Όταν λες όχι, θα πρέπει να γνωρίζεις και τις επόμενες κινήσεις και να είσαι έτοιμος για νέα στρατηγική. Διαφορετικά, τίθεσαι εν κινδύνω. Το 2004, ορθώς είπαμε όχι στο σχέδιο Ανάν, αλλά από τότε μέχρι σήμερα, παρότι θα μπορούσαμε να είχαμε εναλλακτική στρατηγική, δεν προχωρήσαμε στην εφαρμογή της. Το ίδιο συνέβη και με τις συνομιλίες.
Ορθώς είπε ο Πρόεδρος όχι, λόγω των προκλήσεων του «Μπαρμπαρός», αλλά τώρα το ερώτημα είναι τι γίνεται. Είτε θα επιστρέψουμε με νέους κανόνες και υπό νέες συνθήκες είτε θα επιστρέψουμε στις συνομιλίες ως βρεγμένες γάτες, για να συνεχίσουμε από εκεί όπου μείναμε το 2004!
Από το σχέδιο Ανάν, που εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της λύσης στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας, με σκοπό το όχι να γίνει καθυστερημένα ναι. Και, προφανώς, με χειρότερους όρους. Και αυτό δεν σημαίνει δικαίωση του «ναι», αλλά την αποτυχία μιας διαρκούς ελλειμματικής πολιτικής, που υιοθετεί τον συμβιβασμό με την εισβολή, δηλαδή τον διοικητικό, γεωγραφικό και πληθυσμιακό διαχωρισμό της Κύπρου στη συνταγματική δομή μιας ομοσπονδίας, που θα διχοτομεί την Κυπριακή Δημοκρατία σε δυο ισότιμα συνιστώντα κράτη, εκ των οποίων το ένα θα είναι το υφιστάμενο ψευδοκράτος.
Και το οποίο θα νομιμοποιηθεί και θα συγκατοικεί σε μια κεντρική Κυβέρνηση με το ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος. Μια κεντρική Κυβέρνηση, η οποία θα είναι εγκλωβισμένη, όπως και τα συνιστώντα κράτη, στην τουρκική ισχύ. Στην τριχοτόμηση της ΑΟΖ και της κυριαρχίας της υφιστάμενης Κυπριακής Δημοκρατίας. Την περασμένη Παρασκευή και Σάββατο ήταν στην Αθήνα σε επίσημη επίσκεψη ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Κανονικά, εφόσον το «Μπαρμπαρός» και ο τουρκικός στόλος αλωνίζουν στις θάλασσες του Αιγαίου και της Κύπρου, η ελληνική Κυβέρνηση θα έπρεπε, για λόγους αξιοπρέπειας, να πει όχι. Για χάρη συζήτησης ας πούμε ότι θα πρέπει να συζητήσει η Αθήνα με την Άγκυρα να δουν τι μπορεί να γίνει. Αυτή η προσέγγιση θα είχε μέλλον, εάν στηριζόταν σε κανόνες αμοιβαίου σεβασμού και ισοζυγίων δυνάμεων.
Δεν έχει όμως. Και οι Τούρκοι είναι πάνω στο σβέρκο μας και δεν έχουν πρόθεση να γίνουν διαλλακτικότεροι, εάν εμείς δεν αλλάξουμε πολιτική και στρατηγική, καθώς και μέσα για την υλοποίηση υγιών στόχων. Διότι, ακόμη και αν επιστρέψουμε στις συνομιλίες, οι Τούρκοι θα επανέλθουν στην ΑΟΖ μας για έρευνες και τότε τι θα πράξουμε; Θα φύγουμε ξανά από τις συνομιλίες;
Και τι θα γίνει; Θα οδηγηθούμε στην πρακτική παίζω-ξιπαίζω; Τώρα, επειδή δεν υπάρχει ούτε εναλλακτική στρατηγική, ούτε στόχος, η Λευκωσία με τη συνδρομή της Αθήνας ψάχνει μια καλή δικαιολογία για επιστροφή στις συνομιλίες, την οποία αρνείται να δώσει η Τουρκία. Η οποία θέλει να μας πατά μια στο σβέρκο και μια στον λαιμό! Η εναλλακτική επιλογή είναι μπροστά μας. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ζωντανή ακόμη, και κράτος μέλος της Ε.Ε., όπου η Τουρκία θέλει να ενταχθεί. Κόστος, ισχύς και στρατηγική συνιστούν πυλώνες πολιτικής για την αντιμετώπιση της Άγκυρας.
Στόχος, όμως, δεν μπορεί να είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά η δημοκρατική συνταγματική της μεταρρύθμιση, ενώ, ταυτοχρόνως, για να υποχωρήσει η Τουρκία, θα πρέπει να γίνουν συμμαχίες, αρχής γενομένης με το Ισραήλ και να της επιβληθεί κόστος μέσω των μηχανισμών της Ε.Ε. Και υπάρχουν αρκετοί τρόποι για την επίτευξη του σκοπού αυτού, φτάνει να υπάρχει πολιτική βούληση και ικανότητα. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί το εξής:
Όταν για ένα συμβόλαιο κρατικού αξιωματούχου τα έκαναν θάλασσα, πώς να διαχειριστούν ζητήματα υψηλής πολιτικής και δη με την Τουρκία, καθώς και τη λύση του Κυπριακού, τον καθορισμό στρατηγικής και καθαρών στόχων; Ψιλά γράμματα...