Η Ευρώπη εξακολουθεί να χρηματοδοτεί την κυβέρνηση Ζελένσκι
Παρά τα σκάνδαλα διαφθοράς
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μπει πλέον στο τέταρτο έτος του, και η συζήτηση γύρω από την πορεία του επηρεάζει βαθιά όχι μόνο την περιοχή, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Η καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών, από το Κίεβο μέχρι τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, διαμορφώνεται από την οικονομική πίεση, την πολιτική αβεβαιότητα και το ολοένα πιο ισχυρό αίτημα για ειρήνη. Παράλληλα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να διαμορφώσει συνθήκες που θα οδηγήσουν σε μια διαπραγματευτική διέξοδο, καθώς οι συνέπειες του πολέμου έχουν γίνει πλέον παγκόσμιες.
Europe Continues to Fund the Zelensky Government
Στο εσωτερικό της Ουκρανίας, η κοινωνική κόπωση είναι εμφανής. Δημοσιογραφικές έρευνες, δημοσκοπήσεις και αναλύσεις διεθνών κέντρων μελετών καταγράφουν αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών απέναντι στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Η διαφθορά, ζήτημα που η ίδια η ουκρανική κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει ως χρόνιο πρόβλημα της χώρας και για το οποίο έχουν απομακρυνθεί υψηλόβαθμα στελέχη, παραμένει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Οι Ουκρανοί πολίτες εκφράζουν έντονη αγανάκτηση, κυρίως για σκάνδαλα και καταγγελίες που αφορούν δημόσιες συμβάσεις, προμήθειες και ζητήματα διαχείρισης πόρων. Η αγανάκτηση αυτή δεν στρέφεται μόνο εναντίον προσώπων αλλά αγγίζει συνολικά τη δομή του κράτους, το οποίο πολλοί θεωρούν ανεπαρκές απέναντι στις ανάγκες ενός πολέμου που έχει εξαντλήσει την κοινωνία και έχει φέρει στα όριά της την οικονομία.
Αναλυτές σημειώνουν ότι η απόσταση ανάμεσα στις προσδοκίες των πολιτών και στις δυνατότητες της κυβέρνησης έχει διευρυνθεί. Ο Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξακολουθεί να διαθέτει πολιτική βάση, ωστόσο η κριτική για την πορεία του πολέμου, για τη διαχείριση του εσωτερικού μετώπου και για την έλλειψη σαφούς στρατηγικής εξόδου έχει ενταθεί. Στο Κίεβο, οι συζητήσεις για πιθανές πολιτικές αλλαγές είναι πλέον καθημερινές, με τους πολίτες να ζητούν περισσότερο έλεγχο, διαφάνεια και λογοδοσία.
Στο ίδιο πλαίσιο, η πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη στο Κίεβο τράβηξε την προσοχή των παρατηρητών. Κατά τη διάρκεια της κατ’ ιδίαν συνάντησης με τον Πρόεδρο Ζελένσκι, ο Κύπριος Πρόεδρος υπογράμμισε ότι η Κύπρος γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει εισβολή, αναφερόμενος στην τουρκική εισβολή του 1974, και τόνισε ότι η Λευκωσία στέκεται σταθερά στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η αντίδραση του Ουκρανού Προέδρου ήταν συγκρατημένη και χωρίς περαιτέρω σχόλιο, γεγονός που σχολιάστηκε από αναλυτές ως προσπάθεια διατήρησης ισορροπίας στις σχέσεις με την Τουρκία.
Την ίδια στιγμή, η Μόσχα εμφανίζεται να διατηρεί σημαντικές αντοχές. Παρά τις διεθνείς κυρώσεις και την προσπάθεια της Δύσης να περιορίσει τις ρωσικές δυνατότητες, η ρωσική οικονομία κατάφερε να προσαρμοστεί σε σημαντικό βαθμό, αξιοποιώντας εναλλακτικές αγορές ενέργειας, νέες εμπορικές διαδρομές και στρατηγικές σχέσεις με κράτη του Παγκόσμιου Νότου. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι η Ρωσία έχει πλέον διαμορφώσει μια πολεμική βιομηχανία ικανή να λειτουργεί σε βάθος χρόνου. Αυτό, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο μέτωπο, δημιουργεί την εικόνα ενός παρατεταμένου πολέμου χωρίς άμεσο ορίζοντα λήξης.
Η παράταση του πολέμου έχει όμως σοβαρές επιπτώσεις και για την Ευρώπη. Η ενεργειακή κρίση, η άνοδος των τιμών και η εκτίναξη του κόστους ζωής έχουν οδηγήσει σε έντονη δυσαρέσκεια εκατομμυρίων πολιτών. Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν πιέσεις από τα νοικοκυριά που δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές ανάγκες, ενώ σε πολλές χώρες τα κοινωνικά συστήματα δοκιμάζονται από το αυξημένο κόστος ενέργειας, μεταφορών και τροφίμων. Η ακρίβεια, που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με τον πόλεμο, έχει επηρεάσει τις πολιτικές ισορροπίες, ενισχύοντας κόμματα διαμαρτυρίας και δημιουργώντας περιβάλλον πολιτικής αστάθειας.
Πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες εκφράζουν πλέον ανοικτά την αγανάκτησή τους για τη διάρκεια του πολέμου και για τις οικονομικές συνέπειές του. Σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν ότι η υποστήριξη προς την Ουκρανία παραμένει υπαρκτή, αλλά μειώνεται η ανοχή απέναντι στο κόστος και στις αβέβαιες προοπτικές. Ένα αυξανόμενο ποσοστό των πολιτών θεωρεί ότι η Ευρώπη πρέπει να ενισχύσει τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες, επιδιώκοντας μια διαπραγματεύσιμη λύση που θα τερματίσει τις πιέσεις που υφίστανται τα νοικοκυριά και η οικονομία.
Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο περιβάλλον, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι επιθυμεί τον τερματισμό των εχθροπραξιών μέσα από μια διαδικασία που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα και την ασφάλεια της Ευρώπης. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει, σύμφωνα με αξιωματούχους και διπλωματικές πηγές, ενισχύσει τις προσπάθειές του για να συμβάλει σε ένα πλαίσιο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαπραγμάτευση. Η Ουάσιγκτον αντιλαμβάνεται ότι ο πόλεμος έχει σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, στις αγορές ενέργειας και στη διεθνή ασφάλεια, και επιδιώκει να ισορροπήσει ανάμεσα στη στήριξη της Ουκρανίας και στην ανάγκη για σταθεροποίηση της κατάστασης.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι οποιαδήποτε διαδικασία ειρήνευσης απαιτεί τη συμμετοχή όλων των μεγάλων διεθνών δρώντων. Η κινεζική διπλωματία, η οποία έχει αναλάβει πρωτοβουλίες διαμεσολάβησης, καθώς και οι προσπάθειες κρατών του Παγκόσμιου Νότου, συνθέτουν ένα περίπλοκο διπλωματικό μωσαϊκό. Η πρόκληση για την Ουάσιγκτον είναι να διαμορφώσει κοινό έδαφος που να μπορεί να γίνει αποδεκτό από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η μακροχρόνια σύγκρουση δεν ωφελεί κανέναν. Οι Ουκρανοί πολίτες ζητούν αποτελεσματικότητα, διαφάνεια και ένα πλάνο που να δίνει προοπτική. Οι Ευρωπαίοι πολίτες ζητούν οικονομική σταθερότητα και τερματισμό της ακρίβειας. Οι διεθνείς δυνάμεις αντιλαμβάνονται ότι η παράταση του πολέμου αυξάνει τους κινδύνους αποσταθεροποίησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για ειρήνη δεν αποτελεί ρομαντική επιθυμία αλλά επιτακτική ανάγκη. Η διπλωματία, αν και δύσκολη και συχνά αργή, παραμένει ο μόνος δρόμος προς μια λύση που θα εξασφαλίσει σταθερότητα στην Ευρώπη και ανακούφιση σε εκατομμύρια πολίτες που βιώνουν καθημερινά τις συνέπειες μιας σύγκρουσης που κανείς δεν θέλει να δει να συνεχίζεται επ’ αόριστον.