Γιώργος Σεφέρης, «Ευριπίδης, Αθηναίος» Καθώς πλέον αποσυρόμαστε από όλα τα μάταια και τα ψεύδη του κόσμου τούτου, επιστρέφουμε πάντοτε σε όσα αγαπήσαμε. Σε όσα ονειρευτήκαμε. Σε όσα άλλοτε πιστέψαμε. Σε όσα υπερασπιστήκαμε. Εμμόνως. Για όσα διά βίου πεισματικά πολεμήσαμε. Άχρι θανάτου. Στις ματαιώσεις μας, ακόμα, γυρίζουμε. Στις πικρίες του χρόνου. Σκέφτομαι, μιλώντας για όλα αυτά, για όσα μας βρήκαν, για την πατρίδα μας που εγκαταλείψαμε, για τον τόπο μας που πνίγεται και βουλιάζει, για όλους εμάς που αφεθήκαμε ανήμποροι μέσα στον αήθη λόγο και τη φλυαρία της αγοράς, στην αθλιότητα της πολιτικής και των πολιτικών, να καταφύγω και πάλι στον ιαματικό τρόπο της ποίησης. Στον λόγο των μεγάλων μας ποιητών. Σ’ εκείνο το εκπληκτικά αυτοβιογραφικό ποίημα του Γιώργου Σεφέρη από τα Κυπριακά του ποιήματα λέω να γυρίσω, το «Ευριπίδης, Αθηναίος», με εκείνο τον πικρό και στυφό του λόγο. Ένα λόγο αυτοβιογραφικό και εξομολογητικό. Σε μια συντριπτική ποίηση της φθοράς. Ένας λόγος επώδυνος, λοιπόν, αναδύεται μέσα από το ποίημα «Ευριπίδης, Αθηναίος» του Γιώργου Σεφέρη, με τις μνήμες του εμφύλιου σπαραγμού, με τα αδιέξοδα και τις πλεκτάνες των πολιτικών, τη φθορά, με όλα όσα συνέτριψαν τη ζωή μας. Όλα εκείνα που συνέτριψαν και διέλυσαν τη ζωή του τραγικού ποιητή, του Ευριπίδη, του Αθηναίου, που συναντάται ιστορικώς αλλά και βιωματικώς με εκείνο τον εμφύλιο σπαραγμό του Πελοποννησιακού πολέμου, τον οποίο έζησε και στον οποίο παραπέμπει, με τα λατομεία της Σικελίας, αλλά και με τον πόλεμο της Τροίας και με το δίκτυ των Θεών και με τις γνώμες των δυνατών. Στο ποίημα «Ευριπίδης, Αθηναίος», ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, αυτοβιογραφούμενος, επιχειρεί να μιλήσει κατά τρόπο σκληρό και επώδυνο, αναθέτοντας στον αρχαίο τραγικό ποιητή Ευριπίδη να αναδείξει εξομολογητικά το επαναλαμβανόμενο ανθρώπινο δράμα. Γιατί στο ποίημα είναι ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης με την persona του αρχαίου τραγικού που διέρχεται. Του ποιητή, που απέδωσε άλλοτε ποιητικώς, με τον ιδιότυπο και μοναδικό τραγικό του τρόπο, τη ματαίωση της Τροίας και έζησε τον αρχαίο ελληνικό εμφύλιο. Θυμίζω εδώ τη σκληρή τραγωδία του «Ελένη» καθώς και το ομώνυμο σεφερικό ποίημα, με το «Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;», ως προμετωπίδα. Τον μεγάλο πόλεμο έζησε κι ο Γιώργος Σεφέρης. Αλλά και τον ελληνικό εμφύλιο αιώνες μετά. Τη ματαίωση και τις πλεκτάνες του κόσμου και της ιστορίας, το δίχτυ των δυνατών, που θα οδηγήσουν τελικά και στο δράμα της Κύπρου. Σ’ ένα επαναλαμβανόμενο δράμα στον τόπο της ιστορίας. Για την τραγωδία της ιστορίας γράφει τελικά ο Σεφέρης. Για την τραγωδία της ιστορίας έγραψε αιώνες πριν κι ο ποιητής Ευριπίδης. Καθώς πλέον αποσυρόμαστε από όλα τα μάταια και τα ψευδή του κόσμου τούτου, αντιγράφω το ποίημα «Ευριπίδης, Αθηναίος», με τον σκληρό εξομολογητικό του λόγο. Τριτοπρόσωπη εκ των υστέρων γραφή ενός ποιήματος, που πρωτογράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο, ως ποίημα επώδυνης εξομολόγησης, κατάθεσης και απόθεσης του διαχρονικού πόνου. Της φρίκης. Της απελπισίας της ιστορίας. «Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας? και στα λατομεία της Σικελίας. Του άρεσαν οί σπηλιές στην αμμουδιά κι οί ζωγραφι?ς της θάλασσας.? Είδε τις φλέβες των ανθρώπων? σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ? αγρίμια? ? προσπάθησε να το τρυπήσει.? Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι?? ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.» Αυτή τήν αίσθηση έχω κι εγώ χρόνια τώρα, καθώς φεύγει πια ? καιρός, καθώς όλα εξαντλο?νται. Την αίσθηση της σκληρής μοναξιάς. Του σπαραγμού. Έτσι αισθάνομαι να μας σπαράζουν τα σκυλιά. Κι εκείνα τα τοπία της θάλασσσας, με τη λυτρωτική της γαλήνη να αποσύρονται οριστικά. Όπως μας είπε λίγο πριν ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης στην «Κίχλη»: «Γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο θ’ αδειάσουν τα μάτια απ’ το φως της μέρας πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.» Να, ? μεταθανάτια γαλήνη. ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ