Αναλύσεις

ΑΚΕΛ: Οι διαγραφές στελεχών του 1952

Αυτά τα στελέχη θεωρήθηκε ότι είχαν στόχο να αντιπολιτευθούν την εκλεγμένη ηγεσία του κόμματος και να προωθήσουν οπορτουνιστικά στοιχεία
Η πρόσφατη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΑΚΕΛ, με βάση την έρευνα της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου (ΚΕΕ) του κόμματος, έφερε συνειρμικά στο μυαλό μια ανάλογη, αλλά πολύ διαφορετική, περίπτωση, αυτή των διαγραφών στελεχών του ΑΚΕΛ το 1952. Η απόφαση εκείνη στηρίχθηκε και πάλι σε έρευνα στην οποία κατέληξε η ΚΕΕ του κόμματος. Οι διαγραφές σημαντικότατων, τότε, στελεχών του ΑΚΕΛ ήταν απόφαση της 2ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, που έγινε στις 10, 11 και 12 Αυγούστου 1952 και πήρε τότε σημαντικές αποφάσεις για την «οπορτουνιστική και φραξιονιστική ομάδα» που δρούσε στο κόμμα.
Ο σημερινός ερευνητής μπορεί να βρει πολλές πληροφορίες σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο του κομματικού περιοδικού «Δημοκράτης» (τεύχος 8-9, Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1952), που αναφέρεται στις διαγραφές στελεχών του ΑΚΕΛ αλλά και στην προσπάθεια του κόμματος να μεταδώσει, μέσω του άρθρου, τις απόψεις της ΚΕ για τα διαγραμμένα στελέχη και τα στοιχεία που τους καταμαρτυρούν.
Πρώτα απ’ όλα, το κόμμα κατηγορεί μια ομάδα στελεχών ως «οπορτουνιστές» και «φραξιονιστές» που είχαν σαν στόχο να διασπάσουν την ενότητα του κόμματος και να αλλάξουν τη γραμμή της Ένωσης, επαναφέροντας τη γραμμή της αυτοκυβέρνησης, η οποία χαρακτηρίζεται ως συμβιβαστική. Παράλληλα, αυτά τα στελέχη θεωρήθηκε ότι είχαν στόχο να αντιπολιτευθούν την εκλεγμένη ηγεσία του κόμματος και να προωθήσουν οπορτουνιστικά στοιχεία. Αυτά τα στελέχη, σύμφωνα με το περιοδικό, είναι ο Πλουτής Σέρβας, ο Χριστοφής Νούσης και ο Γεώργιος Κακογιάννης, οι οποίοι συνεργάζονταν με άλλα «αντικομματικά», όπως χαρακτηρίζονται, στοιχεία, όπως ο Βάσος Λυσσαρίδης, που, σύμφωνα με τον «Δημοκράτη», έχει διωχτεί ήδη από το κόμμα, καθώς επίσης και ο Χρύσανθος Σαββίδης.
Η απόφαση της ΚΕ και της ΚΕΕ αρχίζει με μια εισαγωγή, στην οποία καταγράφεται το ιστορικό της δράσης των «οπορτουνιστικών στοιχείων». Μετά από την εισαγωγή καταγράφονται οι «αντικομματικές ενέργειες των φραξιονιστών», καθώς επίσης και μερικά «χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής και δράσης των». Για παράδειγμα, ο Νούσης και Λυσσαρίδης κατηγορούνται ότι συκοφάντησαν την ηγεσία του κόμματος σε στελέχη του Κ.Κ.Ε. με στόχο να την πλήξουν, ενώ παράλληλα ο Νούσης δεν παραδέχτηκε κάτι τέτοιο, παρόλο που το κόμμα είχε αδιάσειστα στοιχεία. Επίσης, όλοι φραξιονιστές κατηγορούνται για τη προσπάθειά τους να περάσουν τις απόψεις τους στο 7ο Συνέδριο του κόμματος αλλά και μετά, ενώ την ίδια στιγμή κατηγορούν τον Γ.Γ. του ΑΚΕΛ, Εζεκία Παπαϊωάννου, ως «πράκτορα».
Εκτός από αυτές τις ενέργειες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με το καταστατικό του κόμματος, το περιοδικό παρουσιάζει και πληροφορίες για τη ζωή των «φραξιονιστών», σε μια προσπάθεια να πλήξει ακόμα περισσότερο την εικόνα τους. Για παράδειγμα, ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος κατηγορείται ως συντονιστής της αντικομματικής φράξιας, παρουσιάζεται να βρίσκεται στην Αθήνα μετά το τέλος του πολέμου και παρόλο που «αυτοπλασάρεται» εκεί σαν «δραστήριος αριστερός», δεν έχει την παραμικρή ενόχληση από τον μοναρχοφασισμό». Παράλληλα, παρουσιάζεται ως δόκιμο μέλος του Κ.Κ.Ε., που εκδιώχθηκε τελικά επειδή αρνήθηκε να υπηρετήσει στον «Δημοκρατικό Στρατό». Στο άρθρο καταγράφονται επίσης και οι κατηγορίες για τους υπόλοιπους τρεις «φραξιονιστές», από τους οποίους βέβαια μεγαλύτερη έκταση παίρνει ο Πλουτής Σέρβας.
Ο Σέρβας «δεν είναι μόνο απειθάρχητος... δεν είναι μόνο ο συνεργάτης και ο πραγματικός εγκέφαλος της σημερινής φράξιας που σήκωσε τη σημαία της ανταρσίας ενάντια στο κόμμα...», αλλά είναι «πρώτα απ’ όλα ένας Δηλωσίας από το 1935», επαναφέρει δηλαδή μια παλιότερη κατηγορία ενάντια στον Σέρβα, ότι αποκήρυξε τις ιδέες και τις αρχές του κόμματος με Δήλωση που του έδωσαν να υπογράψει οι Βρετανοί αποικιοκράτες. Οι Γ. Κακογιάννης και Χ. Σαββίδης επίσης κατηγορούνται, μεταξύ άλλων, ότι καταφέρονταν εναντίον της ηγεσίας του κόμματος, αλλά και για τις σχέσεις τους με τον Βάσο Λυσσαρίδη και τους υπόλοιπους «φραξιονιστές». Οι Κακογιάννης και Σαββίδης το 1969 υπήρξαν από τα πρώτα στελέχη της ΕΔΕΚ, που ίδρυσε ο Βάσος Λυσσαρίδης.
Το άρθρο του «Δημοκράτη» καταγράφει και τα συμπεράσματα του κόμματος και παράλληλα επικαλείται αναφορές του Λένιν και του Στάλιν: «Και ο σ. Στάλιν ξανά συμπεραίνει: ... Υπάρχει μια γραμμή, η γραμμή του κόμματος. Μα παράλληλα μ’ αυτήν υπάρχει κι άλλη γραμμή ... που κάνει αγώνα ενάντια στη γραμμή του κόμματος ... με συκοφαντίες ενάντια στο κόμμα, με μασκαρεμένη υπόσκαψη του κόμματος, με παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις με τους χτεσινούς τροτσκιστές, με σκοπό την οργάνωση αντικομματικού μπλοκ.


Αυτή η δεύτερη γραμμή είναι γραμμή οπορτουνιστική». Και συνεχίζει το άρθρο: «Η μια γραμμή είναι η γραμμή του κόμματός μας ... η πραγματική λαϊκή γραμμή της Ένωσης χωρίς όρους, χωρίς παζαρέματα, χωρίς ανταλλάγματα, η γραμμή της αδιάλλαχτης, μαχητικής απελευθερωτικής πάλης. Η άλλη είναι η γραμμή της ομάδας Πλουτή - Λυσσαρίδη - Νούση - Κακογιάννη και Σία, η γραμμή του συμβιβασμού που εξυπηρετεί συμφέροντα ξένα προς τον λαό. Είναι η γραμμή των «συνταγματικών» λύσεων...».
Όλες αυτές οι κατηγορίες δεν τεκμηριώνονται από το περιοδικό και δεν αποδεικνύονται από άλλες πηγές. Αξίζει να σημειωθεί ότι, χρόνια μετά τις διαγραφές, στελέχη του ΑΚΕΛ, που ψήφισαν υπέρ της απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης (Ζαβού Σούλα, Τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου στον 20ό αιώνα). Ο Ανδρέας Ζιαρτίδης, γενικός γραμματέας της ΠΕΟ τότε, αναφέρει τα εξής:
«Βεβαίως, όλοι μας τότε στην Κεντρική Επιτροπή στηριχτήκαμε πάνω στα στοιχεία, στις καταθέσεις, στις μαρτυρίες που μας παρουσίασε η τότε επαγρύπνηση του κόμματος. Εκ των υστέρων ξέρουμε όλοι ότι αυτή η επαγρύπνηση είχε, έχει, όλες τις αμαρτίες που έχουν οι επαγρυπνήσεις, όχι των κομμάτων, αλλά και των κρατών ακόμη, οι μυστικές υπηρεσίες. Λοιπόν, μου δώσατε την ευκαιρία να πω ότι έκαμα λάθος».
Ο Χριστάκης Κατσαμπάς, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, αναφέρει τη δική του μαρτυρία και άποψη:
«... δεν είχα πεισθεί από όσα καταμαρτυρούνταν εναντίον του Πλουτή Σέρβα, Χριστοφή Οικονομίδη (Νούση), Γιώργου Κακογιάννη, Βάσου Λυσσαρίδη ότι ήταν σωστά, είχα τις αμφιβολίες μου, έντονες αμφιβολίες, δεν είχα πεισθεί. Όταν μάλιστα υπέβαλα κάποιες ερωτήσεις, η απάντηση που είχα: "Αυτά λέει η επαγρύπνηση, ή τα δέχεστε ή δεν τα δέχεστε". Πρέπει να ζήσει ένας τη σταλινική νοοτροπία εκείνης της εποχής, ήταν ο εξευτελισμός του ανθρώπου, δηλαδή να ψηφίσω υπέρ κάποιου για τον οποίο δεν είμαι πεπεισμένος ότι ορθά ψηφίζω».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
Ιστορικός Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας