Αλεξανδρέττα: Ένα παράδειγμα τουρκικής επεκτατικής πολιτικής
Η τουρκική στρατηγική στο Κυπριακό δεν είναι προϊόν συγκυρίας, αλλά αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού. Από τη δεκαετία του 1950, η Άγκυρα εφαρμόζει μεθοδικά ένα σχέδιο που στοχεύει στον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου, μέσω στρατιωτικής παρουσίας, δημογραφικής αλλοίωσης και πολιτικής αδιαλλαξίας.

Η περίπτωση της Αλεξανδρέττας (επαρχία Χατάι) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής στον 20όν αιώνα. Η προσάρτηση της περιοχής από την Τουρκία το 1939, παρά την αρχική της υπαγωγή στη Συρία υπό γαλλική εντολή, συνοδεύτηκε από δημογραφικές αλλοιώσεις, διπλωματικές πιέσεις και μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών. Το ιστορικό αυτό προηγούμενο φωτίζει τη στρατηγική της Άγκυρας και έχει αναλογίες με μεταγενέστερες ενέργειες, όπως στην Κύπρο.
Μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή της Αλεξανδρέττας εντάχθηκε στο γαλλικό προτεκτοράτο της Συρίας, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Άγκυρας (1921). Το λεγόμενο Σαντζάκι της Αλεξανδρέττας απέκτησε ειδικό καθεστώς αυτονομίας, καθώς η Τουρκία διατηρούσε συμφέροντα λόγω της τουρκικής μειονότητας στην περιοχή.
Κατά τη δεκαετία του 1930, η Τουρκία ενίσχυσε τις πιέσεις της προς τη Γαλλία, εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αστάθεια και την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. Παρότι οι Τούρκοι αποτελούσαν μειονότητα (περίπου 29%), η Άγκυρα απαίτησε την ένωση της περιοχής με την Τουρκία. Το 1938, με τη σιωπηρή συναίνεση της Γαλλίας, διοργανώθηκε δημοψήφισμα υπό αμφισβητούμενες συνθήκες, το οποίο οδήγησε στην προσάρτηση της περιοχής. Στις 30 Ιουνίου 1939, η Αλεξανδρέττα ενσωματώθηκε επίσημα στην Τουρκία ως επαρχία ‘‘Χατάι’’.
Η προσάρτηση συνοδεύτηκε από μαζική έξοδο πληθυσμών. Περίπου 48.000 κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή, μεταξύ των οποίων 26.500 Αρμένιοι, 11.500 Έλληνες -οι περισσότεροι των οποίων ήταν ήδη πρόσφυγες από τη Μ. Ασία- 6.000 Άραβες και 3.000 Αλαουΐτες. Η Τουρκία εγκατέστησε τουρκικούς πληθυσμούς στη θέση τους, επιτυγχάνοντας ριζική δημογραφική μεταβολή! Η πολιτική αυτή θυμίζει τον εποικισμό που ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και συνεχίζεται.

Η Συρία, αν και τότε υπό γαλλική εντολή, ουδέποτε αναγνώρισε την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας. Μέχρι σήμερα, η περιοχή θεωρείται από τη Συρία ως παράνομα κατεχόμενη. Η διεθνής κοινότητα, ωστόσο, δεν αντέδρασε δυναμικά, επιτρέποντας στην Τουρκία να εδραιώσει την κυριαρχία της στην περιοχή!
Η υπόθεση της Αλεξανδρέττας αποτελεί πρότυπο της τουρκικής στρατηγικής: αξιοποίηση μειονοτήτων, διπλωματική πίεση, δημιουργία τετελεσμένων και δημογραφική αλλοίωση. Το μοντέλο αυτό επαναλήφθηκε στην Κύπρο και ενδέχεται να επαναληφθεί και σε άλλες περιοχές. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να μελετήσει την περίπτωση αυτή ως ιστορικό προειδοποιητικό παράδειγμα.
Το Κυπριακό αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα και μακροχρόνια άλυτα διεθνή ζητήματα. Από την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 μέχρι σήμερα, το νησί παραμένει διχοτομημένο, με το 37% του εδάφους του υπό τουρκική κατοχή. Η τουρκική εισβολή του 1974, ο εποικισμός, η δημογραφική αλλοίωση και η αδιάλλακτη στάση της Άγκυρας συνθέτουν ένα σκηνικό που καθιστά δύσκολη κάθε προσπάθεια βιώσιμης λύσης. Παρά τις δεκαετίες διαπραγματεύσεων και διεθνών πρωτοβουλιών, η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη, με τη Λευκωσία να είναι η τελευταία διχοτομημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία το 1960, με ένα σύνταγμα που προέβλεπε τη συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το Σύνταγμα του 1960 καθιερώνει ένα ενιαίο κράτος με δικοινοτική δομή, προβλέποντας ξεχωριστές εξουσίες και αρμοδιότητες για τις δύο κοινότητες. Ο Πρόεδρος είναι Ελληνοκύπριος και ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, με δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η άμυνα και η εξωτερική πολιτική. Η δημόσια διοίκηση, η αστυνομία και ο στρατός οργανώνονται με αναλογική εκπροσώπηση (60% Ελληνοκύπριοι, 40% Τουρκοκύπριοι – ενώ ο πληθυσμός ήταν 80% με 18% αντιστοίχως), προβλέπονται ξεχωριστές κοινοτικές συνελεύσεις για θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πολιτιστικά θέματα. Παρά τις προθέσεις για ισορροπία, το Σύνταγμα αποδείχθηκε δυσλειτουργικό. Η άσκηση βέτο από τον Αντιπρόεδρο και η ανάγκη για διπλή πλειοψηφία στη Βουλή, μεταξύ άλλων, οδήγησαν θεσμικά σε αδιέξοδο.
Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ), που προτάθηκε ως βάση λύσης, προβλέπει δύο συνιστώντα κρατίδια με «πολιτική ισότητα». Ωστόσο, επικρίνεται γιατί εδραιώνει τη διχοτόμηση, νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της εισβολής και εισάγει εθνοτική βάση διακυβέρνησης, περιορισμένη επιστροφή προσφύγων χωρίς δικαίωμα ψήφου, παραμονή τουρκικών στρατευμάτων και εποίκων, όλα αντίθετα με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Δεν διαφέρει πολύ από το σχέδιο ΑΝΑΝ, που απορρίφθηκε από το 76% των Ελληνοκυπρίων, καθώς θεωρήθηκε άδικο και μη βιώσιμο.
Συγκριτικά, το Σύνταγμα του 1960 προέβλεπε ενιαίο κράτος χωρίς γεωγραφικό διαχωρισμό, ενώ η ΔΔΟ και το Σχέδιο Ανάν βασίζονται σε διχοτομική λογική. Η προτεινόμενη λύση δυο κρατών, στην οποία επιμένουν οι Τούρκοι, δεν διαφέρει από τις προηγούμενες προτάσεις λύσεως. Καμία απ’ όλες τις προτάσεις δεν αποκαθιστά πλήρως τη νομιμότητα, την κυριαρχία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κύπρο. Όταν το σύνταγμα του 1960 δεν δούλεψε, πως είναι δυνατόν να επιβιώσει μια λύση χειρότερη, με όλα αυτά τα μειονεκτήματα; Μήπως υπάρχει κάποια σκοπιμότης;
Η Τουρκία εφαρμόζει στρατηγική εξαναγκασμού και δημιουργίας τετελεσμένων: παραβιάζει τη νεκρή ζώνη, στρατιωτικοποιεί την Αμμόχωστο, παραβιάζει την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και προωθεί τον εποικισμό. Παράλληλα, ενισχύει την οικονομική και πολιτιστική ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, με στόχο την πλήρη ενσωμάτωσή τους.
Η τουρκική στρατηγική στο Κυπριακό δεν είναι προϊόν συγκυρίας, αλλά αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού. Από τη δεκαετία του 1950, η Άγκυρα εφαρμόζει μεθοδικά ένα σχέδιο που στοχεύει στον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου, μέσω στρατιωτικής παρουσίας, δημογραφικής αλλοίωσης και πολιτικής αδιαλλαξίας. Η περίπτωση της Αλεξανδρέττας αποτελεί ιστορικό προηγούμενο, που φωτίζει τις επιδιώξεις της Τουρκίας στο νησί και δείχνει ότι η Άγκυρα επιδιώκει τη δημιουργία τετελεσμένων, τη δημογραφική αλλοίωση και τη σταδιακή ενσωμάτωση εδαφών. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να αναγνωρίσει ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει λύση, αλλά επικυριαρχία.
Η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να επιμείνει στο διεθνές δίκαιο, την κυριαρχία και την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απλά, την απελευθέρωση.
*Μόνιμος κάτοικος Μελβούρνης