα, ενώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι αποφάσεις των άλλων κεντρικών τραπεζών την ερχόμενη εβδομάδα. To γεγονός ότι η ισοτιμία του ευρώ δεν φαίνεται να ενισχύεται σημαντικά μετά την απόφαση της ΕΚΤ ενδεχομένως να καταδεικνύει τον σκεπτικισμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι επενδυτές την απόφαση.

Τι μπορεί να σημαίνει η αλλαγή ρητορικής της Λαγκάρντ

Αυτό που καταγράφεται, ωστόσο, είναι η αλλαγή ρητορικής από την κυρία Λαγκάρντ, η οποία τόνισε ότι δεν μπορεί να δοθεί μια νέα εκτίμηση για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων και ότι τα δεδομένα θα αξιολογούνται συνεχώς. Σε προηγούμενες ανακοινώσεις της αναφερόταν σε συνέχιση της αύξησης των επιτοκίων χωρίς περιορισμούς, μέχρι να γίνει δυνατή η μείωση του πληθωρισμού στο 2%. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε εκτίμηση για την περαιτέρω πορεία των επιτοκίων ενδεχομένως να καταδεικνύει ότι υπήρχαν διαφωνίες εντός του Συμβουλίου της ΕΚΤ.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η Διοικητής της ΕΚΤ διαβεβαίωσε ότι υπάρχουν στη διάθεση του διοικητικού συμβουλίου όλα τα εργαλεία για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενδεχομένως με στοχευμένες αγορές ομολόγων και παροχή ρευστότητας. Σημειώνεται ότι η παραχώρηση ρευστότητας σε τραπεζικά ιδρύματα και η κάλυψη ανασφάλιστων καταθετών αποτελούν μέτρα που ήδη έχουν εφαρμόσει πρόσφατα άλλες κεντρικές τράπεζες.

Η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει σημαντικά τους δανειολήπτες και τους εκδότες ομολόγων. Τα κόστος δανεισμού αυξάνεται για το κράτος, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Είναι σίγουρο ότι οι επόμενες εκδόσεις κρατικών ομολόγων θα είναι κατά πολύ ακριβότερες από τις προηγούμενες.

Ο δανεισμός αποτελεί σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης επενδύσεων και μέρος του κεφαλαίου κίνησης των επιχειρήσεων. Η μόχλευση, στο πλαίσιο ενός λογικού χρηματοδοτικού σχεδίου, μεγιστοποιεί τα κέρδη μιας επένδυσης και δημιουργεί πίεση όταν είναι σε κυμαινόμενο επιτόκια και η ΕΚΤ το αυξάνει.

Επιχειρήσεις και νοικοκυριά καλούνται γι’ ακόμη μια φορά να επαναξιολογήσουν τους προϋπολογισμούς τους, ώστε να μπορέσουν ν’ αντεπεξέλθουν στις δόσεις τους. Το αυξημένο κόστος δανεισμού περιορίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει επιβράδυνση στην οικονομία.

Η πορεία του δημόσιου χρέους είναι ιδιαίτερα σημαντικός δείκτης για την οικονομία εφόσον καταδεικνύει τη δυνατότητα απορρόφησης αρνητικών εξελίξεων. Γίνεται κατανοητό ότι υψηλά ποσοστά δανεισμού επηρεάζουν τις δυνατότητες της Πολιτείας να εφαρμόσει τη δημοσιονομική της πολιτική αλλά και να παίρνει δραστικές αποφάσεις σε περιόδους ύφεσης. Η σωστή διαχείριση του δημόσιου χρέους αποτελεί προτεραιότητα τόσο για τη δημοσιονομική όσο και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας, εφόσον μέρος του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του τόπου.

Η επιθετικότητα με την οποία οι κεντρικές τράπεζες αποφάσισαν να αυξήσουν τα επιτόκια έχει οδηγήσει στη μείωση των αποτιμήσεων χρεογράφων που η απόδοσή τους αποτελείται από σταθερό επιτόκιο. Η μείωση ήταν σημαντική και ξαφνική, κάτι που επηρέασε τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και άλλων οργανισμών που διακρατούν ομόλογα, ειδικά αν αυτά ταξινομούνται στα βιβλία οργανισμού ως χρηματοοικονομικά στοιχεία αποτιμώμενα σε δίκαιη αξία.

Την ίδια στιγμή, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όταν στα χαρτοφυλάκια υπάρχουν τα λεγόμενα παράγωγα, δηλαδή χρηματοοικονομικά μέσα που η αξία τους εξαρτάται από την πορεία ενός άλλου χρηματοοικονομικού μέσου, με το οποίο είναι συνδεδεμένος. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο κίνδυνος είναι ενισχυμένος και περίπλοκος και ενδεχομένως μη καταγεγραμμένος στον ισολογισμό των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Η αύξηση των επιτοκίων αποτελεί τη συνήθη μέθοδο περιορισμού των υψηλών ποσοστών πληθωρισμού. Η επιθετικότητα με την οποία αυτή έγινε δημιουργεί προβλήματα στην οικονομία, στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις, στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και σε άλλους οργανισμούς.