Στο έλεος του Τραμπ, χωρίς συμμάχους, ο Μαδούρο
Ο Τραμπ γι’ ακόμα μια φορά χρησιμοποιεί τη στρατηγική της μέγιστης πίεσης
Ο πόλεμος των ΗΠΑ κατά του Νικολάς Μαδούρο εξελίσσεται σε ένα από τα πιο περίπλοκα και αμφίσημα επεισόδια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ουάσιγκτον υιοθετεί εκ νέου τη στρατηγική της μέγιστης πίεσης, με τον Ντόναλντ Τραμπ να στέλνει ταυτόχρονα απειλητικά και συμφιλιωτικά μηνύματα προς το Καράκας, δημιουργώντας ένα σκηνικό γεωπολιτικής αστάθειας στην Καραϊβική. Την ώρα που οι στρατιωτικές κινήσεις εντείνονται και τα αμερικανικά πλοία βρίσκονται κοντά στις ακτές της Βενεζουέλας, οι άλλοτε ισχυροί σύμμαχοί του τηρούν σιγήν ιχθύος. Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, η Βενεζουέλα βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μιας διεθνούς αναμέτρησης όπου διασταυρώνονται στρατιωτικά συμφέροντα, εσωτερικές αμερικανικές πολιτικές συγκρούσεις και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες μιας χώρας που εδώ και χρόνια ζει στο χείλος της κρίσης.
Ο πόλεμος κατά του Μαδούρο
Ο Τραμπ γι’ ακόμα μια φορά χρησιμοποιεί τη στρατηγική της μέγιστης πίεσης, εκπέμποντας αντιφατικά μηνύματα σχετικά με τη Βενεζουέλα. Από τη μια έχει εγκρίνει μυστικές επιχειρήσεις εναντίον της νοτιοαμερικανικής χώρας και προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν «πολύ σύντομα» να επεκτείνουν τις επιθέσεις τους από τα σκάφη στ’ ανοιχτά των ακτών σε στόχους εντός της Βενεζουέλας. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Τραμπ είχε πρόσφατα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Νικολάς Μαδούρο, τον Πρόεδρο της Βενεζουέλας, συζητώντας το ενδεχόμενο μιας συνάντησης.
Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ανακοίνωσε ότι ενέκρινε αίτημα των ΗΠΑ για πτήση επαναπατρισμού μεταναστών, λίγες ημέρες αφότου ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι ο εναέριος χώρος της χώρας είναι «κλειστός στο σύνολό του», παρότι δεν έχει καμία εξουσία πάνω σε αυτόν. Σύμφωνα με ειδικούς, ο Μαδούρο φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να παραμείνει στον έλεγχο της χώρας και ν’ αντέξει τη σοβαρότερη απειλή που έχει δεχθεί στα δώδεκα χρόνια της εξουσίας του.
Η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι στρέφεται κατά της Βενεζουέλας για να περιορίσει τη ροή παράνομων ναρκωτικών, παρότι η χώρα δεν αποτελεί πηγή φαιντανύλης για τις ΗΠΑ, ενώ η Κολομβία και το Μεξικό έχουν πολύ σημαντικότερο ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο ναρκωτικών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μέλη του καθεστώτος Μαδούρο έχουν αποκομίσει κέρδη από αυτές τις δραστηριότητες, την ώρα που εντός της κυβέρνησης Τραμπ υπάρχουν κύκλοι που πιέζουν για την ανατροπή του Μαδούρο ή για ν’ ανοίξει η πετρελαϊκή βιομηχανία της χώρας σε περισσότερες αμερικανικές εταιρείες.
Η στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Καραϊβική είναι η μεγαλύτερη εδώ και δεκαετίες, με περισσότερους από 15.000 στρατιωτικούς στην περιοχή. Τον Νοέμβριο, το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό μετέφερε εκεί το μεγαλύτερο και πιο προηγμένο αεροπλανοφόρο του, το Gerald R. Ford. Περίπου οι μισοί από τους στρατιωτικούς βρίσκονται στο Πουέρτο Ρίκο και οι υπόλοιποι επιβαίνουν σε οκτώ πολεμικά πλοία. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Πρόεδρος της Δομινικανής Δημοκρατίας ανακοίνωσε ότι θα επιτρέψει στον αμερικανικό στρατό να επιχειρεί προσωρινά σε ορισμένες περιορισμένες ζώνες για ανεφοδιασμό αεροσκαφών και μεταφορά εξοπλισμού και τεχνικού προσωπικού.
Η Βενεζουέλα έχει δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια όλα αυτά τα χρόνια για την απόκτηση όπλων και υπηρεσιών ασφαλείας από τη Ρωσία, το Ιράν, την Κίνα και την Κούβα, ωστόσο λίγοι ειδικοί πιστεύουν ότι θα μπορούσε ν’ αντέξει μια συντονισμένη επίθεση από τον αμερικανικό στρατό. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, αλλά η χώρα θεωρείται ότι διαθέτει περισσότερα από 30 επιχειρησιακά μαχητικά αεροσκάφη, πάνω από 40 ναυτικές μονάδες και έως 200 άρματα μάχης. Διατηρεί επίσης έναν από τους μεγαλύτερους τακτικούς στρατούς στη Λατινική Αμερική, με περίπου 150.000 μέλη σε όλα τα σώματα, σύμφωνα με τον Τζον Πόλγκα-Χετσιμόβιτς, ειδικό στη Βενεζουέλα από τη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ.
Ο Μαδούρο έχει καταφέρει ν’ αποτρέψει τουλάχιστον εννέα στρατιωτικές ανταρσίες. Αν όμως ανατραπεί, παραμένει άγνωστο αν οι ένοπλες δυνάμεις θα στηρίξουν έναν νέο προσωρινό ηγέτη, ποιος θα διαφυλάξει κρίσιμες υποδομές όπως αεροδρόμια, πετρελαιοπηγές και εργοστάσια ενέργειας και αν ο στρατός θα διασπαστεί σε αντίπαλες φατρίες.
Γιατί σφυρίζουν αδιάφορα Ρωσία και Κίνα;
Για δύο δεκαετίες, η Βενεζουέλα καλλιεργούσε συμμαχίες με αντι-αμερικανικές δυνάμεις σε όλον τον κόσμο, από τη Ρωσία και την Κίνα μέχρι την Κούβα και το Ιράν, με την ελπίδα πως θα συγκροτούσε μια νέα παγκόσμια τάξη ικανή ν’ αντισταθεί στην Ουάσιγκτον.
Αναλυτές όμως παρατηρούν ότι το όραμα καταρρέει, αφού ο Μαδούρο βρίσκεται αντιμέτωπος με την ασφυκτική πίεση του Τραμπ, ενώ οι σύμμαχοί του περιορίζονται σε λόγια συμπαράστασης, χωρίς πραγματική δυνατότητα παρέμβασης. Όπως συνέβη και με το Ιράν όταν βρέθηκε υπό στρατιωτικά πλήγματα από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, έτσι και η Βενεζουέλα ανακαλύπτει ότι οι εταίροι μένουν στο περιθώριο την κρίσιμη ώρα.
Το «σύστημα αυτών των κρατών» μοιάζει ισχυρό σε περιόδους ειρήνης, αλλά αποδεικνύεται κενό όταν ξεσπά κρίση, σχολιάζει ο Ράιαν Μπεργκ, διευθυντής του Προγράμματος Αμερικής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών. Οι τελευταίες μέρες δείχνουν ότι, ενώ αμερικανικά πολεμικά πλοία έχουν αναπτυχθεί απέναντι από τις βενεζουελάνικες ακτές, οι σύμμαχοι του Μαδούρο αρκέστηκαν σε ευχές για τα 63α γενέθλιά του. Ο Ντανιέλ Ορτέγα της Νικαράγουα μίλησε για «το πνευματικό φως του πολεμιστή που ξέρει να μάχεται και να κερδίζει», λόγια που ηχούν κενά μπροστά στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με τις ΗΠΑ.
Οι αναλυτές που παρακολουθούν τη Βενεζουέλα επισημαίνουν ότι οι σύμμαχοι του καθεστώτος είναι πρακτικά ανίσχυροι απέναντι στις ΗΠΑ. Κούβα, Ιράν και Νικαράγουα είναι βυθισμένες σε εσωτερικά προβλήματα και δεν διαθέτουν τα μέσα για ουσιαστική παρέμβαση. Οι δύο ισχυρότεροι εταίροι, Κίνα και Ρωσία, έχουν στο παρελθόν προσφέρει στρατιωτικό υλικό, τεχνική υποστήριξη και οικονομική βοήθεια. Τώρα όμως αντιμετωπίζουν δικά τους σοβαρά προβλήματα, αφού η Μόσχα εξαντλείται από τον παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ το Πεκίνο παλεύει με μια εύθραυστη οικονομία. Οι αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις στη Βενεζουέλα περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τις συναλλαγές με τη χώρα. Επιπλέον, και οι δύο δυνάμεις βρίσκονται σε φάση διπλωματικών και εμπορικών διαπραγματεύσεων με τον Τραμπ, γεγονός που μειώνει τα κίνητρά τους να ρισκάρουν πολιτικό κεφάλαιο για χάρη του Μαδούρο.
Η στάση τους θυμίζει τη συμπεριφορά τους απέναντι στο Ιράν κατά τη διάρκεια του 12ήμερου πολέμου με το Ισραήλ, όπου περιορίστηκαν σε διπλωματική στήριξη με δηλώσεις και χωρίς καμία στρατιωτική εμπλοκή, ακόμη και όταν οι ΗΠΑ βομβάρδισαν πυρηνικές εγκαταστάσεις της Ισλαμικής Δημοκρατίας τον Ιούνιο.
Αλλαγή καθεστώτος;
Η απειλή μιας αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στη Βενεζουέλα επαναφέρει στο προσκήνιο το εσωτερικό ρήγμα των Ρεπουμπλικανών ανάμεσα στα παραδοσιακά «γεράκια» της εξωτερικής πολιτικής και τους αντι-επεμβατικούς του κόμματος. Οι διαχωριστικές γραμμές, ωστόσο, δεν είναι οι αναμενόμενες, αλλά, αντίθετα, αποτυπώνουν τη ρευστότητα των συμμαχιών που έχουν διαμορφωθεί μέσα στον ευρύτερο Τραμπικό συνασπισμό.
Από τη μία πλευρά της δεξιάς, η ολοένα πιο επιθετική στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στον Νικολάς Μαδούρο βρίσκει στήριξη από τους κλασικούς υπέρμαχους της σκληρής εξωτερικής πολιτικής, όπως ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ και ο πρώην Αντιπρόεδρος Μάικ Πενς. Αμφότεροι ενθαρρύνουν τον Τραμπ να κλιμακώσει τις επιθέσεις κατά προσώπων που χαρακτηρίζονται ως ναρκο-διακινητές, ενώ καλούν ανοικτά σε πιο αποφασιστική προσπάθεια για ανατροπή του Μαδούρο. Στο πλευρό τους βρίσκονται και Ρεπουμπλικάνοι της Νότιας Φλόριντα, όπως οι Μαρία Ελβίρα Σαλαζάρ, Μάριο Ντίας-Μπαλαρτ και Κάρλος Χιμένεζ, των οποίων η σφοδρή εναντίωση στο καθεστώς Μαδούρο αντανακλά το βάρος που εξακολουθεί να έχει το ζήτημα για τη μικρή αλλά επιδραστική βενεζουελανή διασπορά της περιοχής.
Την ίδια στιγμή, η πολεμική ρητορική του Τραμπ συναντά αντιδράσεις από την άλλη πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών, τους λεγόμενους «restrainers». Πρόκειται μια ανομοιογενή ομάδα που εκτείνεται από εθνικιστές του «America First», όπως ο Στιβ Μπάνον και ο Τάκερ Κάρλσον, μέχρι αντι-επεμβατικούς φιλελεύθερους όπως ο γερουσιαστής Ραντ Πολ. Πολλοί από αυτούς είχαν ήδη ταχθεί κατά των βομβαρδισμών στην Τεχεράνη, προειδοποιώντας ότι ενδέχεται να παρασύρουν τις ΗΠΑ σε έναν ακόμη δαπανηρό πόλεμο αλλαγής καθεστώτος. Τώρα διατυπώνουν ανάλογες ανησυχίες για την περίπτωση της Βενεζουέλας.
Στο αντι-επεμβατικό στρατόπεδο έχουν προστεθεί και συντηρητικοί που επικεντρώνονται στα ζητήματα μετανάστευσης, ανήσυχοι ότι μια σύγκρουση στη Λατινική Αμερική θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις ΗΠΑ, υπονομεύοντας την προσπάθεια του Τραμπ να περιορίσει τη μετανάστευση από τον νότο. Ο Μαρκ Κρικοριάν, διευθυντής του Center for Immigration Studies, προειδοποιεί ότι κάθε αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή συνοδεύεται από κύματα μετανάστευσης και ότι η κλιμάκωση με τη Βενεζουέλα θα μπορούσε να περιπλέξει ακόμη και τις απελάσεις Βενεζουελάνων που βρίσκονται παράτυπα στις ΗΠΑ.
Οι μετατοπίσεις στο εσωτερικό της δεξιάς σχετικά με το ζήτημα της Βενεζουέλας οφείλονται σε πολλούς παράγοντες. Η αντιπαράθεση αγγίζει έναν πυρήνα συντηρητικών ισπανόφωνων ψηφοφόρων για τους οποίους η τύχη του Μαδούρο αποτελεί κορυφαίο ζήτημα. Επιπλέον, η Βενεζουέλα βρίσκεται στην «αυλή» των ΗΠΑ, γεγονός που καθιστά ενδεχόμενη σύγκρουση πολύ πιο άμεσα επικίνδυνη για τα αμερικανικά συμφέροντα. Και, σε αντίθεση με το Ιράν, το θέμα δεν συνδέεται με το ζήτημα του Ισραήλ, το οποίο προκαλεί συχνά βαθύ ιδεολογικό διχασμό στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Το πού θα καταλήξουν οι ισορροπίες εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν ο Λευκός Οίκος θ’ αποσαφηνίσει τον πραγματικό στόχο της πίεσης προς τη Βενεζουέλα. Επισήμως, η κυβέρνηση ορκίζεται ότι στοχεύει αποκλειστικά την «ναρκοτρομοκρατία» και όχι την αλλαγή καθεστώτος, την ίδια ώρα που χαρακτηρίζει τη διοίκηση Μαδούρο «μη νόμιμη», αυξάνει τη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή και επεξεργάζεται σενάρια για μια μετα-Μαδούρο εποχή. Μέχρι τότε, όμως, η πολιτική γεωγραφία του τραμπικού στρατοπέδου παραμένει τόσο ρευστή και αβέβαιη όσο και η ίδια η κατάσταση στη Βενεζουέλα.