Η σύγκρουση Υπουργού Παιδείας και ΟΕΛΜΕΚ: Αποτίμηση και εισηγήσεις
Η δημόσια εικόνα της εκπαίδευσης έχει πληγεί από αυτήν τη διαμάχη, καθώς τέτοιου είδους συγκρούσεις υπονομεύουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το εκπαιδευτικό σύστημα

Η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ της Υπουργού Παιδείας και της ΟΕΛΜΕΚ φέρνει στο προσκήνιο χρόνιες εντάσεις και δομικές αδυναμίες στον χώρο της Εκπαίδευσης. Τα γεγονότα ξεκίνησαν όταν δηλώσεις της Υπουργού ερμηνεύθηκαν από την ΟΕΛΜΕΚ ως προσβλητικές και υποτιμητικές για το εκπαιδευτικό σώμα. Η ΟΕΛΜΕΚ, αντιδρώντας, χαρακτήρισε τη στάση της Υπουργού ως αυταρχική και παραπέμπουσα σε «παλιές εποχές» πολιτικής διαχείρισης. Η ένταση κλιμακώθηκε όταν οι διαφωνίες μετατράπηκαν σε δημόσιες αλληλοκατηγορίες, καθιστώντας τη σύγκρουση ιδιαίτερα έντονη και αντιπαραγωγική. Και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τούτο συνέπεσε χρονικά όταν προωθούσα για δημοσίευση στην εφημερίδα «Σημερινή» το άρθρο μου που δημοσιεύθηκε την περασμένη Κυριακή, με τίτλο « Προεκλογική εξαγγελία για σύσταση ‘‘Εκπαιδευτικού Συµβουλίου’’: Αποτίμηση και εισηγήσεις».
Η Υπουργός, υπερασπιζόμενη τη θέση της, υποστήριξε ότι στόχος της είναι η προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών που θα βελτιώσουν το εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, φάνηκε ότι η επικοινωνιακή της στρατηγική δεν ήταν αποτελεσματική, και προκάλεσε αντιδράσεις. Από την άλλη πλευρά, η ΟΕΛΜΕΚ, ως κύριος εκπρόσωπος των εκπαιδευτικών, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα και την επαγγελματική αξιοπρέπεια των μελών της, υιοθετώντας όμως έναν τόνο που δεν συνέβαλε στη δημιουργία συνθηκών διαλόγου και συναντίληψης.
Η σύγκρουση αυτή δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό, αλλά αντικατοπτρίζει τις διαχρονικές δυσλειτουργίες στον χώρο της εκπαίδευσης. Η χρόνια έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και της ΟΕΛΜΕΚ αποτελεί ένα βασικό εμπόδιο για την ομαλή συνεργασία. Επίσης, η απουσία ουσιαστικού και παραγωγικού διαλόγου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων συχνά δημιουργεί την αίσθηση αποκλεισμού από πλευράς των εκπαιδευτικών, ενώ η πολιτικοποίηση θεμάτων παιδείας περιπλέκει περαιτέρω τις προσπάθειες για συναίνεση. Παράλληλα, ζητήματα όπως η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η διαχείριση της εκπαιδευτικής ύλης, η τεχνολογική αναβάθμιση και οι αυξημένες ανάγκες των μαθητών δημιουργούν ένα σύνθετο και απαιτητικό πεδίο δράσης, που απαιτεί συνεργασία και συνέργεια, όχι αντιπαραθέσεις.
Παράγοντες όπως η διαχείριση κρίσεων, ο ρόλος της ηγεσίας και η ύπαρξη ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας στη διακυβέρνηση, είναι κρίσιμοι σε περιπτώσεις όπως αυτή. Και, όπως πάντοτε, έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση ισχύει η σοφή ρήση «χρειάζονται δύο για να χορέψουν τανγκό». Η Υπουργός Παιδείας, λειτουργώντας ως γεφυροποιός μεταξύ των διαφορετικών πλευρών, μπορεί να πετύχει τη συνεργασία και τον διάλογο. Αντίστοιχα, η ΟΕΛΜΕΚ μπορεί να αποφεύγει προσωπικές αντιπαραθέσεις που ενισχύουν τις εντάσεις. Η δημόσια εικόνα της εκπαίδευσης έχει πληγεί από αυτήν τη διαμάχη, καθώς τέτοιου είδους συγκρούσεις υπονομεύουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν οι αντιπαραθέσεις εμφανίζονται ως αδιέξοδες, τότε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί απογοητεύονται και αμφισβητούν τη δυνατότητα προόδου.
Προτεινόμενη αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων είναι η άμεση σύσταση και λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, ενός συμβουλευτικού θεσμικού οργάνου που ήδη περιλαμβάνεται στις κυβερνητικές εξαγγελίες. Θα αποτελεί συμβουλευτικό όργανο που θα προβαίνει σε συγκεκριμένες προτάσεις και εισηγήσεις, αφού συγκεντρώσει και λάβει υπόψη απόψεις και θέσεις από εμπλεκόμενα μέρη και φορείς στον τομέα της Παιδείας Το Συμβούλιο αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως σταθερός δίαυλος επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου, των εκπαιδευτικών φορέων και των άλλων ενδιαφερομένων μερών. Μέσω του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου θα είναι δυνατή η ανταλλαγή απόψεων, η συναντίληψη, η κοινωνική συναίνεση στη λήψη αποφάσεων και στη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής, και η πρόληψη κρίσεων, διασφαλίζοντας ότι οι φωνές όλων των πλευρών ακούγονται και λαμβάνονται υπόψη πριν από τη λήψη αποφάσεων.
Η σύσταση και λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» συμβουλευτικό όργανο για την αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος. Σκοπός του Συμβουλίου θα πρέπει να είναι η στρατηγική ανάπτυξη και βελτίωση της εκπαίδευσης, με βασικούς στόχους τη διαμόρφωση εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, την παροχή τεκμηριωμένων εισηγήσεων προς την Κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας, την αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων εκπαιδευτικών πολιτικών, και την προώθηση της καινοτομίας, με έμφαση στη χρήση σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων και τεχνολογιών.
Ταυτόχρονα, απαιτείται αναθεώρηση της επικοινωνιακής στρατηγικής όλων των εμπλεκομένων. Η δημόσια αντιπαράθεση δεν ωφελεί κανέναν και η υιοθέτηση πιο μετριοπαθών τόνων, με έμφαση στην ουσία και όχι στις εντυπώσεις, είναι απαραίτητη. Παράλληλα, η συμμετοχική διαδικασία στη λήψη αποφάσεων μπορεί να μειώσει τις αντιδράσεις και να ενισχύσει το αίσθημα ότι οι αλλαγές ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των σχολείων, των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί, σε πλαίσιο ειλικρινούς, αρμονικής και παραγωγικής συνεργασίας, πρέπει να είναι συνδιαμορφωτές και όχι παθητικοί αποδέκτες πολιτικών και αποφάσεων που αφορούν την παιδεία. Ταυτόχρονα, το επίκεντρο κάθε συζήτησης και μεταρρύθμισης πρέπει να είναι οι μαθητές. Η εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να επικεντρώνεται στη βελτίωση της εμπειρίας τους και στην προετοιμασία τους για τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Η σύγκρουση μεταξύ της Υπουργού Παιδείας και της ΟΕΛΜΕΚ φέρνει στο προσκήνιο δομικές αδυναμίες και την ανάγκη επαναξιολόγησης της επικοινωνίας και της συνεργασίας ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη. Η παρούσα κρίση, αν και έντονη, μπορεί ν’ αποτελέσει αφετηρία για έναν νέο διάλογο και μιαν αλλαγή πορείας. Με σεβασμό, συνεργασία και όραμα, το εκπαιδευτικό σύστημα στην Κύπρο μπορεί να κινηθεί προς μια νέα εποχή, πιο αποτελεσματική, συμμετοχική και επικεντρωμένη στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
*Πανεπιστημιακός καθηγητής-ανθρωπολόγος, πρώην πρύτανης και πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).