Περιβάλλον

Το λυκόσκυλο του Ταϊμίρ κοινός πρόγονος λύκων και σκύλων

Κάποιοι ειδικοί τοποθετούν την εξημέρωση πριν από περίπου 20 χιλιάδες έτη, ενώ άλλοι μιλούν για ενδείξεις εξημέρωσης πριν από περίπου 70 χιλιάδες έτη

Αναλύσεις DNA δείχνουν, επίσης, ότι τα χάσκι σήμερα στη Σιβηρία και στη Γροιλανδία έχουν έναν ασυνήθιστα υψηλό αριθμό κοινών γονιδίων με αυτά του αρχαίου αυτού λυκόσκυλου, που έζησε πριν από 35.000 χρόνια
Οι θεωρίες για την εξημέρωση του λύκου και την εμφάνιση του σκύλου ως οικόσιτου ζώου ποικίλλουν ως προς τον γεωγραφικό και χρονικό προσδιορισμό αυτής της εξέλιξης.
Η πιο πρόσφατη γενετική μελέτη τοποθετεί την εξημέρωση του σκύλου χρονικά από 27 ώς 40 χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας και γεωγραφικά στη σημερινή Σιβηρία.
Κάποιοι ειδικοί τοποθετούν την εξημέρωση πριν από περίπου 20 χιλιάδες έτη, ενώ άλλοι μιλούν για ενδείξεις εξημέρωσης πριν από περίπου 70 χιλιάδες έτη. Κάποιες μελέτες υποδεικνύουν ως τόπο καταγωγής των σκύλων την Ευρώπη, κάποιες άλλες τη Μέση Ανατολή και άλλες τη Νοτιοανατολική Ασία.
Προηγούμενοι υπολογισμοί, που στηρίζονταν επίσης σε αναλύσεις DNA, έδειχναν ότι οι κοινοί πρόγονοι των σύγχρονων σκύλων είχαν διαφοροποιηθεί από τους λύκους το πλείστον 16.000 χρόνια μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων.
Αυτή η γενετική ανάλυση, που έγινε σε τμήμα σιαγόνας, η χρονολόγηση της οποίας έγινε με τη μέθοδο του άνθρακα και έδειξε ότι είναι 35.000 ετών, αποκαλύπτει ότι αυτό το λυκόσκυλο του Ταϊμίρ εκπροσωπεί τον πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο των σύγχρονων λύκων και σκύλων.
Επομένως οι σκύλοι μπορεί να είχαν εξημερωθεί πολύ πιο νωρίς από αυτό που πιστεύουμε εν γένει, αποκαλύπτει ο Λαβ Ντάλεν, του σουηδικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, ο οποίος ήταν και ένας από τους κύριους παράγοντες της έρευνας αυτής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η μόνη άλλη εξήγηση θα ήταν να έχει προκληθεί μια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ δύο πληθυσμών λύκων εκείνη την περίοδο και από τον έναν από αυτούς να γεννήθηκε όλη η ράτσα των σύγχρονων λύκων, εξηγεί ο επιστήμονας.
Ωστόσο, προσθέτει, η τελευταία αυτή υπόθεση είναι λιγότερο πιθανή καθώς κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την εξαφάνιση του άλλου πληθυσμού των λύκων στη φύση. Αναλύσεις DNA δείχνουν, επίσης, ότι τα χάσκι σήμερα στη Σιβηρία και στη Γροιλανδία έχουν έναν ασυνήθιστα υψηλό αριθμό κοινών γονιδίων με αυτά του αρχαίου αυτού λυκόσκυλου, που έζησε πριν από 35.000 χρόνια. Αυτό έζησε μόνο μερικές χιλιάδες έτη μετά την εξαφάνιση του ανθρώπου του Νεάντερνταλ στην Ευρώπη και την εμφάνιση του σύγχρονου ανθρώπου (Homo Sapiens) στην Ευρώπη και στην Ασία, επισημαίνουν τέλος οι ερευνητές.
Οι υπόλοιπες θεωρίες
Μια κοινή έρευνα των Πανεπιστημίων του Τούρκου στη Φινλανδία και της Καλιφόρνια στις ΗΠΑ υποστηρίζει ότι ήταν οι Ευρωπαίοι κυνηγοί εκείνοι που «δάμασαν» τους πρώτους λύκους μεταλλάσσοντάς τους σε οικόσιτους σκύλους.
Συγκρίνοντας τις γενετικές ακολουθίες πολλών αρχαίων λύκων και σκύλων με υλικό από σημερινά ζώα, εντόπισαν τις ρίζες των σκύλων στην Ευρώπη - σε αρχαίες ράτσες σκύλων που δεν υπάρχουν σήμερα- και όχι στην Ασία ή στη Μέση Ανατολή, όπως υποστήριζε η επικρατέστερη έως σήμερα θεωρία.
Επιπλέον, οι σκύλοι φαίνεται πως έκαναν την εμφάνισή τους πριν από 20.000 - 30.000 χρόνια και όχι 15.000 χρόνια, όπως πίστευαν μέχρι πρότινος οι επιστήμονες.
Την εν λόγω θεωρία υποστηρίζουν και άλλες μελέτες, όπως εκείνη της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών, που αναφέρει ότι οι σκύλοι διαχωρίστηκαν από τους γκρίζους λύκους πριν από 32.000 χρόνια και έκτοτε ο εγκέφαλος και τα πεπτικά όργανα των οικόσιτων σκύλων εξελίχθηκαν με παρόμοιο τρόπο με τον εγκέφαλο και τα όργανα των ανθρώπων. Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι σκύλοι εξημερώθηκαν πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα και πως η συμβίωση σε κοινό περιβάλλον επηρέασε την εξέλιξη ανθρώπων και σκύλων για χιλιάδες χρόνια. Μια δεύτερη προσέγγιση όπως εκείνη των επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Ουψάλα στη Σουηδία αποδίδει τη μετεξέλιξη των λύκων σε σκύλους στην κατανάλωση αμυλούχων απορριμμάτων από τις ανθρώπινες κοινότητες. Με άλλα λόγια, οι λύκοι πλησίαζαν όλο και περισσότερο τους ανθρώπους, τρεφόμενοι με τα «αποφάγια» τους, μέχρι που σταδιακά εξοικειώθηκαν και τελικά ενσωματώθηκαν στις κοινότητες και στην καθημερινότητά τους.
Πηγή: econews.gr