Ειδήσεις

Γλυκιά ζωή σαν μαύρη σοκολάτα…

Περιμένοντας να λάμψει η πικρή μα σωτήρια ίσως αλήθεια
Ζώντας την εποχή του Mνημονίου, καταβροχθίζοντας το γαλακτομπούρεκο και το εκμέκ κανταΐφι με κρέμα
ΤΑ ΓΛΥΚΑ είναι η επιλογή μου, από αντίδραση στα πρέπει και τα μη, στην καταχνιά που μου φέρνει η αθλιότητα τής σημερινής Κύπρου

Η Άντζελα είναι Ρωσίδα παντρεμένη με Κύπριο. Ζει στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια. Εργάζεται σε ένα μεγάλο κατάστημα. Είναι ειλικρινής, αυθόρμητη, πάντοτε με χαμόγελο. Γι’ αυτό και οι πελάτες της μπαίνουν στο κατάστημα, τη χαιρετούν ακόμη κι αν δεν αγοράσουν τίποτε. Ίσως και να έζησε δύσκολα χρόνια στη Ρωσία. Πάντοτε έχει μια καλή κουβέντα για τον καθένα. Κάθε φορά που περνώ από το κατάστημά της μπαίνω και τη χαιρετώ. Αν τη ρωτήσεις πώς είναι, θα σου απαντήσει πάντοτε: «Πολύ καλά! Τέλεια!».
Ακόμη κι αν η κρίση κτύπησε την οικονομία και ο δρόμος που βρίσκεται το κατάστημα, στην οδό Θεμιστοκλή Δέρβη, έχασε την παλιά του αίγλη. Σου αλλάζει τη διάθεση και ποτέ δεν σε υποχρεώνει να ψωνίσεις, ακόμη κι αν σου λέει πως έφερε νέα συλλογή. Παπούτσια κατ’ ακρίβεια.
Η κριτική της Άντζελα
Αυτήν τη φορά η Άντζελα ήταν πολύ αυστηρή μαζί μου. «Πώς πάχυνες έτσι; Πού θα πας; Πρόσεχε. Κάνε δίαιτα! Την άλλη φορά που θα περάσεις από εδώ να έχεις χάσει κιλά. Βάλε τσιρότο στο στόμα. Δεν ξέρω τι θα κάνεις!».
Υπό άλλες συνθήκες, η κουβέντα της Ρωσίδας που μιλά άπταιστα ελληνικά και ρίχνει κουβέντες σε βαριά κυπριακή διάλεκτο, ίσως και να με ενοχλούσαν. Αυτήν τη φορά ειλικρινά παραδέχτηκα. «Έχει απόλυτο δίκαιο. Δεν μπορώ να σταματήσω να τρώω».
Η λιγούρα
Γλυκά, γλυκά. Όλα τα παχυντικά γλυκά που μπορεί κανείς να βρει. Και ποτά, milk shake, καπουτσίνο με σαντιγί, latte επίσης με σαντιγί. Και να έφταναν μόνο αυτά; Καταβροχθίζω τα σνακ από το πρωί και η μέρα μου συνεχίζεται με γλύκισμα από τη «Γιαγιά Βικτωρία». Όταν δε, με πιάσει η μεγάλη λαιμαργία ή λιγούρα, τα αφήνω όλα και τρέχω για καμιά κρέπα ή βάφλα με φράουλες, άσπρη σοκολάτα και σαντιγί. Τελευταία τους λέω να αφαιρούν τη σαντιγί, μπας και γλιτώσω κανένα γραμμάριο. Τίποτε.
Σκέφτομαι πως η ζυγαριά μου ίσως και να χάλασε. Δεν γίνεται από τα σταθερά κιλά των 52 και 53 κιλών να εκτοξεύτηκα στα 59 παρακαλώ. Μη φανταστείτε πως έγινα φάλαινα αλλά, ναι, με κοντεύει η... καταστροφή. Για μένα που ποτέ δεν είχα θέμα με τα κιλά, ούτε που με ένοιαζε τι θα έτρωγα και πόσα. Από τότε που η ζυγαριά μου με προδίδει, τρεις με τέσσερις μήνες τώρα, δεν μπορώ να πω ότι έπιασα πάτο. Τις τελευταίες μέρες όμως, το ομολογώ, έπεσα στις μαύρες μου, σκεφτόμενη πως έτσι που πάω θα καταντήσω υπέρβαρη.
Συναισθηματική φόρτιση
Φυσικά, έχω χαρίσει τα περισσότερα ρούχα μου γιατί δεν μπορούν να χωρέσουν το κορμί μου που παχαίνει, και χρειάστηκε να ανανεώσω την γκαρνταρόμπα μου. Εκεί να δείτε κατάθλιψη! Οι πωλήτριες που με ξέρουν δεν το πιστεύουν, τα νούμερα αυξάνονται και όσο εκείνα εκτοξεύονται, άλλο τόσο η λαιμαργία μου για τα γλυκά γίνεται καθημερινή συνήθεια. Πιθανότατα από αντίδραση, ίσως και από συναισθηματική φόρτιση γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και δεν μπορώ να τα ελέγξω.
Περιττό να πω πως βγήκα εκτός προϋπολογισμού, και καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες να διαχειριστώ την πιστωτική μου κάρτα που γράφει κόκκινο και μέχρι τώρα πλήρωνα και το τελευταίο σεντ.
Σκέφτομαι πως πρέπει να κάνω κάτι, επιβάλλεται να κάνω κάτι, να βάλω μια τάξη στο βάρος μου για να μπορέσω να πληρώσω τα χίλια ευρώ των φορολογιών. Βλέπετε, είναι λίγα αυτά που πλήρωσα τόσα χρόνια για τη συντήρηση και λειτουργία της κρατικής μηχανής, χωρίς να έχω οποιοδήποτε ωφέλημα. Φόροι ακίνητης ιδιοκτησίας, αποχετευτικό, σκύβαλα για τον Δήμο, και πάει λέγοντας. «Πού πάμε;», σκέφτομαι κι άλλο ένα εκμέκ κανταΐφι γεμίζει το στομάχι μου, και δυσκολεύει το κούμπωμα του παντελονιού που μόλις αγόρασα.
Το φαΐ θα μας μείνει
Η... κάθοδός μου ξεκίνησε από εκείνη τη μέρα του κουρέματος στο Εurogroup, όχι πως εγώ είχα καταθέσεις και τις κούρεψαν, και συνεχίζεται αργά και σταθερά. Κανένας και τίποτε δεν μπορεί να ανακόψει την αύξηση των κιλών και για πρώτη φορά δεν μου καίγεται καρφί.


«Ας τα βάλω τα κιλά. Το φαΐ θα μας μείνει. Τι άλλο;». Και η μάσα των γλυκών συνεχίζεται ακάθεκτη. Τίποτε δεν τη σταματά. Σκέφτομαι πως ίσως να είναι η πανοπλία μου για να κρύψω τον θυμό μου και να σκεπάσω τα συναισθήματά μου για την κρίση. Ίσως επειδή βασανίζομαι ακόμη για ό,τι συνέβη στο νησί. Συλλογίζομαι πως ούτε κι αυτήν τη φορά θα λάμψει η αλήθεια. Ποια αλήθεια; Ότι υπάρχουν οικογένειες που πεινούν και νέοι που εγκαταλείπουν τον τόπο για να ζήσουν.
Σκηνικό Μίκυ Μάους
Τα γλυκά είναι η επιλογή μου για να διατηρώ τη διαύγειά μου, να συνεχίσω να γράφω και να αγωνίζομαι, όχι βέβαια για να έχω καταθέσεις -πού τέτοια χαρά- αλλά ο μη γένοιτο για να μπορώ ν’ αντιμετωπίσω μιαν αρρώστια και να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Τους φόρους, το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, τη βενζίνη, χώρια η υπεραγορά και οι καφέδες μου. «Τι άλλο μας έμεινε;», σκέφτομαι και η οργή επιστρέφει ακόμη πιο έντονη.
Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Απλώς θεατής σε ένα σκηνικό που θυμίζει Μίκυ Μάους, το θέατρο που παραλόγου, Σάμιουελ Μπέκετ, Ευγένιος Ιονέσκο, Ζαν Ζενέ και Άρθουρ Αντάμοβ. Η βεβαιότητα, η ελπίδα, οι αξίες, οι θεσμοί και τα συστήματα έχουν καταρρεύσει. Βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά σε έναν κόσμο αποξενωμένο, τρομακτικό, μπροστά στο παράλογο.
Ζητώ πολλά
Ομολογώ πως σκέφτομαι συνέχεια πως είναι η στιγμή που ο κόσμος πρέπει να αντιδράσει και να δράσει. Να έλθει αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα, να σταματήσει να εφησυχάζει.
Να παραδεχθεί πως έχει κι αυτός μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση. Δεν μπορούμε να ζούμε με ψευδαισθήσεις. Από την περασμένη Τρίτη καταβάλλω προσπάθειες να κόψω τις λιχουδιές, πράγμα δύσκολο.
Είπα να αρχίσω να περπατώ δέκα λεπτά την ημέρα, με το πρόσχημα πως ο Snoopy πρέπει να περπατά για να ξεμουδιάζει από τη σκυλίσια ζωή.
Από την άλλη, ως αντίδραση για την κουρεμένη ζωή μας, δεν υπόσχομαι τίποτε. Ακόμη, κι αν οι πολλοί με θεωρούν εγωκεντρικό παιδί που επιμένει, και θέλει να έχει αυτό που του κατέβηκε στο νου. Ίσως και να υιοθετώ τον αμφισβητούμενο Φρόυντ και την επισήμανσή του πως «τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν».
Ίσως να θέλω να κάνω κι εγώ το δικό μου, αψηφώντας τις παραινέσεις και τις συμβουλές των άλλων, και τα πικρόχολα σχόλια κάποιων που γίνονται μόνο και μόνο για να μειώσουν την αυτοπεποίθησή μου.
Το γλυκό των 4 ευρώ
ΠΟΛΥ πιθανόν να έβαλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου, πως θα κόψω τα γλυκά όταν λάμψει η αλήθεια. Ίσως και να θέλω να ρίξω στον κάλαθο των αχρήστων τα πρέπει και τα μη των διατροφολόγων: «Αποφύγετε γλυκά, παγωτά, αναψυκτικά, σοκολάτες και οτιδήποτε άλλο περιέχει ζάχαρη, διότι θα σας προσφέρουν μόνο προσωρινή ανακούφιση, ενώ στη συνέχεια θα επιδεινώσουν σημαντικά το πρόβλημα». Και τα υπόλοιπα πώς θα τα αποφύγω;


Σκέφτομαι τον φίλο μου τον Δημήτρη, που παραδεχόμενος την πραγματική του οικονομική κατάσταση μού εκμυστηρεύτηκε μια τραγική πραγματικότητα: «Πήγα στο καφέ της γειτονιάς για να διαβάσω. Παράγγειλα καφέ. Τέσσερα ευρώ. Μετά είπα να φάω μια λαχταριστή σοκολάτα. Είχα καιρό να τη δοκιμάσω. Είδα την τιμή και είπα σταμάτα. Τέσσερα ευρώ! Συγκρατήθηκα, σκεφτόμενος πως με τα τέσσερα ευρώ θα έπινα τον επόμενο καφέ, μιαν άλλη μέρα.


Έβαλα το χέρι στην τσέπη και διαπίστωσα πως δεν κρατούσα ούτε ένα ευρώ». Κι, όμως, ο Δημήτρης έχει ακόμη τη δουλειά του, μια σταθερή δουλειά με χαμηλό μισθό μεν για τα πολλά προσόντά του, αλλά ακόμη την έχει. Συχνά πυκνά τον σκέφτομαι. Ακόμη κι αν δυσκολεύομαι να κόψω τις γλυκές καταστροφικές μου συνήθειες.
Η ζωή είναι γλυκιά
Είπα να σκέφτομαι θετικά, περιμένοντας να λάμψει η αλήθεια. Ποια αλήθεια; Πως μας κούρεψαν τα όνειρα, γονάτισαν τις ελπίδες μας και κουτσούρεψαν ανελέητα τους μισθούς μας; «Ας τα δοκιμάσω όλα τώρα», συλλογίζομαι. Ίσως σύντομα να μην κρατώ τέσσερα ευρώ να δοκιμάσω το τρίγωνο Πανοράματος και τη λαχταριστή μπουγάτσα. Ίσως και να είναι δύσκολο να πιω ένα καπουτσίνο και να γευτώ μια γεύση μαύρης σοκολάτας. Μου λένε πως θα λάμψει η αλήθεια και είμαι σχεδόν σίγουρη πως γι' άλλη μια φορά μας τρελαίνουν με τα ψέματά τους. Χρηματιστήριο, Μαρί και η ζωή συνεχίζεται. Γλυκιά σαν καραμέλα...