ΟΗΕ και διώξεις σφετεριστών κατεχομένων περιουσιών: Νομιμότητα ή πρόκληση;

Η αναφορά του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, στο ζήτημα των ποινικών διώξεων που άσκησε η Κυπριακή Δημοκρατία σε άτομα που κατηγορούνται για εμπλοκή σε πωλήσεις και εμπορία ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, προκάλεσε συζήτηση αλλά και ανησυχία. Στην έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Γενικός Γραμματέας σημειώνει ότι οι πολιτικές εντάσεις έχουν ενταθεί εξαιτίας συλλήψεων ατόμων που κατηγορούνται για πώληση ή εμπορία ελληνοκυπριακών περιουσιών στον βορρά χωρίς την άδεια των εκτοπισμένων ιδιοκτητών. Προσθέτει, δε, ότι δεν πρέπει να γίνονται μονομερείς ενέργειες που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις εντάσεις και να θέσουν σε κίνδυνο τις προοπτικές επανέναρξης των συνομιλιών.
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση, διατυπωμένη με τη γνωστή διπλωματική ουδετερότητα που διακρίνει τις εκθέσεις του ΟΗΕ, αφήνει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της και εγείρει ζήτημα ισορροπίας ανάμεσα στο διεθνές δίκαιο, στις αρχές του ΟΗΕ και στις υποχρεώσεις ενός κράτους δικαίου. Διότι η πρόκληση δεν είναι μόνο νομική, αλλά και πολιτική. Η άσκηση ποινικών διώξεων σε περιπτώσεις σφετερισμού περιουσιών συνιστά «μονομερή ενέργεια» ή, αντιθέτως, αποτελεί επιβεβαίωση της συνταγματικής και διεθνούς νομιμότητας;
Κατάσταση κατοχής – όχι αμφισβητούμενη περιοχή
Αρχικά πρέπει να υπενθυμιστεί το θεμελιώδες δεδομένο. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος στο νησί. Η ούτως καλούμενη υποτελής στην Τουρκία «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», που ανακηρύχθηκε μονομερώς το 1983, δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος στον κόσμο πλην της Τουρκίας. Ο ΟΗΕ, διαμέσου των ψηφισμάτων 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας, έχει καταδικάσει ρητά τη μονομερή ανακήρυξη και έχει καλέσει όλα τα κράτη να μην συνδράμουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στη διατήρηση αυτής της αποσχιστικής οντότητας.
Το βόρειο τμήμα της Κύπρου, λοιπόν, δεν αποτελεί κάποιο «γκριζαρισμένο» ή ασαφές πεδίο κυριαρχίας. Αντιθέτως, πρόκειται για επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και έδαφος που βρίσκεται υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται από τη διεθνή έννομη τάξη. Υπό το πρίσμα του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, και συγκεκριμένα της Τέταρτης Συνθήκης της Γενεύης του 1949, σε περιπτώσεις κατοχής απαγορεύεται η μεταβολή του νομικού, πληθυσμιακού και περιουσιακού καθεστώτος. Η Τουρκία, ωστόσο, ως κατοχική δύναμη, έχει παραβιάσει συστηματικά αυτές τις διατάξεις, μεταφέροντας πληθυσμό από την Ανατολία, εγκαθιστώντας εποίκους και ενθαρρύνοντας την εμπορική εκμετάλλευση περιουσιών που ανήκουν σε εκτοπισμένους Ελληνοκυπρίους.
Ευθύνη του κράτους και διεθνές δίκαιο
Μέσα σ´ αυτό το πλαίσιο, η Κυπριακή Δημοκρατία διατηρεί όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών της. Η ιδιοκτησία είναι δικαίωμα αναγνωρισμένο από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με σωρεία αποφάσεων του, έχει αναγνωρίσει ότι οι Ελληνοκύπριοι εκτοπισθέντες διατηρούν τα δικαιώματά τους επί των περιουσιών τους στα κατεχόμενα, και έχει καταδικάσει την Τουρκία για συνεχιζόμενη παραβίαση αυτών των δικαιωμάτων. Με βάση αυτή τη νομολογία, η ιδιοποίηση, εμπορία ή πώληση τέτοιων περιουσιών, χωρίς τη συναίνεση των ιδιοκτητών, μπορεί να συνιστά ποινικό αδίκημα, όπως η απάτη, ο σφετερισμός, η παράνομη ιδιοποίηση ξένης περιουσίας, ακόμα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αυθαιρετεί όταν ασκεί ποινικές διώξεις για τέτοιες περιπτώσεις. Ενεργεί βάσει εσωτερικού και διεθνούς δικαίου, προστατεύοντας θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών της και ενισχύοντας την αρχή της μη ατιμωρησίας σε περιόδους παρατεταμένης κατοχής.
ΟΗΕ και διπλωματική ισορροπία
Μπορεί, λοιπόν, ο Γενικός Γραμματέας να παραγνωρίζει αυτές τις θεμελιώδεις νομικές παραμέτρους; Και επίσης, είναι δυνατόν, τόσο αυτός όσο και οι συνεργάτες του, να μην αντιλαμβάνονται ότι τις ποινικές διώξεις κατά των σφετεριστών τις ασκεί ένα επίσημα συντεταγμένο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία, και όχι η ελληνοκυπριακή κοινότητα; Η απάντηση είναι όχι. Όμως ο ΟΗΕ συχνά επιλέγει ένα γλωσσικό και διπλωματικό ύφος που στοχεύει κυρίως στη διατήρηση των προοπτικών διαλόγου. Η αναφορά του Γκουτέρες στις «μονομερείς ενέργειες που αυξάνουν τις εντάσεις» δεν εμπεριέχει αξιολόγηση ως προς το αν οι ποινικές διώξεις είναι νόμιμες ή όχι. Δεν πρόκειται για καταδίκη, ούτε καν για ευθεία σύσταση αναστολής των ενεργειών αυτών. Είναι, περισσότερο, μια υπενθύμιση του πλαισίου εντός του οποίου ο ΟΗΕ επιθυμεί να λειτουργεί: ένα πλαίσιο αποκλιμάκωσης, συνεννόησης και επανεκκίνησης των συνομιλιών.
Αυτό, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αποποιηθεί της ευθύνης να εφαρμόσει τους νόμους της. Ούτε ότι μπορεί να θεωρηθεί πως η άσκηση διώξεων για παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπονομεύει την ειρήνη. Αντιθέτως, μια ειρήνη που βασίζεται στην ατιμωρησία, την παγίωση της κατοχής και την αδιαφορία για τις αρχές του κράτους δικαίου, είναι μια εφήμερη και εύθραυστη ειρήνη.
Η νομιμότητα ως εχέγγυο διαλόγου
Το κρίσιμο, συνεπώς, δεν είναι να ανασταλούν οι διώξεις υπό τον φόβο πρόκλησης εντάσεων, αλλά να διασφαλιστεί ότι οι ενέργειες της Δημοκρατίας είναι διαφανείς, αντικειμενικές, τεκμηριωμένες και ενταγμένες σ´ ένα πλαίσιο σεβασμού του κράτους δικαίου και των διεθνών δεσμεύσεων. Ο νόμος δεν μπορεί να εργαλειοποιείται, αλλά ούτε και να παραμερίζεται στο όνομα μιας υποτιθέμενης «πολιτικής σταθερότητας», η οποία δεν στηρίζεται σε πραγματικά θεμέλια.
Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει την ευθύνη να διαχειριστεί τέτοιες υποθέσεις με μετριοπάθεια αλλά και αποφασιστικότητα. Χρειάζεται να επιδείξει, εντός και εκτός Κύπρου, ότι δεν διώκει με πολιτικά ή εκδικητικά κριτήρια, αλλά στη βάση θεσμικού σεβασμού προς τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ορθώς, λοιπόν, επιμένει να αποδίδει ευθύνες σε όσους ενσυνείδητα εκμεταλλεύονται περιουσίες εκτοπισμένων, αλλά οφείλει να επικοινωνεί αυτό το μήνυμα με επαγγελματισμό και σοβαρότητα.
Ταυτόχρονα, ο ΟΗΕ δεν μπορεί να εξισώνει τη θυματοποίηση με την αντίδραση στο έγκλημα. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει επωμιστεί επί δεκαετίες το βάρος της υπομονής, της διαλλακτικότητας και της υποστήριξης των προσπαθειών για ειρηνική διευθέτηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί επ’ αόριστον να παραβλέπει τη συνεχιζόμενη παραβίαση του διεθνούς δικαίου στην επικράτειά της, ή να ανεχθεί την εγκαθίδρυση μιας de facto κατάστασης που παγιώνει το έγκλημα και τιμωρεί τους νόμιμους ιδιοκτήτες.
Συμπερασματικά, η συζήτηση που προκύπτει από την έκθεση του Γενικού Γραμματέα είναι σημαντική. Όχι για να τεθεί σε αμφισβήτηση η ορθότητα των διώξεων, αλλά για να επιβεβαιωθεί η ανάγκη σύζευξης νομιμότητας και πολιτικής σύνεσης. Η ειρήνη δεν επιβάλλεται με το να κλείνουμε τα μάτια στην παρανομία. Επιτυγχάνεται όταν χτίζεται πάνω σε θεσμούς, δικαιοσύνη και σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι και το στοίχημα για την Κυπριακή Δημοκρατία: να παραμείνει προσηλωμένη στις αξίες του δικαίου, να αποφεύγει τις παγίδες της πολιτικής εκμετάλλευσης και να μην υποκύπτει σε ερμηνείες που παρουσιάζουν την υπεράσπιση της νομιμότητας ως πράξη πρόκλησης. Διότι στο τέλος της ημέρας, δεν είναι οι διώξεις που απειλούν τη λύση – είναι η ατιμωρησία που νομιμοποιεί τη διχοτόμηση.
*Καθηγητής-Aνθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.