Το βέτο είναι η δύναμη των μικρών κρατών και η Γερμανο-Γαλλική Ευρωπαϊκή Ένωση
Γάλλοι και Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά ποιο είναι το εθνικό συμφέρον τους, που δεν είναι το ευρύτερο ευρωπαϊκό. Μέσα σε αυτό το νέο, ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον μιας διχασμένης ΕΕ, Ελλάδα και Κύπρος είναι έτοιμες να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα, ακόμα και με το βέτο; Θα αντισταθούν με άλλους εταίρους στην προωθούμενη κατάργησή του; Ή θα υποταχθούν στη μοίρα των αδυνάτων;
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρθηκε πρόσφατα στο σημαντικό ζήτημα της προωθούμενης κατάργησης του βέτο. Ο Ν. Χριστοδουλίδης, σε επιπόλαιες δηλώσεις του (12/11/2023) προκάλεσε σύγχυση και ερωτηματικά για την πολιτική της Λευκωσίας, όταν δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να συζητήσει κατάργηση της ομοφωνίας σε αποφάσεις της ΕΕ, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, εφόσον καταδειχτεί ότι θα ενισχύσει την ΕΕ. Όμως, έσπευσε αμέσως να διευκρινίσει πως, προϋπόθεση της κατάργησης του βέτο, είναι να απαντηθεί το διττό ερώτημα: Ποιο είναι και πώς καθορίζεται το ευρωπαϊκό συμφέρον. Πρόσθεσε ότι η Κύπρος είναι «σαφώς υπέρ της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ».
Ο Πρόεδρος έθεσε δύο κρίσιμης σημασίας, για την ΕΕ, ζητήματα: Τη στρατηγική αυτονομία και την κατάργηση του βέτο. Αφορούν αμεσότατα την Κύπρο και την Ελλάδα, σε συνάρτηση κυρίως προς τη Γαλλία και τη Γερμανία, χώρες με τις οποίες Αθήνα και Λευκωσία διατηρούν στενότατους δεσμούς. Η στρατηγική αυτονομία, από το 2017, έχει γίνει η σημαία της ευρωπαϊκής πολιτικής του Γάλλου Προέδρου, Μακρόν, με τη γνωστή, βαρυσήμαντη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Σε συνέντευξή του (Le grand continent, 16/11/2020) προσδιόρισε τη στρατηγική αυτονομία ως εξής:
«Να επιλέγουμε τους δικούς μας κανόνες για μας. Δεν είμαστε οι Ηνωμένες Πολιτείες. Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο η Ευρώπη μας να ξαναβρεί τους τρόπους και τα μέσα να αποφασίζει για την ίδια, να στηρίζεται στην ίδια, να μην εξαρτάται από άλλους. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η στρατηγική αυτονομία και η κυριαρχία της Ευρώπης είναι πολύ ισχυρές. Συνεπώς είναι ανυπόφορο η διεθνής πολιτική μας να εξαρτάται ή να ρυμουλκείται από τις ΗΠΑ» (δες και σημαντικό άρθρο Γιοζέπ Μπορέλ, Υπάτου Εκπροσώπου της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Γιατί είναι σημαντική η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία», 3/12/2020).
Δυστυχώς αυτό έγινε στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αυτό συμβαίνει με τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς. Εξαιτίας ακριβώς της ανυπαρξίας κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, η ΕΕ είναι ένας μοναξιασμένος παρατηρητής που ρυμουλκείται από τα γεγονότα και τις ΗΠΑ, οι οποίες καθόρισαν και στο Ουκρανικό και στο Μεσανατολικό τους κανόνες του γεωπολιτικού παιχνιδιού. Ο Ν. Χριστοδουλίδης συμμετέσχε (13/11/2023) σε δείπνο εργασίας, που συγκάλεσε ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, και φιλοξένησε ο Καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, στο Βερολίνο. Σε αυτό συζητήθηκε η Στρατηγική Ατζέντα της ΕΕ για το 2024-2029. Ο Κύπριος Πρόεδρος επέμεινε ξανά στο ξεκαθάρισμα του «ευρωπαϊκού συμφέροντος» και πώς προστατεύονται τα συμφέροντα των κρατών-μελών της Ένωσης. Εδώ και μια τουλάχιστον 10ετία γίνεται συζήτηση για τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης, αλλά… δεν φαίνεται φως στην άκρη της σήραγγας εξαιτίας αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων και πολιτικών των κρατών-μελών.
Το δεύτερο μέγα ζήτημα, που έθεσε ο Κύπριος Πρόεδρος, είναι η πιθανή κατάργηση του βέτο σε αποφάσεις της ΕΕ. Ο Ν. Χριστοδουλίδης υποστήριξε (14/11/2023) ότι επίσημα δεν τέθηκε τέτοιο θέμα, ότι έγιναν άτυπες διαβουλεύσεις, αλλά δεν θεωρεί ότι θα προχωρήσει. Και όμως: Την περ. Τετάρτη, η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε με μικρή πλειοψηφία προτάσεις πέντε συνεισηγητών για τροποποίηση των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και την εγκατάλειψη της αρχής της ομοφωνίας (βέτο). Το κυπριακό Υπουργείο Εξωτερικών και ο Πρόεδρος δεν ήταν ενήμεροι των πολύμηνων διαβουλεύσεων; Η Γερμανία πρωτοστατεί στην κατάργηση του βέτο, επικαλούμενη επιχειρήματα αποτελεσματικότητας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Η κατάργηση του βέτο τέθηκε επίσημα και δημόσια από τον Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, Χάικο Μάας. Μιλώντας (7/6/2021) σε διάσκεψη Γερμανών πρέσβεων, είπε: «Δεν μπορούμε, πλέον, να είμαστε όμηροι όσων παραλύουν την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική μέσω των βέτο που θέτουν. Επομένως, το λέω ανοιχτά: Το βέτο πρέπει να φύγει, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι και εμείς μπορούμε να καταψηφιστούμε. Εκείνοι που απειλούν με βέτο, παίζουν -περισσότερο ή λιγότερο- με τη συνοχή της Ευρώπης». Η Γερμανία, που εκβιάζει για κατάργηση του βέτο, με τι παίζει;
Ποιους ενδιαφέρει η διατήρηση και, κυρίως, η άσκηση βέτο; Την Ελλάδα και την Κύπρο, εξαιτίας της τουρκικής κατοχής του 37% του νησιού και των τουρκικών αξιώσεων στο Αιγαίο. Επίσης την Πολωνία και τις Βαλτικές χώρες, λόγω της ρωσικής επιθετικότητας. Η Ελλάδα αξιοποίησε το βέτο της το 2003, ώστε η Κυπριακή Δημοκρατία να ενταχθεί ολόκληρη στην ΕΕ με άλυτο το Κυπριακό. Τον Μάρτιο του 2016, π.χ., ο τότε Κυβ. Εκπρόσωπος, Ν. Χριστοδουλίδης, είχε δηλώσει πως η Λευκωσία θα συναινούσε σε άνοιγμα πέντε παγωμένων κεφαλαίων στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, αν αυτή υλοποιούσε συγκεκριμένες υποχρεώσεις της έναντι της Κύπρου. Το 2019, με αφορμή εισβολή τουρκικών ερευνητικών σκαφών στην κυπριακή ΑΟΖ, ο τότε Πρόεδρος, Ν. Αναστασιάδης και ο ΥπΕξ, Ν. Χριστοδουλίδης, απαιτούσαν κυρώσεις κατά της Τουρκίας, χωρίς, βεβαίως, να ασκήσουν βέτο.
Το βέτο είναι το όπλο των αδυνάτων κρατών ενώπιον της ισχύος των μεγάλων. Αθήνα και Λευκωσία, όμως, το έχουν στομώσει και ουσιαστικά αχρηστέψει εξαιτίας μιας τουρκοφοβικής διαχρονικής πολιτικής κατευνασμού και εξημέρωσης του τουρκικού θηρίου, στην προσπάθειά τους να πειστεί η κατοχική Τουρκία να επαναρχίσουν συνομιλίες στο Κυπριακό και στα Ελληνοτουρκικά. Η επιμονή της Γερμανίας να καταργηθεί το βέτο και να ισχύσει η πλειοψηφία σε αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής εξυπηρετεί πρώτιστα τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αναβίωσε ο γερμανικός μιλιταρισμός. Ο καγκελάριος Σολτς εξήγγειλε διάθεση πλέον των 100 δισεκ. ευρώ για επανεξοπλισμό του γερμανικού στρατού. Ο Γερμανός Υπουργός Άμυνας, σε πρόσφατο άρθρο του, αναφέρθηκε σε «δομικές αλλαγές» στον γερμανικό στρατό ώστε «να είναι αποτελεσματικός και έτοιμος για πόλεμο στο μέλλον».
Μεγάλες χώρες της ΕΕ φαίνονται να συμμερίζονται τη γερμανική επιδίωξη για κατάργηση του βέτο, επειδή εξυπηρετεί και δικά τους συμφέροντα. Στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης στρατηγικής αυτονομίας αναβιώνει ξανά ο γαλλογερμανικός άξονας με διαφορετικές προσκτήσεις συμφερόντων: Η Γαλλία επιδιώκει να ηγηθεί του ευρωπαϊκού Νότου και η Γερμανία να ελέγξει και να ηγηθεί της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης. Γάλλοι και Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά ποιο είναι το εθνικό συμφέρον τους, που δεν είναι το ευρύτερο ευρωπαϊκό. Μέσα σε αυτό το νέο, ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον μιας διχασμένης ΕΕ, Ελλάδα και Κύπρος είναι έτοιμες να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα, ακόμα και με το βέτο; Θα αντισταθούν με άλλους εταίρους στην προωθούμενη κατάργησή του; Ή θα υποταχθούν στη μοίρα των αδυνάτων;