Κίνα: Ήρεμη δύναμη νέας τάξης
Η κρίση Ιράν–Ισραήλ ανέδειξε ότι το Πεκίνο διαθέτει το πολιτικό βάρος, την τεχνοκρατική υποδομή και τη στρατηγική φαντασία να διαμορφώσει ενεργά μια νέα παγκόσμια τάξη.

Η πρόσφατη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Πολιτειών από τη μια πλευρά, και του Ιράν από την άλλη, σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή. Αν και εκ πρώτης όψεως αποτέλεσε μιαν ακόμη ανάφλεξη στη μακρά αλυσίδα εντάσεων της Μέσης Ανατολής, η πραγματική της σημασία έγκειται στον τρόπο με τον οποίο μετατόπισε ισορροπίες, ανέδειξε την ευθραυστότητα των διεθνών σχέσεων και αποκάλυψε τους ρόλους που φιλοδοξούν ν’ αναλάβουν οι ισχυροί παίκτες του 21ου αιώνα. Ανάμεσά τους, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ξεχωρίζει όχι για την ένταση της εμπλοκής της, αλλά ακριβώς για την επιλεγμένη αποστασιοποίηση, τη σιωπηλή της διπλωματία και τη στρατηγική ψυχραιμία με την οποία διαχειρίζεται τις εξελίξεις. Η στάση αυτή, περισσότερο από επιφύλαξη, υποδηλώνει μακροπρόθεσμη στρατηγική πρόθεση: το Πεκίνο επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει την αποσταθεροποίηση της περιοχής, για να εδραιώσει τη δική του επιρροή, όχι με όρους ηγεμονισμού, αλλά ως εναλλακτικός πόλος ισχύος σ’ έναν κόσμο που απομακρύνεται ταχέως από τη μονοπολική αρχιτεκτονική της αμερικανικής παντοδυναμίας.
Η Κίνα δεν στήριξε επισήμως το Ιράν, ούτε επέκρινε μετωπικά τις επιχειρήσεις του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Αντιθέτως, προτίμησε έναν ρόλο μεσολαβητικής ουδετερότητας, παραμένοντας συνομιλητής τόσο της Τεχεράνης όσο και των σουνιτικών καθεστώτων του Κόλπου, ενώ ταυτόχρονα επεδίωξε να διατηρήσει λειτουργικούς διαύλους επικοινωνίας με τη Δύση. Αυτή η στάση δεν οφείλεται σε αμηχανία ή έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά σε καλά επεξεργασμένη γεωπολιτική επιλογή. Η Κίνα προσβλέπει στη σταδιακή μετατροπή της σε παγκόσμιο εγγυητή σταθερότητας – όχι μέσα από στρατιωτική προβολή ισχύος, αλλά μέσω οικονομικής διείσδυσης, πολιτικής μεσολάβησης και θεσμικής οικοδόμησης εναλλακτικών μηχανισμών. Ήδη από το 2023, με την επιτυχή μεσολάβηση στην επαναπροσέγγιση Ιράν–Σαουδικής Αραβίας, η Κίνα είχε δώσει δείγματα αυτής της στρατηγικής. Το γεγονός ότι στον απόηχο της παρούσας κρίσης επανήλθε με πρόταση για πολυμερή διαπραγμάτευση υπό την αιγίδα του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), με συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών, επιβεβαιώνει την επιδίωξή της να καταστεί ο θεσμικός δρων στη Μέση Ανατολή.
Ταυτόχρονα, η Κίνα κινείται με αποφασιστικότητα στο πεδίο της οικονομίας. Η καταστροφή κρίσιμων ιρανικών υποδομών από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς δεν αφήνει περιθώρια εσωστρέφειας στην Τεχεράνη. Αντίθετα, δημιουργεί ευκαιρίες για εξωτερική στήριξη, την οποία το Πεκίνο προσφέρει στοχευμένα μέσω κρατικά ελεγχόμενων κινεζικών εταιρειών. Το ενδιαφέρον για την ανασυγκρότηση των πετροχημικών υποδομών, των λιμανιών και των ενεργειακών κόμβων της χώρας δεν είναι απλώς εμπορικό. Είναι στρατηγικό: η Κίνα επιδιώκει την ένταξη του Ιράν στην ευρύτερη πλατφόρμα της πρωτοβουλίας Μία Ζώνη – Ένας Δρόμος (BRI), ενισχύοντας τον γεωοικονομικό διάδρομο που εκτείνεται από την Κεντρική Ασία έως τη Μεσόγειο. Η αποχώρηση ή η επιφυλακτικότητα Δυτικών επενδυτών λόγω κυρώσεων και αβεβαιότητας διευκολύνει την κινεζική διείσδυση, η οποία δεν εμφανίζεται ως επιβολή αλλά ως εταίρος σταθερότητας και ανάκαμψης. Το Ιράν, εξαιτίας της ανάγκης του για άμεσες ρευστότητες και τεχνολογική υποστήριξη, μετατρέπεται ταχέως σε εξαρτημένο κόμβο της κινεζικής στρατηγικής, χωρίς όμως η σχέση αυτή να αποκτά τα χαρακτηριστικά «συμμαχίας».

Παράλληλα, η Κίνα επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τον ίδιο τον ορισμό της διεθνούς σταθερότητας. Η κινεζική ρητορική περί «σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας» και «μη επέμβασης» αποκτά σαφές περιεχόμενο μετά τη σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν, σε αντιδιαστολή προς τις Δυτικές πρακτικές στρατιωτικής επιβολής. Το Πεκίνο δεν κρύβει την πρόθεσή του να δημιουργήσει εναλλακτικά συστήματα ασφάλειας και θεσμικής διακυβέρνησης, παράλληλα προς τους θεσμούς της Δύσης. Οι BRICS και ο SCO παρουσιάζονται όχι μόνο ως οικονομικά σχήματα, αλλά και ως πολιτικές πλατφόρμες για την έκφραση της «πολυπολικής τάξης». Η συζήτηση που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη για τη δημιουργία ενός «Ασιατικού Συμβουλίου Ασφαλείας», υπό κινεζική αιγίδα και χωρίς το Δυτικό βέτο, εντάσσεται ακριβώς σ’ αυτήν την προοπτική. Η Κίνα φιλοδοξεί να καταστεί δύναμη-εγγυητής, όχι με όρους στρατιωτικής επιβολής, αλλά ως θεσμικός πυλώνας μιας νέας ισορροπίας.
Ωστόσο, η κινεζική στρατηγική δεν περιορίζεται στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η σταδιακή απόσυρση των ΗΠΑ από περιοχές όπου παραδοσιακά ασκούσαν επιρροή δημιουργεί κενά που το Πεκίνο σπεύδει να καλύψει όχι με στρατό αλλά με τεχνολογία, δάνεια και υποδομές. Από την Αφρική μέχρι τον Ινδο-Ειρηνικό, το ίδιο μοντέλο επαναλαμβάνεται με μικρές τοπικές παραλλαγές: επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές, πολιτικές συμφωνίες μακράς πνοής, συμμετοχή σε διμερή ή πολυμερή σχήματα, στήριξη αυταρχικών καθεστώτων χωρίς ιδεολογικές απαιτήσεις. Το Ιράν, υπό αυτό το πρίσμα, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο σε μια ευρύτερη στρατηγική αλυσίδα. Δεν είναι το κέντρο, αλλά ένα αναγκαίο πέρασμα.
Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση της Κίνας είναι ότι κατορθώνει να διεισδύει σε εδάφη υψηλής γεωπολιτικής αξίας, χωρίς να προκαλεί άμεσες αντιδράσεις ή στρατηγικές αντισυσπειρώσεις. Σε αντίθεση με τη Ρωσία, που εμπλέκεται ευθέως και βίαια στη γειτονιά της, η Κίνα λειτουργεί μέσω της αποδοχής, της σταθερότητας και της εξάρτησης. Αυτή η μέθοδος αποδίδει: την ώρα που οι ΗΠΑ και το Ισραήλ επωμίζονται το πολιτικό και ηθικό βάρος μιας σκληρής στρατιωτικής επιχείρησης, η Κίνα αναδεικνύεται σε «υπεύθυνη δύναμη», που δεν καταφεύγει στη βία και προτείνει λύσεις.
Το ερώτημα που προκύπτει, είναι αν αυτό το μοντέλο μπορεί πράγματι να υποκαταστήσει το Δυτικό σύστημα ασφάλειας, ή αν πρόκειται για μια εναλλακτική προσέγγιση περιορισμένης εμβέλειας. Η απάντηση θα εξαρτηθεί από την πορεία των γεγονότων τους επόμενους μήνες: από την ικανότητα του Πεκίνου να διατηρήσει την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στις αντιτιθέμενες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, από τη δυνατότητά του ν’ αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή, αλλά και από την ανταπόκριση των ίδιων των χωρών της περιοχής στη νέα πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, είναι πλέον προφανές ότι η Κίνα δεν είναι απλός παρατηρητής των εξελίξεων. Η κρίση Ιράν–Ισραήλ ανέδειξε ότι το Πεκίνο διαθέτει το πολιτικό βάρος, την τεχνοκρατική υποδομή και τη στρατηγική φαντασία να διαμορφώσει ενεργά μια νέα παγκόσμια τάξη. Και αν η Δύση δεν προσαρμοστεί εγκαίρως, τότε η μετατόπιση της παγκόσμιας ισχύος προς την Ανατολή δεν θα είναι απλώς μια στατιστική υπόθεση, αλλά ένα νέο, εναλλακτικό σύστημα, που ήδη αρχίζει να λειτουργεί.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης