Διεθνή

Κίνα: Ένας αντι-αμερικανικός διαμεσολαβητής χωρίς δημοκρατικές απαιτήσεις

Μετά από συνομιλίες με διαμεσολαβητή την Κίνα, Ιράν και Σαουδική Αραβία, άλλοτε περιφερειακοί εχθροί, αποκατέστησαν τις διπλωματικές τους σχέσεις που διακόπηκαν το 2016

Νέες ισορροπίες ισχύος διαμορφώνονται στη Μέση Ανατολή μετά τη διαμεσολάβηση της Κίνας για αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό τον γεωπολιτικό «θίασο» δεν πρέπει να λησμονείται ο ρόλος των ΗΠΑ και οι λόγοι για τους οποίους το Πεκίνο κατάφερε να αναδειχθεί σε ειρηνοποιό της περιοχής. Μεταξύ άλλων, ειδικοί εντοπίζουν ότι η Κίνα, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, απέφυγε να θίξει ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταφέρνοντας να γίνει με αυτόν τον τρόπο πιο «ελκυστικός» διαμεσολαβητής για τα δύο απολυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Μένει, όμως, να δούμε πόσο ανθεκτικές θα είναι αυτές οι διαφοροποιήσεις στην περιφέρεια, βάζοντας στην εξίσωση τις πυρηνικές βλέψεις του Ιράν. Την ίδια ώρα, το Πεκίνο μετά την επιτυχημένη μεσολάβηση μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης ετοιμάζεται να παρέμβει στην ουκρανική κρίση, έχοντας μάλιστα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των Δυτικών συμμάχων.

Η αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ

Μετά από συνομιλίες με διαμεσολαβητή την Κίνα, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, άλλοτε περιφερειακοί εχθροί στη Μέση Ανατολή, αποκατέστησαν τις διπλωματικές τους σχέσεις, οι οποίες είχαν διακοπεί από το 2016. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δύναται να προκαλέσει αναδιατάξεις των δυνάμεων και των ισορροπιών όχι μόνο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.

Σύμφωνα με αναλυτές, εάν η συμφωνία αυτή παραμείνει ζωντανή, τότε θα είναι ένα πολύ μεγάλο γεγονός. Ειδικά για τις ΗΠΑ, θα πρέπει να λειτουργήσει ως αφύπνιση από τον διπλωματικό «λήθαργο» που διάγει για πολλούς η χώρα επί διακυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία ουσιαστικά δράττει τους καρπούς των δικών της αυτοπεριορισμών που επέβαλε στη στρατηγική της στη Μέση Ανατολή. Στον αντίποδα αυτής της αδράνειας εμφανίζεται η Κίνα ως δύναμη «επιβολής» ειρήνης στον κόσμο.

Οι αναλυτές Stephen M. Walt και Renée Belfer σε ανάλυση στο Foreign Policy προσπαθούν να εντοπίσουν τους λόγους, για τους οποίους η Κίνα κατάφερε να πάρει αυτήν τη θέση, παραγκωνίζοντας ακόμα περισσότερο τις ΗΠΑ, τουλάχιστον στη Μέση Ανατολή. Αρχικά, να σημειωθεί ότι οι δύο περιφερειακές δυνάμεις βρίσκονταν σε συνομιλίες για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων τα τελευταία δύο χρόνια. Οι προσπάθειες αυτές χαρακτηρίζονταν από διακυμάνσεις λόγω της δυσπιστίας μεταξύ των δύο χωρών, εντούτοις, σύμφωνα με τους αναλυτές, η Κίνα βρισκόταν στην κατάλληλη θέση για να διαμεσολαβήσει εξαιτίας της οικονομικής της ανάπτυξης, που αναβάθμισε τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει η άποψη, δηλαδή, ότι με την ισχυροποίηση της οικονομικής διπλωματίας και την εργαλειοποίησή της, η Κίνα κατάφερε να διατηρήσει σχέσεις με όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές, όπως το Ιράν, το Ισραήλ και τη Συρία.

Από την άλλη, οι ΗΠΑ έχουν ειδικούς δεσμούς με κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά, σε αντίθεση με την Κίνα, με κάποιες άλλες δεν έχουν καθόλου σχέσεις, όπως το Ιράν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα εταίροι των ΗΠΑ όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία να έχουν ως δεδομένη την αμερικανική στήριξη και να αντιμετωπίζουν τις ανησυχίες τους με φανερή περιφρόνηση. Σύμφωνα με τους δύο αναλυτές, την ίδια ώρα οι μάταιες προσπάθειες των ΗΠΑ να απομονώσουν το Ιράν, τις απογύμνωσαν από κάθε «δικαίωμα» επηρεασμού της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αυτή η «αυτοκαταστροφική» στρατηγική της Ουάσιγκτον επιβεβαίωσε ουσιαστικά ότι δεν μπορεί να κάνει πολλά για να προωθήσει την ειρήνη, ανοίγοντας έτσι την πόρτα για την επέλαση του «κόκκινου δράκου» στη Μέση Ανατολή.

Υπάρχει, όμως, ακόμα μία διάσταση. Από τη μια οι Αμερικανοί ανέκαθεν προσπαθούσαν να «εξάγουν» στις υπόλοιπες χώρες τις δημοκρατικές τους αρχές, σε μια προσπάθεια να οδηγήσουν τον κόσμο σε ένα ειρηνικό φιλελεύθερο μέλλον. Σε αυτήν την απόπειρα μάλιστα δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική βία για να επιταχύνουν αυτήν την παγκόσμια «εξυγίανση», με αποτέλεσμα πολλές φορές να προκύπτουν αρνητικές, παρά θετικές συνέπειες. Η Κίνα, από την άλλη, χρησιμοποίησε μια διαφορετική προσέγγιση. Δεν έχει εμπλακεί σε πόλεμο από το 1979, ενώ για τους δικούς της λόγους τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της εθνικής κυριαρχίας και της μη παρέμβασης σε ξένες χώρες. Γι’ αυτόν τον λόγο μοιάζει πολύ πιο ελκυστικός διαμεσολαβητής, ειδικά για τα απολυταρχικά καθεστώτα, που δεν θέλουν να διαταράξουν την εσωτερική «ηρεμία» της χώρας τους με δημοκρατικές ιδέες και νουθεσίες.

Μια πιο ψύχραιμη προσέγγιση

Από την άλλη, όμως, υπάρχουν αναλυτές που εκτιμούν ότι η διαμεσολάβηση της Κίνας στο εν λόγω ζήτημα παραδόξως μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο για τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, Michael McFaul, θεωρεί ότι η συμφωνία μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας έχει μεν αρνητικό αντίκτυπο για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, εντούτοις υπάρχει πιθανότητα να μετριαστούν ή ακόμα και να ανατραπούν οι αρνητικές συνέπειες μακροπρόθεσμα.

Για παράδειγμα, είναι προς το συμφέρον και των ΗΠΑ η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή. Ενδεικτική η ανάρτηση του εκτελεστικού αντιπροέδρου του Ινστιτούτου Κουίνσι, Τρίτα Πάρσι, ο οποίος έγραψε ότι «ενώ πολλοί στην Ουάσιγκτον θα δουν τον αναδυόμενο ρόλο της Κίνας ως μεσολαβητή στη Μέση Ανατολή σαν απειλή, η πραγματικότητα είναι ότι μια πιο σταθερή Μέση Ανατολή, όπου οι Ιρανοί και οι Σαουδάραβες δεν πρόκειται να επιτεθούν ο ένας στον άλλον, ωφελεί επίσης τις ΗΠΑ». Το Ριάντ και η Τεχεράνη βρίσκονται σε ιδεολογική και στρατιωτική αντιπαλότητα από τότε που η Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν εγκατέστησε μιαν αντιδυτική, σιιτική θεοκρατία το 1979. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαμάχης είναι η Υεμένη, όπου μια στρατιωτική εκστρατεία του συνασπισμού υπό τη Σαουδική Αραβία για την καταστολή των ανταρτών που υποστηρίζονται από το Ιράν προκάλεσε μιαν από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις όλων των εποχών. Φυσικά κανείς δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες ότι με τη σύναψη της συμφωνία θα τερματιστούν αυτόματα όλες οι περιφερειακές συγκρούσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Κιέβου δεν εμπόδισαν την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία.

Κατά δεύτερο, η συμφωνία μακροπρόθεσμα ίσως θέσει περιορισμούς στο Ιράν. Σύμφωνα με αναλυτές, οι πυρηνικές φιλοδοξίες της Τεχεράνης συνεχίζουν να εκλαμβάνονται ως απειλή για την ασφάλεια της περιοχής. Η δυσπιστία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν δεν θα εξαφανιστεί από τη μια μέρα στην άλλη. Εάν η συμφωνία καταρρεύσει, το Ιράν κατά πάσα πιθανότητα θα κατηγορηθεί ότι φέρει την ευθύνη ακόμα και από την ίδια την Κίνα.

Από την άλλη, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με νηφαλιότητα οι εκτιμήσεις για τις συνέπειες που θα έχει η συμφωνία στις σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με τις ΗΠΑ. Οι Σαουδάραβες θα συνεχίσουν να βασίζονται στους Αμερικανούς για τα ζητήματα ασφάλειας στο άμεσο μέλλον. Είναι γνωστές οι αγορές αμερικανικών οπλικών συστημάτων από το Ριάντ τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, καμία από αυτές τις σχέσεις ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας δεν αναμένεται να επηρεαστεί από τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τη διαμεσολάβηση της Κίνας. Έτσι κι αλλιώς, η Σαουδική Αραβία χρειάζεται τις ΗΠΑ για να βελτιώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ.



Ακολουθεί η Ουκρανία;

Μετά τη διαμεσολάβηση στη Μέση Ανατολή τίθεται από πολλούς αναλυτές το ερώτημα εάν η Κίνα θα επιδιώξει τη συνέχιση αυτής της στρατηγικής και σε άλλες περιοχές, όπως η Ουκρανία. Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, σχεδιάζει να συνομιλήσει με τον Ουκρανό Πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, για πρώτη φορά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η εφημερίδα, επικαλούμενη άτομα που γνωρίζουν το θέμα, σημειώνει ότι η κλήση είναι πιθανό να πραγματοποιηθεί μετά την επίσκεψη του Σι στη Μόσχα για να συναντηθεί με τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν.

Στην πρώτη του ομιλία μετά την επανεκλογή του στο αξίωμα από το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο, ο Σι σημείωσε ότι «η Κίνα οφείλει να συμμετάσχει ενεργά στη μεταρρύθμιση της διεθνούς τάξης και τη δημιουργία ενός συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης». Ήδη το έδαφος για μια διαμεσολάβηση στο Ουκρανικό έχει προετοιμαστεί από τον περασμένο μήνα, όταν το Πεκίνο παρουσίασε πρόταση 12 σημείων για την ειρήνευση στην Ουκρανία. Η κινεζική πρόταση ήταν αρκετά αόριστη ως προς τις παραμέτρους μιας ειρηνευτικής λύσης, αλλά συνάντησε την επιφυλακτική επιδοκιμασία Μόσχας και Κιέβου, με κάθε πλευρά να θέτει τους δικούς της (αμοιβαία αποκλειόμενους) όρους. Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να «αδειάσουν» εκ των προτέρων την κινεζική πρωτοβουλία, προειδοποιώντας ότι η Κίνα ετοιμάζεται να προσφέρει όπλα και πολεμοφόδια στη Ρωσία, αλλά ο Ζελένσκι αμφισβήτησε αυτό το σενάριο.

Όποιος και αν είναι ο στόχος της Κίνας, κανείς δεν αμφισβητεί ότι έχει ένα πλεονέκτημα έναντι των Δυτικών δυνάμεων. Συγκεκριμένα, διατηρεί ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τον Πούτιν και οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο χωρών δίνουν στο Πεκίνο έναν μοχλό πίεσης έναντι της Μόσχας. Το ερώτημα είναι εάν ο Σι έχει πρόθεση να χρησιμοποιήσει αυτό το χαρτί για να πιέσει τον Πούτιν για μια διευθέτηση του Ουκρανικού. Από την άλλη, δεδομένων των μεγάλων απωλειών της Ρωσίας, ίσως μια διαμεσολαβητική πρόταση της Κίνας να είναι η μοναδική «αξιοπρεπής» σανίδα σωτηρίας για τον Ρώσο Πρόεδρο, ώστε να μη φανεί ο χαμένος της υπόθεσης.