S.O.S. από τη λανθασμένη πολιτική του κράτους για τη στήριξη των παιδιών του
Ο στραγγαλισμός του Ελληνισμού και οι βαρύτατες συνέπειες στο δημογραφικό πρόβλημα της Κύπρου
Αυτή η προσέγγιση καταλήγει να ευνοεί περισσότερο τις οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα, που συχνά αποτελούνται από αλλοδαπούς πολίτες, εις βάρος των οικογενειών με υψηλότερα εισοδήματα, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι γηγενείς Ελληνοκύπριοι
Τα τελευταία χρόνια, το κράτος εφαρμόζει μια προβληματική πολιτική για την ενθάρρυνση των γεννήσεων και τη στήριξη της γηγενούς ελληνικής οικογένειας. Η πολιτική αυτή αποδεικνύεται αναποτελεσματική, καθώς έχει οδηγήσει στη μείωση του ρυθμού γεννήσεων στον γηγενή ελληνοκυπριακό πληθυσμό, ενώ ταυτόχρονα έχει συμβάλει σε σημαντική αύξηση του ρυθμού γεννήσεων στον αλλοδαπό πληθυσμό. Δεν απαιτείται εις βάθος μελέτη για να κατανοήσει κανείς τα αίτια αυτού του φαινομένου, καθώς οι πρόνοιες των σχεδίων και κινήτρων στήριξης των γεννήσεων και των παιδιών είναι σαφώς προβληματικές. Όλα τα σχέδια και τα κίνητρα για τη στήριξη των γεννήσεων βασίζονται σε καθορισμένα εισοδηματικά όρια, τα οποία μειώνονται ανά μέλος με την αύξηση του αριθμού των παιδιών μιας οικογένειας. Αυτή η προσέγγιση καταλήγει να ευνοεί περισσότερο τις οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα, που συχνά αποτελούνται από αλλοδαπούς πολίτες, εις βάρος των οικογενειών με υψηλότερα εισοδήματα, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι γηγενείς Ελληνοκύπριοι.
Συγκεκριμένα, οι γηγενείς Ελληνοκύπριοι με εισοδήματα κοντά ή πάνω από τα καθορισμένα εισοδηματικά όρια αποκλείονται από τα σχέδια και τα κίνητρα για γεννήσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις οικογένειες που επιθυμούν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά, καθώς τα εισοδηματικά όρια δεν διαφοροποιούνται επαρκώς με βάση τη σύνθεση του νοικοκυριού. Επιπλέον, το κράτος περιορίζει περαιτέρω αυτές τις οικογένειες, καθώς τα σχέδια και τα κίνητρα από τα οποία αποκλείονται λόγω των εισοδηματικών κριτηρίων αποτελούν συχνά προϋπόθεση για την επιλεξιμότητα σε άλλα προγράμματα που έμμεσα στηρίζουν τα
ελληνοκυπριακά νοικοκυριά και τις γεννήσεις. Η έλλειψη ευελιξίας στα εισοδηματικά κριτήρια οδηγεί πολλούς γηγενείς Ελληνοκυπρίους να περιορίζονται σε μικρότερες οικογένειες, συχνά με μόλις ένα παιδί.
Από την άλλη πλευρά, οι αλλοδαποί πολίτες, των οποίων τα εισοδήματα είναι συχνά κάτω από τα οικονομικά όρια που καθορίζονται από τα σχέδια, μπορούν να επωφελούνται στον μέγιστο βαθμό από την πολιτική του κράτους. Αυτό τους παρέχει πρόσβαση σε όλες τις παροχές, μικρές και μεγάλες, καθώς και τη δυνατότητα να διαμορφώσουν το μέγεθος της οικογένειας που επιθυμούν.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αναφορά γίνεται στο δικαίωμα συμμετοχής στα σχέδια και κίνητρα, και όχι στο ύψος των επιδομάτων. Η αύξηση των γεννήσεων στον αλλοδαπό πληθυσμό καταδεικνύει ότι τα επιδόματα αυτά θεωρούνται τουλάχιστον ικανοποιητικά για εκείνους που τα λαμβάνουν.
Εάν η λανθασμένη αυτή πολιτική, με την επιπόλαιη και πρόχειρη εφαρμογή των εισοδηματικών κριτηρίων, δεν αναθεωρηθεί από τους αρμόδιους φορείς του κράτους και τη Βουλή που εγκρίνει τα σχετικά σχέδια, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας του γηγενούς ελληνοκυπριακού πληθυσμού θα παραμείνει άλυτο.
Η πρόχειρη υιοθέτηση των εισοδηματικών κριτηρίων με πρόσχημα τη διάσωση της οικονομίας
Το 2012, στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης του τραπεζικού συστήματος, το κράτος, υπό την καθοδήγηση του Υπουργείου Οικονομικών, προχώρησε στην εφαρμογή εκτεταμένων μέτρων λιτότητας και αλλαγών στη νομοθεσία. Σε αυτά περιλαμβανόταν η εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τη χορήγηση του επιδόματος τέκνου και της φοιτητικής χορηγίας. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή υλοποιήθηκε χωρίς την απαιτούμενη προεργασία και μελέτη, με αποτέλεσμα την αιφνίδια διακοπή παροχών για ορισμένα παιδιά.
Η εξέλιξη αυτή αναδείχθηκε ως ιδιαίτερα προβληματική, καθώς δεν είχαν ληφθεί επαρκή μέτρα για τη διασφάλιση της ευημερίας των παιδιών και των οικογενειών που επηρεάστηκαν, ούτε είχαν αξιολογηθεί οι επιπτώσεις στο ήδη οξυμένο δημογραφικό πρόβλημα. Τα παιδιά και οι γονείς τους βρέθηκαν αποκλεισμένοι από τις παροχές του επιδόματος τέκνου και της φοιτητικής χορηγίας, ενώ προηγουμένως είχαν ήδη στερηθεί φορολογικών διευκολύνσεων για τέκνα, που ίσχυαν μέχρι το 2002. Δυστυχώς, δεν υπήρξε καμία προσπάθεια υπεράσπισης των δικαιωμάτων των παιδιών αυτών. Οι φωνές των νεαρών τότε γονέων χάθηκαν μέσα στον καθημερινό τους αγώνα για αξιοπρεπή διαβίωση, καθώς βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με τις προκλήσεις της οικονομικής κρίσης και τις σοβαρές επιπτώσεις της διακοπής των παροχών για τα παιδιά τους από το ίδιο το κράτος.
Επιπλέον, τα αναχρονιστικά εισοδηματικά κριτήρια για τη λήψη επιδόματος τέκνου παραμένουν αμετάβλητα από την ψήφισή τους το 2012. Παρότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή εφαρμόζεται σε πολλές άλλες περιπτώσεις που αφορούν οικονομικά μεγέθη, στην περίπτωση του επιδόματος τέκνου δεν έγινε καμία σχετική προσαρμογή. Αυτό υποδεικνύει, για άλλη μια φορά, την έλλειψη μέριμνας για τα συμφέροντα των παιδιών, καθώς και την απουσία οποιουδήποτε υπεύθυνου να υπερασπιστεί το δικαίωμά τους σε ίσες ευκαιρίες και παροχές. Η πολιτική αυτή έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, συμβάλλοντας στον «στραγγαλισμό» των γεννήσεων στον γηγενή ελληνοκυπριακό πληθυσμό της Κύπρου, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της κοινωνίας.
Η αποψίλωση του γηγενούς πληθυσμού λόγω της λανθασμένης πολιτικής στήριξης των γεννήσεων
Η Πολιτεία, μέσα από την εσφαλμένη πολιτική των τελευταίων ετών για τη στήριξη των παιδιών, έχει δημιουργήσει στους νέους Ελληνοκύπριους γονείς την εντύπωση ότι απαξιώνει τον θεσμό της ελληνικής οικογένειας και αδιαφορεί για το αν έχουν παιδιά ή όχι. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, μετά από μια δεκαετία, είναι η σταδιακή αποδυνάμωση των ελληνοκυπριακών οικογενειών, καθώς τα ζευγάρια στερούνται τη δυνατότητα να διαμορφώσουν την οικογένειά τους σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.
Συγκεκριμένα, η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει σε μιαν ανησυχητική τάση: οικογένειες που επιθυμούσαν ν’ αποκτήσουν ένα παιδί παραμένουν χωρίς παιδιά, όσες ήθελαν δύο παιδιά αποκτούν μόνο ένα, οικογένειες που επιθυμούσαν τρία παιδιά περιορίζονται στα δύο, και όσες επιθυμούσαν τέσσερα παιδιά μένουν με τρία, και ούτω καθεξής. Η σταδιακή αυτή «διάβρωση» του θεσμού της ελληνοκυπριακής οικογένειας είναι πλέον ορατή στην καθημερινότητα. Την ίδια στιγμή, για τους αλλοδαπούς πολίτες που μπορούν να επωφελούνται απ’ όλα τα διαθέσιμα μέτρα, μικρά και μεγάλα, παρατηρείται η ακριβώς αντίθετη τάση: μια εντυπωσιακή αύξηση των γεννήσεων.
Η θυσία των παιδιών της Κύπρου στον βωμό της διάσωσης του τραπεζικού συστήματος
Το 2012, κανείς δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί ότι, ουσιαστικά, στον βωμό της διάσωσης του τραπεζικού συστήματος θυσιάζονταν τα παιδιά, με τους αρμόδιους να ισχυρίζονται μάλιστα ότι, με αυτόν τον τρόπο, τους διασφάλιζαν το μέλλον. Ο φρικτός απολογισμός: 27.000 λιγότερες γεννήσεις παιδιών από Ελληνοκύπριους γονείς. Σύμφωνα με τις απογραφές του Υπουργείου Οικονομικών, ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας μέχρι 19 ετών από Ελληνοκύπριους γονείς, από 186.388 που ήταν το 2001, μειώθηκε στις 159.706 το 2021 (Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου).
Το επίδομα τέκνου αποτελεί το σημαντικότερο κίνητρο για την ενίσχυση των γεννήσεων, καθώς είναι η μεγαλύτερη παροχή, η οποία ανέρχεται στις 200.000 ευρώ για μια τετράτεκνη οικογένεια
Οι νομοθεσίες για το επίδομα τέκνου και τη φοιτητική χορηγία αποτελούν το κύριο κίνητρο για τη ρύθμιση των γεννήσεων στην Κύπρο και την κυριότερη οικονομική στήριξη για τα παιδιά. Για παράδειγμα, μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά λαμβάνει συνολικά περίπου €200.000 από το επίδομα τέκνου (€2.073 ανά παιδί ετησίως μέχρι την ηλικία των 25 ετών: δηλαδή περίπου 4 * €2.073 * 25 = €207.300). Επιπλέον, οι νομοθεσίες αυτές αποτελούν προϋπόθεση για πρόσβαση σε πολλά άλλα κίνητρα γεννήσεων.
Ωστόσο, για τους Ελληνοκύπριους που περιορίζονται από τα εισοδηματικά κριτήρια, οι συγκεκριμένες νομοθεσίες δεν προσαρμόζονται αναλόγως της αύξησης του αριθμού των παιδιών. Αντιθέτως, τα εισοδηματικά κριτήρια μειώνονται όσο αυξάνεται ο αριθμός των τέκνων. Συγκεκριμένα, το όριο για οικογένειες με ένα παιδί είναι €49.000, με αύξηση μόλις €10.000 για το δεύτερο παιδί και €5.000 για το τρίτο. Η τάση αυτή, που αποθαρρύνει τις μεγαλύτερες οικογένειες, θα έπρεπε να είναι αντίστροφη, δηλαδή αυξητική.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, το 2013 καταγράφονταν 15 γεννήσεις αλλοδαπών για κάθε 85 γεννήσεις Ελληνοκυπρίων. Σήμερα, το ποσοστό αυτό έχει επιδεινωθεί, με 30 γεννήσεις αλλοδαπών για κάθε 70 γεννήσεις Ελληνοκυπρίων.
Ο εμπαιγμός της Ελληνοκύπριας μάνας
Η μάνα που πρέπει να είναι σύζυγος, εργαζόμενη, υπεύθυνη για την ανατροφή και σίτιση των παιδιών, την καθαριότητα του σπιτιού και ό,τι άλλο απαιτείται, συνεισφέροντας παράλληλα στη διαφύλαξη και ενίσχυση του θεσμού της ελληνοκυπριακής οικογένειας. Την ίδια ώρα, βλέπει τις παράλογες τακτικές του κράτους που στηρίζουν απλόχερα αντίστοιχες οικογένειες από τρίτες χώρες και αιτούντες άσυλο. Το κράτος εξευτελίζει τον κόπο και την αξιοπρέπεια αυτής της εργαζόμενης Κύπριας μάνας, καθώς η διαφορά στο ύψος των επιδομάτων μεταξύ οικογενειών τρίτων χωρών και αιτούντων άσυλο και των αντίστοιχων οικογενειών Ελληνοκυπρίων είναι απαράδεκτα και προκλητικά μικρή σε σχέση με τα εισοδήματά της.
Το πρόβλημα των ευάριθμων εναπομεινάντων πολύτεκνων οικογενειών και της κοινωνίας
Το προσωπικό πρόβλημα του αποκλεισμού απ’ όλα τα μέτρα στήριξης των Ελληνοκυπρίων πολύτεκνων οικογενειών με αξιοπρεπή εισοδήματα θα εκλείψει σύντομα, καθώς τα παιδιά τους θα ενηλικιωθούν και, σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν υπάρχουν νέες ελληνοκυπριακές πολύτεκνες οικογένειες με μικρά παιδιά που να μην πληρούν τα κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά είχαν τόσο καταλυτική επίδραση στην αποψίλωση μόνο των ελληνοκυπριακών γηγενών οικογενειών. Ωστόσο, το πρόβλημα για την πατρίδα μας παραμένει και θα εντείνεται λόγω της
επιδείνωσης του δημογραφικού προβλήματος. Η απρόσκοπτη στήριξη των γεννήσεων Ελληνοκυπρίων θα πρέπει να είναι απαίτηση της Πολιτείας και όχι κάτι που αφορά μόνο τις πολύτεκνες οικογένειες. Η ώρα των δυσμενών επιπτώσεων του δημογραφικού προβλήματος θα έρθει με την αμφίβολη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη και, λόγω της πολυπολιτισμικότητας της νέας κυπριακής κοινωνίας, την αμφισβήτηση των ιερών και των οσίων μας, τον κλονισμό των αιώνιων αξιών του ευλογημένου γένους μας, την άμβλυνση της χριστιανικής μας πίστης, κ.ά.
Όλοι θέλουν την άρση των εισοδηματικών κριτηρίων, αλλά τελικά δεν την επιθυμούν
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα διακηρύσσουν ότι επιθυμούν τη στήριξη των γεννήσεων και των παιδιών του γηγενούς πληθυσμού. Παρά τις διακηρύξεις αυτές, το δημογραφικό πρόβλημα παραμένει άλυτο. Οι παρακάτω προβληματισμοί συνδέονται με τους λόγους που αυτό συμβαίνει:
Το πρόσχημα της οικονομικής πτυχής
Η οικονομική δικαιολογία δεν φαίνεται να ισχύει πλέον, καθώς οι δαπάνες για τα κίνητρα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ενώ καταγράφονται αυξήσεις στις γεννήσεις, αυτές αφορούν κυρίως αλλοδαπούς και όχι τον γηγενή πληθυσμό.
Περιορισμένη πολιτική πίεση
Οι γηγενείς Ελληνοκύπριοι με πολυμελείς οικογένειες είναι λίγοι, γεγονός που περιορίζει την πολιτική τους επιρροή. Παράλληλα, η πλειονότητα των αλλοδαπών δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, μειώνοντας την πίεση από αυτή την πλευρά.
Στρατηγική αποδοχής μετανάστευσης
Η Κυβέρνηση ενδέχεται να θεωρεί την αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη και τη διατήρηση του συνολικού πληθυσμού σε βιώσιμα επίπεδα, αποφεύγοντας έτσι την ανάδειξη του ζητήματος.
Ο κρυφός πόλεμος για τον Ορθόδοξο Ελληνισμό
Δεν φαίνεται να αποτελεί τον κύριο λόγο, καθώς ο Πρόεδρος, η Εκκλησία της Κύπρου και ορισμένα κόμματα θα αναμενόταν να έχουν αναδείξει το θέμα. Εντούτοις, ενδέχεται να παρέμβουν την τελευταία στιγμή, όταν οι Ελληνοκύπριοι κάτω των 20 ετών θα έχουν μειωθεί δραματικά.
Προτεραιότητα στο οικονομικό συμφέρον
Η έμφαση στις ανάγκες των επιχειρήσεων συχνά υπερισχύει των κοινωνικών ανησυχιών. Παράλληλα, η μεγάλη αλλοδαπή παρουσία δημιουργεί ανησυχίες για την επίδρασή της στον γηγενή πληθυσμό και την ταυτότητα ορισμένων περιοχών.
Δυσκολία κατανόησης της διαφορετικής επίδρασης
Είναι πιθανό να υπάρχει αδυναμία κατανόησης της διαφορετικής επίδρασης των πολιτικών στήριξης γεννήσεων στον γηγενή και τον αλλοδαπό πληθυσμό. Αυτό καταδεικνύει την ανάγκη για δημογραφικές εκθέσεις που θα αξιολογούν τις επιπτώσεις των σχεδίων.
Η ανάγκη στόχευσης των κινήτρων για γεννήσεις
Τώρα που το ζήτημα αναδεικνύεται, κάθε μελλοντικό σχέδιο στήριξης πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση δημογραφικής επίπτωσης. Με αυτόν τον τρόπο:
- Τα κίνητρα θα μπορούν να τροποποιούνται ώστε να ευνοούν περισσότερο τους γηγενείς και να περιορίζουν τη δυνατότητα εκμετάλλευσής τους από αλλοδαπούς πολίτες.
- Θα διασφαλιστεί η ισότιμη ή μεγαλύτερη στήριξη των Ελληνοκυπρίων γονέων.
- Οι πρόνοιες των σχεδίων θα διαφοροποιούνται ανάλογα με τη σύνθεση της οικογένειας και την ύπαρξη παιδιών, δίνοντας τη δυνατότητα στις οικογένειες με αξιοπρεπή εισοδήματα να δημιουργούν μεγαλύτερες οικογένειες.
Παραδείγματα πιθανών λύσεων
- Άρση των εισοδηματικών κριτηρίων.
- Στοχευμένη φορολογική στήριξη που θα ευνοεί ιδιαίτερα τους γηγενείς με υψηλότερα εισοδήματα και που θα λαμβάνει υπόψη όλα τα εξαρτώμενα τέκνα.
- Δημιουργία εξειδικευμένων σχεδίων για οικογένειες μεσαίου εισοδήματος που επιθυμούν μεγαλύτερες οικογένειες.
Η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών μπορεί να συμβάλει στην αναχαίτιση της παρούσας κατάστασης, εξασφαλίζοντας κοινωνική δικαιοσύνη και ουσιαστικότερη στήριξη του γηγενούς πληθυσμού
Αντίθετα, η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης θα οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος: οι γεννήσεις στους Ελληνοκυπρίους θα παραμείνουν καθηλωμένες, ενώ οι γεννήσεις στους αλλοδαπούς πολίτες θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Οι ισχυρισμοί ότι χρειάζονται επιπλέον στοιχεία για να αναδειχθεί το ζήτημα αποτελούν συχνά προσχηματικές τοποθετήσεις από εκείνους που δεν επιθυμούν να δοθεί έμφαση στο πρόβλημα.
Η πραγματικότητα είναι ήδη σαφής και καταγεγραμμένη, με τα δημόσια μαιευτήρια και σχολεία να αντικατοπτρίζουν ξεκάθαρα την αλήθεια για τη δημογραφική εικόνα.