Ο Πρόεδρος τε και η συνοδεία του
Ο Πρόεδρος αναχωρεί σύντομα για πενταμερή στη Γενεύη. Στη αποστολή του δεν συνοδεύεται μόνο από τους στενούς του συμβούλους. Συμμετέχουν και εκείνα τα πολιτικά κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, τα οποία τοποθετούνται ενάντια στην ουσία της πολιτικής του. Και ειδικότερα ενάντια στη συμμετοχή του στην πενταμερή.
Εισηγούμαι ότι η συμμετοχή αυτών των κομμάτων στην όλη διαδικασία συνιστά σοβαρό λάθος. Όπως πολύ σωστά τίθεται από πολλούς, η πενταμερής διοργανώνεται σε ένα εσφαλμένο πλαίσιο και με μια ετεροβαρή ημερησία διάταξη. Το πλαίσιο αφενός αντικατοπτρίζει την περιθωριοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανάδειξη του ρόλου των εγγυητριών. Συμμετέχουν στην πενταμερή εγγυήτριες δυνάμεις και κοινότητες. Αφετέρου η ημερήσια διάταξη θέτει την ελληνοκυπριακή πλευρά στην αυτοκαταλυτική θέση να υπερασπίζεται τα κεκτημένα των Τούρκων υπερασπιζόμενη τις συγκλίσεις και τα έξι σημεία Γκουτέρες και ελευθερώνει την Τουρκία στην προώθηση των δικών της προωθημένων ιδεών για ενισχυμένη διχοτόμηση.
Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να αναμένει κανείς καλή έκβαση. Τι κάνουν τότε εκεί οι διαφωνούντες ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Αλληλεγγύη; Αφήνουν να νοηθεί ότι μπορεί να έχουν κάποια θετική επίδραση στον Πρόεδρο. Σε αυτόν τον Πρόεδρο; Ο οποίος είναι γνωστό ότι ενεργεί αυτοβούλως και δεν πιστεύει ιδιαιτέρως στις αρετές της διαβούλευσης; Αν όμως αυτός ο Πρόεδρος ή οποιοσδήποτε Πρόεδρος είναι έτοιμος να σεβαστεί τρίτες απόψεις θα τις αναζητήσει και στην Κύπρο από τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου. Στον σημερινό κόσμο του smartphone δεν χρειάζεται να πάει κανείς μέχρι τη Γενεύη για να έχει λόγο.
Αλλά και τι θετικό μπορεί να προκύψει την τελευταία στιγμή στη Γενεύη; Αφού το πλαίσιο είναι προδιαγεγραμμένο. Με αυτά τα δεδομένα, ο μόνος λόγος μετάβασης θα ήταν η διοργάνωση εκδήλωσης αντίδρασης έξω από την αίθουσα της διάσκεψης. Για να ξέρει δηλαδή και η διεθνής κοινότητα ότι υπάρχει και ενεργός διαφωνία στο Κυπριακό. Τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως, δεν συμβαίνουν. Και η συμμετοχή κινδυνεύει να κατακρημνίσει την αξιοπιστία των διαφωνούντων. Διότι κραυγαλέα αναδεικνύεται η αντίφαση: Αν διαφωνούν με τη συμμετοχή του Προέδρου στην πενταμερή και θεωρούν ότι δεν μπορεί να βγεί κάτι καλό από τέτοιο πλαίσιο, τότε γιατί παν; Για να τον τραβούν από το μανίκι καθώς θα μπαίνει στην αίθουσα της διάσκεψης, λέγοντάς του ‘‘πρόεδρε το σκέφτηκες καλά;’’. Με αυτόν τον τρόπο υπηρετούν την πολιτική τους;
Γιατί όμως ο Πρόεδρος θέλει τη συμμετοχή των διαφωνούντων στην αποστολή; Μα για πολύ ευνόητους λόγους: πρώτα απ’ όλα περνά η εντύπωση συμφωνίας επί της αρχής. Η αντιπολίτευση μπορεί να διαφωνεί, αλλά η διαφωνία προβάλλεται ως διαφωνία στα επιμέρους. Ύστερα, μπλέκοντας κάποιον στη διαδικασία, καθιστάς δυσκολότερη και πιο αναξιόπιστη τη διατύπωση ριζικής διαφωνίας.
Αυτήν τη στιγμή, λοιπόν, οι διαφωνούντες έχουν οικειοθελώς παγιδευτεί. Και αν κάποια στιγμή αποφασίσουν να διαφωνήσουν, θα είναι πολύ δύσκολο να το πράξουν.
Η συμμετοχή τους όμως αναδεικνύει και ένα άλλο ζήτημα. Η συμμετοχή των διαφωνουσών πολιτικών δυνάμεων συνιστά έμμεση παραδοχή αδυναμίας να πεισθεί η κοινή γνώμη για τις θέσεις τους. Είναι όντως δύσκολο να περάσει η άποψη ότι μια πρόσκληση του ΓΓ ενός οργανισμού ταγμένου, υποτίθεται, στην υπηρεσία του δικαίου μπορεί να είναι επικίνδυνη. Αν όμως δεν το επιχειρηματολογήσεις τώρα μήπως θα είναι πιο εύκολο πιο βαθιά στη διαδικασία; Αλήθεια, δεν μάθαμε τίποτα από τη διαδικασία που οδήγησε στο σχέδιο Ανάν;
Γι’ αυτούς τους λόγους οι διαφωνούντες συμπλέουν ελπίζοντας. Ελπίζουν ότι οι συγκυρίες θα τους λύσουν το πρόβλημα και θα τους απαλλάξουν από την υποχρέωση να ορθώσουν ανάστημα απέναντι στην πολιτική του Προέδρου. Ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να συνεχίσουν τους εσωπολιτικούς τους σχεδιασμούς χωρίς να χρειάζεται να ανοίξουν μέτωπα στο Κυπριακό. Αυτή όμως η προσέγγιση ενέχει υψηλό ρίσκο. Διότι αν δεν βρεθούν οι σωτήριες συγκυρίες (ίδε τουρκική αδιαλλαξία κ.λπ), θα υποχρεωθούν να βγουν στον αγώνα. Και τότε θα είναι πολλαπλάσιο το πρόβλημα.
Προσωπικά δεν αμφιβάλλω ότι θα το πράξουν αν χρειαστεί. Το ζήτημα όμως είναι ότι αυτή η μέχρι στιγμής χλιαρή στάση έχει εκθρέψει εντυπώσεις στον κόσμο. Η στάση τού ‘‘τώρα να δούμε’’, ‘‘ας πάμε και βλέπουμε’’ κ.λπ, όλα αυτά που χαρακτηρίζουν αυτήν τη στιγμή την ανενεργό αντιπολίτευση, είναι βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του ενδοτισμού. Αυτοί κυρίως είναι που αθέλητα ή εσκεμμένα αγνοούν τις υπόγειες ροές της πολιτικής και την ουσία που παράγεται σιωπηρά από ύποπτες διαδικασίες. Χωρίς να το θέλουν λοιπόν οι αντιπολιτευόμενες στο Κυπριακό δυνάμεις ρίχνουν νερό στον μύλο του ενδοτισμού. Υιοθετώντας έμμεσα τη διάλεκτο και τις συμπεριφορές των αντιπάλων τους έχουν ήδη παραχωρήσει μη ανακτήσιμο σημαντικό έδαφος. Αν, παρ’ ελπίδα χρειαστεί να σημάνουν συναγερμό, τότε θα πρέπει να δώσουν πολλές εξηγήσεις για να πείσουν τον κόσμο για την κρισιμότητα του ζητήματος.
Είναι γι’ αυτό που τα διαφωνούντα κόμματα δεν έπρεπε να κάθονται σε αναπαυτικούς ελβετικούς καναπέδες. Επρεπε να ήσαν εδώ στην Κύπρο και να συνεγείρουν τον λαό απέναντι στα επερχόμενα χείριστα. Τα οποία καλώς λεκτικά προβλέπουν αλλά ανεπιτυχώς αντιστρατεύονται.