Αναστασιάδης ενώπιον ΟΗΕ
«Ας δούμε ξανά υπό αυτό το φως την ομιλία του Προέδρου στον ΟΗΕ. Ήμουν γενικώς κι εγώ μεταξύ αυτών που μίλησαν για μια σχετικά αποφασιστική παρέμβαση. Εκ των υστέρων, όμως, πιστεύω ότι έπρεπε να ήταν ακόμη πιο έντονη»
Μεγάλος εκνευρισμός από τις πρόσφατες παρεμβάσεις (Σεπτέμβρης 2019) του ηγέτη του τουρκικού κράτους, Ερντογάν, κατά τη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Μίλησε για άρνηση της ελληνικής κοινότητας να μοιραστεί δίκαια τους υδρογονάνθρακες με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μίλησε για αδιανόητη αμφισβήτηση από πλευράς μας της εφαρμογής της αρχής της πολιτικής ισότητας. Δήλωσε ότι προφανώς οι Έλληνες της Κύπρου δεν θέλουν λύση διότι, κατά τα λεγόμενά του, εμμένουν σε μηδενικά ξένα στρατεύματα στην Κύπρο και μηδενικές εγγυήσεις.
Αναμέναμε όλοι την παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Αναστασιάδη για να βεβαιωθούμε ότι θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Πλείστοι ανακουφίστηκαν γιατί μίλησε για εισβολή και κατοχή. Με δισταγμό και κάποια συστολή. Αλλά μίλησε. Λέω με δισταγμό, όχι από δική μου κεκτημένη αντιπολιτευτική αντιδραστικότητα. Επικρίνω όντως τον Πρόεδρο για την πολιτική του αλλά δεν επιθυμώ να του χρεώσω και θέσεις που δεν έχει. Ο ίδιος ο Πρόεδρος και εκπρόσωποί του σε διάφορες περιπτώσεις πρόσφατα είχαν προβεί σε τοποθετήσεις αποκαλυπτικές τέτοιου δισταγμού: «Δεν θέλουμε να ανασκαλίζουμε τον παρελθόν»· «η εισβολή είναι πίσω μας»∙ «αυτό που επιθυμούμε είναι να λύσουμε το Κυπριακό σήμερα με σύγχρονες παραμέτρους», κ.λπ.
Γιατί τα έλεγε όλα αυτά ο Πρόεδρος και οι συν αυτώ; Διότι θεωρούσαν ότι δεν «εξυπηρετεί» η αναζωπύρωση των παθών. Ότι αν επιμείνουμε ή δώσουμε την εντύπωση ότι επιμένουμε σε άρση των αποτελεσμάτων της εισβολής θα θεωρηθούμε μαξιμαλιστές. Ότι το Κυπριακό, «ρεαλιστικά», μπορεί να λυθεί μόνο στο πλαίσιο των σημερινών τετελεσμένων, συν-πλην. Γιατί, λοιπόν, ο Πρόεδρος απέκλινε -μερικώς- από αυτήν την προσέγγισή του ενώπιον του ΟΗΕ; Για ποιο λόγο υποχρεώθηκε να μιλήσει για εισβολή και κατοχή; Διότι απλούστατα αντελήφθη ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Γιατί η Τουρκία, όποιο χώρο αφήνουμε ελεύθερο, τον καλύπτει με τη δική της θρασύτατη στάση.
Αν λ.χ. δεν μιλήσουμε για εισβολή, θα μιλήσει για ειρηνευτική επιχείρηση προς προστασία των Τουρκοκυπρίων. Μάλιστα θα εκμεταλλευθεί τη σιωπή μας για να κτίσει επιχειρηματολογία γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι εγγυήσεις. Γιατί όπως χρειάστηκαν μια φορά για να προστατευθούν οι Τουρκοκύπριοι, κάλλιστα μπορεί να ξαναχρειαστούν. Και ας είμαστε εμείς, δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι, το υποψήφιο είδος προς εξαφάνιση. Είναι και γι’ αυτόν τον λόγο που ηχεί φλεγματική, παθητική η ελληνική επιχειρηματολογία περί «αναχρονιστικών» εγγυήσεων. Επιχείρημα που προφέρεται στους ίδιους απονευρωμένους τόνους ωσάν να πρόκειται για απάντηση στο ερώτημα «ένα κύβο ζάχαρης στο τσάι σας ή δύο;». Οι εγγυήσεις δεν είναι «αναχρονιστικές». Είναι εγκληματικές, διότι αντίκεινται στην αρχή της αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας των λαών. Και στην Κύπρο χρησιμοποιήθηκαν για να προωθηθεί μια κολοβή και δέσμια ανεξαρτησία. Στη συνέχεια δε έτυχαν εγκληματικής κατάχρησης για να προωθηθεί μια πολιτική εθνοκάθαρσης από την Τουρκία. Συνεπώς οι εγγυήσεις δεν είναι απλώς «αναχρονιστικές». Είναι όχημα δήωσης και υποδούλωσης.
Ας δούμε ξανά υπό αυτό το φως την ομιλία του Προέδρου στον ΟΗΕ. Ήμουν γενικώς και εγώ μεταξύ αυτών που μίλησαν για μια σχετικά αποφασιστική παρέμβαση. Εκ των υστέρων όμως πιστεύω ότι έπρεπε να ήταν ακόμη πιο έντονη. Όχι από πλευράς χειρονομιών ή σφιγμένης γνάθου ή έντασης φωνής. Που και αυτό χρήσιμο είναι κάποτε. Το σημαντικότερο όμως είναι η σαφής λογική σύνδεση μεταξύ εισβολής - κατοχής - εθνοκάθαρσης και της στάσης μας σε σημερινές πτυχές του Κυπριακού. Αναφέρθηκε πιο πάνω το θέμα των εγγυήσεων. Τι απαντούμε;
Όχι, κύριοι. Δεν μπορούμε να δεχθούμε εγγυήσεις διότι αυτό αντίκειται στην αρχή της αποαποικιοποίησης και δεν μπορούμε να τις δεχθούμε ιδίως από κάποιον που αιματοκύλισε την Κύπρο και συνεχίζει και σήμερα με τους ίδιους σχεδιασμούς!
Όχι, κύριοι. Δεν μπορούμε να μιλούμε για πολιτική ισότητα, διότι δεν μπορεί να εξισωθεί μια μειονότητα του 18% με την πλειονότητα του 82%. Αυξημένα δικαιώματα, ναι. Αφού έχουμε χάσει τον πόλεμο και υποφέρουμε λόγω συντριπτικού στρατιωτικού ανισοζυγίου. Αλλά όχι και να μετατρέψουμε την πολιτική ισότητα σε αυτονόητη δημοκρατική αρχή. Όπου η ελληνοκυπριακή ψήφος θα είναι ένα κλάσμα της ψήφου των Τουρκοκυπρίων για να μπορέσει να εφαρμοστεί η προκρούστεια πολιτική ισότητα.
Όχι, κύριοι. Δεν μπορούμε να μιλούμε σήμερα για καταμερισμό των ενεργειακών πηγών. Με αυτούς οι οποίοι στο πλαίσιο κλεπταποδοχής νέμονται τα δικά μας σπίτια, περιουσίες, ξενοδοχεία κ.λπ. Εννοείτε δηλαδή χωρίς λύση του Κυπριακού, η οποία πρέπει βεβαίως να προνοεί και ανάκτηση περιουσιών, θα τους δώσουμε και άλλα, πρόσθετα από αυτά που πήραν με τα όπλα; Κανείς λαός με στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης αλλά και στοιχειώδη αυτοσεβασμό δεν θα το έπραττε. Και το ζητάτε από εμάς;
Αυτά τα απλά έπρεπε να πει ο Πρόεδρος για να περάσει αυτονόητη επιχειρηματολογία σε κάποιους καλοπροαίρετους. Και όχι μόνο. Ακόμα και στους κακοπροαίρετους. Και αυτοί κάπως, λέω κάπως, θα δυσκολευτούν να μας πιέσουν μπροστά στην έκταση της τουρκικής θρασύτητας. Όταν όμως καταπίνουμε τα αυτονόητα επιχειρήματα, αφήνουμε ανοιχτό πεδίο στην Τουρκία, η οποία με τουπέ μιλά για ανάγκη δίκαιου διαμοιρασμού των ενεργειακών πηγών, δίκαιου καταμερισμού εξουσίας κ.λπ.
Αυτό λοιπόν που χρειάζεται να καταλάβει η ηγεσία μας είναι εν κατακλείδι το εξής: Δεν υπάρχουν στην πολιτική μισές δουλειές. Ούτοι κομψογενείς δισταγμοί. Ούτε πολιτικό savoir vivre. Αν δεν κρατήσεις και την τελευταία ίντσα πολιτικής επιχειρηματολόγησης που διαθέτεις, ο άλλος θα σε καταπιεί. Ιδίως αν αυτός ο άλλος είναι η Τουρκία.