Αναλύσεις

Η Αποδόμηση του Αιτούντος. Όταν η Διεκδίκηση του Δικαίου Καθίσταται Παράπτωμα

Σε κοινωνίες όπου η εξουσία διαχέεται όχι μόνο θεσμικά, αλλά και υποδόρια, η διεκδίκηση της αλήθειας προσκρούει συχνά σε τείχη χτισμένα από ιδεολογικό φθόνο και πολιτικό ωχαδερφισμό. Η Κυπριακή Δημοκρατία, υπό το φως της πρόσφατης ιστορικής της τροχιάς, προσφέρει ένα ενδεικτικό παράδειγμα - εκεί όπου η φωνή του ελεύθερου πολίτη δεν ενθαρρύνεται, αλλά στιγματίζεται – και μάλιστα με όρους ψυχοπαθολογίας.

Ο όρος “ανισόρροπος” δεν είναι απλώς προσβολή, είναι εργαλείο. Ένα εργαλείο πειθούς ενταγμένο στη βία της κοινωνικής αποδόμησης. Η πολιτική ρητορική της Κυπριακής μεταπολεμικής ελίτ, καθόλου άμοιρη της αποικιακής της κληρονομιάς, οικοδόμησε σταδιακά ένα σύστημα όπου η αμφισβήτηση της εξουσίας ταυτίστηκε με τη διαταραχή της “κανονικότητας”.

Στην Κύπρο, η επιμονή στη διαφάνεια δεν θεωρείται ηθικό πρόσταγμα, αλλά υποψία υποκινούμενης ανωμαλίας. Όποιος τολμά να υψώσει ανάστημα έναντι της διαπλοκής, περιέρχεται σε έναν κύκλο κοινωνικής απομόνωσης – με τελικό αποτέλεσμα την ψυχική του απογύμνωση από αξιοπρέπεια, την καχυποψία, την ειρωνεία, την ενίοτε “ιατρικοποίηση” του πολιτικού λόγου.

Η ΚΥΠ και η Μεταδημοκρατία - Από την Εθνική Ασφάλεια στη Συστημική Επιτήρηση

Η αναφορά στην ΚΥΠ (Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών) δεν είναι συμπτωματική. Από τη διαπίστωση ότι “όλοι οι φάκελοι καταστράφηκαν”, μέχρι την επιμονή σε ανεπίσημες παρακολουθήσεις και ψηφιακές σκιές, καθίσταται σαφές ότι το κράτος γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα τού επιτρέπεται να γνωρίζει – και πράττει λιγότερα απ’ όσα οφείλει να πράττει.

Η χρήση τεχνικών ψυχολογικής και κοινωνικής καταστολής, πολλές εκ των οποίων παραπέμπουν στη σχολή των Μπόρκες και των Μιλγκραμ, αποδεικνύει ότι η εξουσία, ακόμη και στη μεταδημοκρατική της φάση, δεν έπαψε να εξυπηρετεί πρώτα τον εαυτό της.

Η περίπτωση της μητέρας του Θανάση Νικολάου είναι βαθιά ενδεικτική. Μια προσωπική τραγωδία μετατρέπεται σε εθνικό καθρέφτη. Η επιμονή της για δικαιοσύνη προσεγγίζεται όχι με ενσυναίσθηση, αλλά με επικοινωνιακή ειρωνεία· όχι με αρωγή, αλλά με ψυχολογική παθολογιοποίηση. Η τραγωδία της γίνεται ο φακός μέσα από τον οποίο φαίνεται καθαρά η δημοκρατική αποσταθεροποίηση του τόπου.

Κοινωνία των Υποταγμένων ή Πολίτες της Αντίστασης;

Το ερώτημα δεν είναι απλώς ρητορικό. Σε ένα νησί το οποίο παλεύει διαχρονικά να διατηρήσει την κυριαρχία του, η υποτίμηση της ατομικής φωνής ισοδυναμεί με γεωπολιτική αυτοακύρωση. Η Κύπρος δεν χρειάζεται μόνο απλώς στρατηγικές συμμαχίες, αμυντικά δόγματα ή ευρωπαϊκές πλάτες. Χρειάζεται πολίτες που να αρνούνται να εξοριστούν στη γελοιοποίηση όταν αρθρώνουν λόγο.

Η στοχοποίηση των ενεργών πολιτών – είτε μέσα από θεσμική παρακολούθηση, είτε μέσω κοινωνικής αποδόμησης – είναι ένα σύμπτωμα ενός βαθέως κράτους που ακόμη αγωνίζεται να μεταβεί από τον αποικιοκρατικό διοικητισμό σε μια σύγχρονη δημοκρατία με λειτουργική λογοδοσία.

Συμπέρασμα - Η Αλήθεια ως Πράξη Πολιτικής Ανυπακοής

Η απαξίωση της αλήθειας αρχίζει εκεί όπου η κοινωνία σταματά να νοιάζεται για το τίμημα της υποταγής. Ο Αριστοτέλης μάς υπενθυμίζει ότι «ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικόν ζώον». Άρα, η σιωπή δεν είναι φυσική· είναι επιβεβλημένη. Και η αποδοχή της σιωπής, είναι ήδη συνενοχή.

Η Κυπριακή κοινωνία οφείλει να επαναπροσδιορίσει το ήθος της - από κοινωνία φόβου, σε κοινωνία αντίστασης. Διότι το τίμημα της σιωπής ενός, μπορεί αύριο να είναι η φίμωση όλων.

Υ.Γ.: Ανισόρροποι, ψυχασθενείς και γραφικοί... όταν διεκδικούμε το δίκαιο.

Όταν η διεκδίκηση του δικαίου και της διαφάνειας καταλήγει σε σπίλωση χαρακτήρων και στοχοποίηση φωνών που τολμούν να μιλήσουν.

Σε κάθε υγιή δημοκρατία, η αναζήτηση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της δικαιοσύνης θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα των πολιτών. Όμως, στην πράξη, όσοι επιμένουν να μιλούν συχνά αντιμετωπίζονται με καχυποψία, απαξίωση ή ακόμη και γελοιοποίηση. Στην Κύπρο, το φαινόμενο αυτό δεν είναι νέο – ούτε μεμονωμένο. Αντιθέτως, αποτελεί διαχρονικό μοτίβο μετατροπής των διεκδικητών της αλήθειας σε «ανισόρροπους», «ψυχασθενείς» ή «γραφικούς».

Για δεκαετίες, οι κυβερνώντες είχαν –και ενίοτε διατηρούν– τη δυνατότητα να αποδομούν δημόσια κάθε ενοχλητική φωνή. Η απαίτηση για διαφάνεια και αποκάλυψη σκανδάλων οδηγούσε συχνά στην ενεργοποίηση ανεπίσημων μηχανισμών προπαγάνδας, ψιθύρων και λασπολογίας. Με άλλα λόγια: όποιος μιλάει, στοχοποιείται.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις πρακτικές της ΚΥΠ, οι οποίες –αντί να περιορίζονται στην προστασία της εθνικής ασφάλειας– φέρεται να χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο παρακολούθησης πολιτών, φακελώματος και κοινωνικού ελέγχου. Ο πρώην Πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου είχε δηλώσει πως όλοι οι φάκελοι καταστράφηκαν. Ωστόσο, πολλές ενδείξεις υποδηλώνουν ότι το φακέλωμα συνεχίστηκε ή ότι ουδέποτε τερματίστηκε πλήρως. Σύμφωνα με υπολογισμούς, αρκετές χιλιάδες πολιτών είχε καταγραφεί από τις υπηρεσίες, πολλές φορές χωρίς τεκμηριωμένο λόγο.

Αυτό το μοτίβο δεν είναι σύμπτωση. Είναι μέθοδος. Μέθοδος αποδόμησης της αλήθειας μέσω της αποδόμησης του ανθρώπου που την υπερασπίζεται.

Όταν οι πολίτες στιγματίζονται επειδή διεκδικούν το δίκαιο, η δημοκρατία μας υποχωρεί. Η κοινωνία πρέπει να μάθει να ακούει, να ερευνά και να απαιτεί, όχι να σιωπά από φόβο. Διότι σήμερα στοχοποιείται η μητέρα ενός θύματος· αύριο ίσως είμαστε εμείς.

Η απαξίωση της αλήθειας ξεκινά εκεί που τελειώνει το θάρρος της κοινωνίας. Ας μην το επιτρέψουμε.