Αναλύσεις

Για τη θρησκεία στην παιδεία: Ορθολογικόν το φιλελεύθερον

Το περίεργο με το επίπεδο συζήτησης για τα των λειψάνων είναι το πόσο λίγο λαμβάνονται υπ' όψιν τα γεγονότα. Όχι, δεν αναφέρομαι στο τι επιλέγει να πιστεύει ο καθένας σχετικά με την ιερότητα οστών και εάν είναι πράγματι ιερά ή θαυματουργά, αφού σε ατομικό επίπεδο ο καθένας είναι ελεύθερος να αντλεί ελπίδα, παρηγοριά κλπ από όπου επιλέγει - είναι ταυτόχρονα συζητήσιμες οι συνέπειες κοινωνιολογικά όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, αλλά επιμένω ότι σε ατομικό επίπεδο, χρηστικά μιλώντας, αναγνωρίζονται τα θετικά για το άτομο που κάνει αυτή την επιλογή.


Τονίζεται ότι κάποιος μπορεί να είναι πιστός, να θρησκεύει, αλλά να έχει επιφυλάξεις για την όλη παράδοση περί ιερών λειψάνων. Δεν αναφέρομαι λοιπόν σε αυτό. Αναφέρομαι στην αντίδραση για το ότι πάει να αλλοτριωθεί η ελληνικότητα και η (ορθόδοξη) χριστιανικότητα του χαρακτήρα της κοινωνίας μας κλπ, με φράσεις όπως «αν δεν τους αρέσκει ας παν αλλού» και «για χάρη της πολυπολιτισμικότητας να χάσουμε εμείς την ταυτότητά μας;» ή «όσοι δεν θέλουν ας μη στέλλουν τα παιδιά τους», «αύριο θα μας πουν το ίδιο και για τα ελληνικά στο σχολείο;» και αντίστροφα, «γιατί όλοι αυτοί που έχουν πρόβλημα με τα προσκυνήματα δεν έχουν πρόβλημα και για τα ελληνικά; Σημαίνει ότι έχουν εμπάθεια ειδικά κατά της θρησκείας» κ.ά.
Μα η Κύπρος ήταν πάντα πολυ-πολιτισμική και κράτος έγινε μόλις το 1960, ούσα ακόμα πολυ-πολιτισμική, πράγμα που καθιστούσε ακόμα πιο αναγκαίο να είναι κοσμικό ως τέτοιο και δη ως δικοινοτικό. Προηγουμένως υπήρξαν βασίλεια, πόλεις-κράτη, ήταν επαρχία διαφόρων αυτοκρατοριών, βασίλειο αποστατών κυβερνητών (της Ανατολικής Ρωμαϊκής/Βυζαντινής) κλπ μέχρι το 1191, μετά ήταν βασίλειο, μετά βασίλειο-αποικία, μετά αποικία, μετά επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά αποικία της βρετανικής και ΜΕΤΑ έγινε ανεξάρτητο κράτος, με δύο κυρίαρχες βρετανικές περιοχές βεβαίως, καθώς και επίσημες γλώσσες που επαφίεται στις κοινότητες να χρησιμοποιούν στην παιδεία τους, ως αναντικατάστατο μέσο σκέψης, μάθησης, επικοινωνίας και τελικά προϋπόθεσης ύπαρξης κάποιας συλλογικότητας, που να μπορεί να ορίζεται ως «κοινωνία», όπως και οι κοινοί νόμοι (δεν μελετάται εδώ σε ποιο βαθμό αυτό πράγματι επιτυγχάνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία, αφήνοντας παράλληλα χώρο για ανάπτυξη παράλληλων και ταυτόχρονων ταυτοτήτων για όλες τις κοινότητες του νησιού, αφού οι Μαρωνίτες, Λατίνοι και Αρμένιοι υποχρεώθηκαν με την ίδρυση του κράτους να επιλέξουν να ενταχθούν σε μια από τις δύο μεγάλες κοινότητες).


Όσες φορές κατά τις πιο πάνω περιόδους κάποια ηγεμονική Αρχή αποφάσιζε να αγνοήσει την πολυ-πολιτισμικότητα του νησιού ακολουθούσε πόνος, καταπίεση, σφαγές, δυστυχία, διά της βίας προσηλυτισμοί και διώξεις (η ιστορική ειρωνεία, που δεν είναι το θέμα μας εδώ αλλά δίνει κάποια προοπτική σε όποιον θέλει να την λάβει υπ' όψιν, είναι ότι σε τέτοιες συνθήκες είναι που επιβλήθηκε και επικράτησε και ο Χριστιανισμός στην Κύπρο κατά τη βυζαντινή περίοδο, όταν ακόμα δεν ήταν «βυζαντινή» τόσο η αυτοκρατορία, όσο εκχριστιανισθείσα ρωμαϊκή).
Για κάποιους ιστορικούς, και άρα ιδιοσυγκρασιακούς από την άποψη της λειτουργίας μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, λόγους που όλοι γνωρίζουμε ώστε να μη χρειάζεται παράθεσή τους εδώ, στην Κυπριακή Δημοκρατία κατέληξε μεταξύ άλλων να μην εφαρμόζεται, να μην τηρείται το σύνταγμα και από αυτή την άποψη: δηλαδή της κοσμικότητας και της ουδετερότητας των κρατικών θεσμών.


Θεσμοί που δεν είναι κρατικοί, αλλά φορείς της κοινωνίας των πολιτών όπως η Εκκλησία κατέληξαν να έχουν περισσότερο ρόλο και κεκτημένα απ' όσα επίσημα ορίζονται. Και πάλι είναι γνωστά αυτά. Αυτά τα κεκτημένα, επειδή έχουν παγιωθεί και καταλήξει μέρος του «τοπίου», παρουσιάζονται και βιώνονται ως φυσικά και φυσιολογικά όχι μόνο από αυτούς που ανήκουν στην πλειοψηφία (Ελληνοκύπριοι ορθόδοξοι) και ασκούν συνειδητά ή μη κάποια πολιτισμική ηγεμονία, αλλά ακόμα και από αυτούς που δεν ανήκουν στην πλειοψηφία.
Ως αποτέλεσμα, το να υποδεικνύεται στην Εκκλησία η νόμιμή της θέση ως ένας απλός φορέας της κοινωνίας των πολιτών βιώνεται σαν εχθρικότητα, καταδίωξη και «μπούλιγκ» (πράγμα που καλλιεργείται στο συλλογικό φαντασιακό ως πραγματικό βίωμα, από αφηγήσεις, στο σχολείο και εκτός, που θέλουν πάντα τον Χριστιανισμό και τους μάρτυρές του ως διωκόμενους αλλά ποτέ ως διώκτες, ποτέ ως established στο πλευρό της κάθε λογής εξουσίας, πολλές φορές μάλιστα και αυταρχικής).
Όμως η υπόδειξη στην Εκκλησία της νόμιμής της θέσης εντός των ορίων της οποίας οφείλει να αποτραβηχτεί σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, διόρθωση είναι και όχι κόλλημα: Βλ. παιδεία, καύση νεκρών, ευθανασία, σεξουαλικός προσανατολισμός και πολιτική συμβίωση-γάμος, οικογενειακός προγραμματισμός κλπ κλπ κλπ). Απλά θεσμοί-φύλακες του φιλελευθερισμού της δημοκρατίας μας υπενθυμίζουν ότι κάποια προνόμια, που παράνομα υπάρχουν στο πλαίσιο λειτουργίας των κρατικών θεσμών, πρέπει να αφαιρεθούν και να αφεθούν στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου.
Αυτό είναι κιόλας η φιλελεύθερη δημοκρατία: θέματα των ατομικών επιλογών, ελευθεριών κλπ δεν υπόκεινται στη θέληση της πλειοψηφίας, διότι η εκάστοτε πλειοψηφία σε κάθε θέμα (ανάλογα με το θέμα κάποιος μπορεί να είναι κάποτε στην πλειοψηφία και κάποτε στη μειοψηφία) θα μπορούσε να αφαιρέσει τα δικαιώματα των μειοψηφιών, με πιο μικρή δυνατή μειοψηφία το άτομο, το 1 άτομο δηλαδή και τις ελευθερίες και δικαιώματά του. Σαν αποτέλεσμα, συνεπειοκρατικά μιλώντας, καταλήγουμε σε γενική ανασφάλεια όλων, ενώ από άποψη ταξινόμησης, δεν μιλούμε πλέον για σύγχρονη δημοκρατία.
Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον που έρευνες δείχνουν (π.χ. το European Social Survey, το Ευρωβαρόμετρο) ότι μαζί με τα υψηλά ποσοστά θρησκευόμενων έχουμε έλλειψη ανεκτικότητας για την όποιας μορφής διαφορετικότητα, μας χαρακτηρίζει μισαλλοδοξια κλπ κλπ. Θα μπορούσε κανείς πολύ εύλογα να διερευνήσει τυχόν σχέση αιτιότητας αλλά ίσως και να μη χρειάζεται.


Ας το πιάσουμε από αλλού και να υποθέσουμε ότι μας παρατηρεί κάποιος από απόσταση: Ε, λοιπόν, δεν θα εντόπιζε καμιά διαφορά (ή αν εντόπιζε πιθανότατα να μην ήταν κολακευτικά για μας τα ευρήματα) μεταξύ ημών ως Ελλήνων χριστιανών ορθοδόξων, ως προς τον τρόπο ζωής που σχετίζεται με την ύλη, την προστασία των αδυνάτων και τον εναγκαλισμό μας με τα κατώτερα ένστικτά μας ως άτομα και ως κοινωνία από τη μία, και άλλων «αιρετικών» χριστιανικών συλλογικοτήτων από την άλλη, για να μην πω και άλλων εντελώς διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων από τις πολλές που υπάρχουν. Αλλά τα προσκυνήματα, προσκυνήματα.


Οι τύποι, τύποι. Η επιφανειακότητα, επιφανειακότητα. Έστω και αν ο νόμος λέει π.χ. να μην παρακολουθούν πτώματα στην τηλεόραση τα μωρά, παιδιά και έφηβοι κάτω των π.χ. 15 χρονών και να υπάρχουν σχετικές σημάνσεις στις εκπομπές, αλλά να τα προσκυνούν είναι εντάξει, διότι θέλουμε να πιστεύουμε ότι κάποια συγκεκριμένα από αυτά είναι ιερά. Είπαμε, δικαίωμα του καθενός ατομικά να πιστεύει κάτι τέτοιο και σεβαστό, αλλά δικαίωμα και των μειοψηφιών (που μπορεί να περιλαμβάνουν και θρησκευόμενους που όμως έχουν επιφυλάξεις για την παράδοση με τα λείψανα) να υποδεικνύουν την αντίφαση, την έλλειψη συνέπειας και συνοχής: Υπάρχει μια μη «συμφιλιώσιμη» γνωστική ασυμφωνία τεράστιων διαστάσεων, ιδιαίτερα για επαγγελματίες που πραγματεύονται την ίδια τη φύση της γνώσης και της μάθησης όπως οι νηπιαγωγοί, και οι παιδαγωγοί γενικότερα.
Η Ιστορία υπαγορεύει την επιλογή πολιτεύματος που δημιουργεί τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την ανθρώπινη άνθιση και ευτυχία και από αυτή την άποψη η ορθή επιλογή είναι και συμμόρφωση στις επιταγές του ορθολογισμού. Αν αποφασίσουμε ότι δεν θέλουμε να εφαρμόζουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία με όσα συνεπάγεται, ας το πούμε, ας το δηλώσουμε και έπειτα να επιστρέψουμε σε παλαιότερα συστήματα, που νιώθουμε ότι μας ταιριάζουν καλύτερα πολιτισμικά. Είδαμε από ποια πέρασε η Κύπρος μέχρι να γίνει, συνταγματικά τουλάχιστον αν όχι πλήρως στην πράξη, ένα κοσμικό, φιλελεύθερο κράτος.
Γιατί λοιπόν να θέλουμε η άποψή μας σε θέματα της ιδιωτικής, της ατομικής σφαίρας να θεσμοποιείται ως νόμος ολόκληρης της κοινωνίας στη δημόσια σφαίρα; Ας αφήσουμε τον καθένα, αφού δεν μας βλάπτει, και δεν περιορίζει τις επιλογές μας στη δική μας ιδιωτική ζωή, να κάνει τις επιλογές του στη δική του ιδιωτική ζωή. Φτάνει πια με αυτή την ανασφάλεια.


Ας γίνει επιτέλους η νέα μας «παράδοση», στην οποία θα εναποθέτουμε τις ελπίδες μας, η ελευθερία που θα μας δίνει ένα κοσμικό φιλελεύθερο κράτος από τη μια, μέσω της τήρησης των κοινών νόμων, και από την άλλη, μέσω της δυνατότητας επιλογής για τα της ιδιωτικής μας ζωής και των διαφόρων της πτυχών, πιστοί και θρησκευόμενοι όλων των δογμάτων, άθεοι, μέλη διαφορετικών εθνοτικά κοινοτήτων, γυναίκες, άντρες, ΛΟΑΤΚΙ, αυτόχθονες και μετανάστες, άτομα με ανικανότητες κοκ, κοκ.


Καιρός το κράτος μας να ενηλικιωθεί και να εφαρμόζει όλα όσα συνεπάγονται από το σύνταγμά του, λέω εγώ. Καιρός και για μας ως άτομα και ως κοινωνία να αγκαλιάσουμε τις ρητές και υπόρρητες συνέπειες του πολιτεύματος το οποίο διατεινόμαστε ότι αποτελεί συνειδητή προτίμησή μας.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ν. ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΡΑΚΑΞΗ