Η ειδική εκπαίδευση στην Κύπρο
Παρασκευή 28 Οκτ 2016

ΣΤΙΣ ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΗΣΕ Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΙ ΓΟΝΕΙΣ
Από τις «ειδικές τάξεις δυσπροσάρμοστων» σε διάφορα δημοτικά σχολεία της Λευκωσίας στο σήμερα - πώς έχει αλλάξει η εκπαιδευτική προσέγγιση για αυτά τα παιδιά
Οι νέες αντιλήψεις για τα δικαιώματα του παιδιού, κανονικού ή με ειδικές ανάγκες, συνηγορούν υπέρ της συνεκπαίδευσης όλων των παιδιών
Η διασφάλιση της ισότιμης συμμετοχής όλων των παιδιών στην εκπαίδευση αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα και βασική αρχή του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο αναγνωρίζει και διασφαλίζει τα δικαιώματα των παιδιών με ειδικές ανάγκες, μέσω της σχετικής Νομοθεσίας, παρέχοντάς τους όλες τις ευκαιρίες για ισότιμη εκπαίδευση και αποκατάσταση, προκειμένου να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ποια είναι όμως η ιστορία της ειδικής εκπαίδευσης στην Κύπρο και τι ισχύει σήμερα στο εκπαιδευτικό σύστημα;
Ιστορική αναδρομή
Οι πρώτες κινήσεις για παροχή οργανωμένης βοήθειας σε παιδιά που παρουσιάζουν ειδικές δυσκολίες σε διάφορους τομείς έγιναν προς την κατεύθυνση ατόμων με αισθητηριακές αναπηρίες (κωφά και τυφλά). Αυτό ήταν φυσικό, γιατί τα άτομα αυτά, που υπέφεραν από τέτοιες αναπηρίες, προκαλούσαν πιο έντονα τα φιλάνθρωπα αισθήματα και δημιουργούσαν βαθιά την ανάγκη για ανάληψη κάποιας ευθύνης και πρωτοβουλίας. Στη συνέχεια άρχισε να προσφέρεται συγκεκριμένη βοήθεια σε παιδιά με σωματικές αναπηρίες και να επεκτείνεται το ενδιαφέρον στον τομέα των παιδιών που παρουσιάζουν δυσκολίες στον πνευματικό και στον συναισθηματικό τομέα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σχεδόν στις πλείστες των περιπτώσεων πρωτοστάτησε η ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι οργανωμένοι γονείς των παιδιών με ειδικές ανάγκες. Η κάθε κίνηση για παροχή βοήθειας σε παιδιά που παρουσίαζαν ειδικές ανάγκες ξεκινούσε από κάποια φιλανθρωπική οργάνωση ή από ένα σύλλογο γονέων και στη συνέχεια αναλαμβανόταν από το επίσημο κράτος.
Τοποθετώντας χρονολογικά τις προσπάθειες αυτές, ξεκινώντας από την Αγγλοκρατία, η εικόνα που υπάρχει είναι η εξής:
Το 1929 ιδρύθηκε η πρώτη ειδική σχολή στην Κύπρο, η Σχολή Τυφλών. Τη Σχολή ίδρυσε η σύζυγος του τότε Άγγλου Κυβερνήτη, στην οποία έδωσε το όνομα Σχολή Τυφλών «Άγιος Βαρνάβας». Εργαζόταν σε ιδιωτική βάση και φιλοξενούνταν, στην αρχή, σαν σε ίδρυμα παρά σαν σε σχολείο, μερικά τυφλά παιδιά. Η Σχολή λειτούργησε ως φιλανθρωπικό ίδρυμα μέχρι το 1957, όταν πέρασε σε κυβερνητική ευθύνη. Σιγά-σιγά, ιδιαίτερα μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, η προσφορά προς τους μαθητές της Σχολής βελτιώθηκε σημαντικά.
Το 1953 ιδρύθηκε και λειτούργησε, αρχικά στη Λευκωσία, ως διακοινοτική σχολή, η Σχολή Κωφών παιδιών. Το 1962 η κυπριακή Κυβέρνηση ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για τη λειτουργία της Σχολής, η συμβολή όμως κοινωνικών και φιλανθρωπικών ομάδων και ατόμων συνεχίστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα. Σήμερα ολόκληρος ο προϋπολογισμός της λειτουργίας της Σχολής καλύπτεται από το κράτος. Από το 1965 η Σχολή Κωφών υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας. Δέχεται μαθητές από τριών μέχρι είκοσι ενός ετών από όλη την Κύπρο. Η εγγραφή νέων μαθητών αποφασίζεται από τις Επαρχιακές Επιτροπές Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης κατόπιν πολυθεματικής αξιολόγησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 113 (I) 99. Οι δραστηριότητες της Σχολής επεκτείνονται και σε παιδιά κάτω των τριών ετών, σε μαθητές με απώλεια ακοής ενταγμένους σε γενικό σχολείο, καθώς και στους ενήλικους κωφούς.
Το 1959 ιδρύθηκε το πρώτο αναρρωτήριο με σκοπό την παροχή υπηρεσιών στα παιδιά που η αρρώστια τους καθιστούσε αναγκαία κάποια πολύχρονη και εξειδικευμένη θεραπεία, που ήταν αδύνατο να έχουν στο σπίτι τους.
Το 1962 λειτούργησε η πρώτη ειδική τάξη για «πνευματικά καθυστερημένα» παιδιά, στη Λευκωσία. Η ειδική αυτή τάξη ιδρύθηκε ύστερα από εισήγηση ειδικής επιτροπής που συστάθηκε από το Υπουργείο Παιδείας, για τη μελέτη του προβλήματος των «καθυστερημένων» παιδιών στην Κύπρο. Με βάση τη σχετική έκθεση της επιτροπής, «τα παιδιά της τάξεως αυτής πρέπει να είναι μεν διανοητικώς καθυστερημένα, αλλά να έχουν τη δυνατότητα να μάθουν. Επιβάλλεται επίσης όπως αυτά δεν έχουν μεγάλη διαφορά σε ηλικία και διανοητικό επίπεδο».
Το 1965 ιδρύθηκαν τα πρώτα σχολεία για παιδιά με μέτρια πνευματική καθυστέρηση στη Λευκωσία ως «Σχολή Ευαγγελισμός» και στη Λεμεσό ως «Ψυχοπαιδαγωγικό Κέντρο», αρχικά, και ως «Σχολή Απόστολος Λουκάς» αργότερα.
Οι δεκαετίες ’70 και ’80
Ακολούθησε η λειτουργία παρόμοιων σχολών σε όλες τις πόλεις της Κύπρου. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η βοήθεια στα παιδιά που παρουσιάζουν ειδικές ανάγκες επεκτάθηκε κατά την ίδια περίπου περίοδο προς τα παιδιά με πνευματική καθυστέρηση και τα παιδιά που παρουσίαζαν φανερή συναισθηματική αστάθεια ή ψυχολογικές διαταραχές, σε βαθμό που να χρειάζονται ειδικά εξατομικευμένα προγράμματα για να πετύχουν την προσωπική, κοινωνική ή εκπαιδευτική τους προσαρμογή. Για τις ανάγκες των παιδιών αυτών ιδρύθηκαν, αρχικά, «ειδικές τάξεις δυσπροσάρμοστων» σε διάφορα δημοτικά σχολεία της Λευκωσίας, ενώ αργότερα, το 1978, δημιουργήθηκε το Ειδικό Σχολείο για τα παιδιά αυτά στον χώρο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και παράλληλα σταμάτησε η λειτουργία των «ειδικών τάξεων».
Το 1969 ιδρύθηκε ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Προστασίας Σπαστικών και Αναπήρων Παιδιών στη Λευκωσία. Σκοπός της ίδρυσης του Συνδέσμου ήταν η εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν τα σπαστικά παιδιά, που λόγω αυτής τους της αναπηρίας - διαταραχές στην όραση και στην ακοή, προβλήματα ομιλίας και πολλές φορές νοητική καθυστέρηση. Σήμερα, προσφέρει υπηρεσίες στο οίκημά του, ενώ ταυτόχρονα το Υπουργείο Παιδείας παρέχει εκπαιδευτικά προγράμματα, με την τοποθέτηση δασκάλων σε αυτό.
Το 1977 ιδρύθηκε η Ειδική Επαγγελματική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ ́». Στη Σχολή αυτή παρέχεται κοινωνική και επαγγελματική αποκατάσταση σε ενήλικα άτομα με πνευματική καθυστέρηση ηλικίας άνω των 18 χρονών. Η Σχολή αυτή λειτούργησε από το 1984, ως ίδρυμα «Χρίστου Στέλιου Ιωάννου».
Τι ισχύει σήμερα νομικά
Η Κυβέρνηση θέσπισε, κατά καιρούς, νόμους κι έθεσε σε εφαρμογή κανονισμούς για τη λειτουργία ορισμένων ειδικών σχολείων. Έτσι ξεκινώντας από το 1957 θεσπίστηκε ο Νόμος Κεφ. 168, ο οποίος ρύθμιζε τη λειτουργία της Σχολής Τυφλών, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1971, εγκρίθηκαν οι κανονισμοί λειτουργίας της Σχολής Κωφών παιδιών. Στο ενδιάμεσο, όμως, αξίζει να σημειωθεί, και συγκεκριμένα το 1966, θεσπίστηκαν από το Υπουργείο Παιδείας ειδικοί κανονισμοί για τη λειτουργία Σχολών παιδιών με πνευματική καθυστέρηση, ενώ η Κυβέρνηση, θέλοντας να θέσει ολόκληρο το φάσμα της ειδικής εκπαίδευσης κάτω από ενιαία θεώρηση, θέσπισε το 1979 τον Νόμο περί Ειδικής Εκπαιδεύσεως (Ν.47/1979), ο οποίος ρυθμίζει την ίδρυση και τη λειτουργία ειδικών σχολείων.
Μερικά από τα βασικά σημεία του Νόμου 47/1979 αναφέρονται:
στα παιδιά που χρειάζονται ειδική εκπαίδευση
* στα σχολεία Ειδικής Εκπαίδευσης
* στη διαδικασία ένταξης, κατάταξης και ανακατάταξης των παιδιών
* στον καθορισμό της χρονολογικής ηλικίας των μαθητών που έχουν
ανάγκη ειδικής εκπαίδευσης σε ειδικά σχολεία
* στη διατήρηση των ειδικών σχολείων
* στη χάραξη γενικής πολιτικής στην ειδική εκπαίδευση.
Η πολιτική του Υπουργείου Παιδείας
Σύμφωνα με τον Χάρη Μαλλούππα, ειδικό εκπαιδευτικό με ειδίκευση στη διανοητική ανεπάρκεια και την υποστηρικτική τεχνολογία, «οι νέες αντιλήψεις για τα δικαιώματα του παιδιού, κανονικού ή με ειδικές ανάγκες, συνηγορούν υπέρ της συνεκπαίδευσης όλων των παιδιών, ενώ οι κοινωνιολογικές θέσεις ότι ο διαχωρισμός διευρύνει την ανισότητα ευκαιριών και προδιαγράφει το μέλλον των ατόμων ή ομάδων προβάλλουν επιτακτικά την ανάγκη αναζήτησης νέων μορφών οργάνωσης της ειδικής εκπαίδευσης, που να εξασφαλίζουν ισότητα ευκαιριών, να μεγιστοποιούν τις δυνατότητες όλων των παιδιών και να αποκλείουν την προδιαγραφή του μέλλοντος ατόμων ή ομάδων».
Μια τέτοια μορφή εκπαίδευσης, που προβάλλεται διεθνώς, είναι η ένταξη των παιδιών που παρουσιάζουν ειδικές ανάγκες μέσα στο κοινωνικό σύνολο (integration), στο οποίο φυσιολογικά ανήκουν και μέσα στο οποίο αναμένεται να ζήσουν ως ισότιμοι πολίτες. Έχει επικρατήσει η άποψη πως τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται μέσα σε ένα περιβάλλον που θα είναι όσο το δυνατό λιγότερο περιοριστικό (least restrictive environment).
Το Υπουργείο Παιδείας και η Κυβέρνηση γενικά υιοθετούν τις σύγχρονες αυτές τάσεις κι εργάζονται μεθοδικά για την όσο το δυνατό πιο πλατιά εφαρμογή τους. Εξάλλου, η αρχή της ένταξης είναι από όλους αποδεκτή, ενώ ακόμη και όσοι εκφράζουν κάποια επιφυλακτικότητα έναντι στην αρχή αυτή, παραδέχονται πως στηρίζεται σε ηθικά, παιδαγωγικά, κοινωνιολογικά και ψυχολογικά ερεθίσματα. Υπάρχουν, βέβαια, ορισμένες ομάδες παιδιών με ειδικές ανάγκες και άλλες ανάγκες, που η ένταξή τους στο δημοτικό σχολείο δεν μπορεί να εφαρμοστεί γιατί, εκτός από τα άλλα προβλήματα, δημιουργεί δυσκολίες στο εκπαιδευτικό έργο.
Νομική διάσταση
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, από τον Σεπτέμβριο του 2001 εφαρμόζει τον «Περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμο του 1999 (113(Ι)/1999)» και τους «Περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Κανονισμούς του 2001». Στο πλαίσιο του πιο πάνω Νόμου, των τροποποιήσεών του και του Περί Μηχανισμού Έγκαιρης Εντόπισης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Κανονισμού του 2001 παρέχεται η αναγκαία βοήθεια σε παιδιά με ειδικές ανάγκες για τη συνολική ανάπτυξή τους σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα στον ψυχολογικό, στον κοινωνικό, στον εκπαιδευτικό, συμπεριλαμβανομένων όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης (προδημοτικής, δημοτικής, μέσης γενικής και μέσης τεχνικής, ανώτερης και ανώτατης), καθώς και στην προεπαγγελματική και επαγγελματική κατάρτιση στα σχολεία, όπου αυτό είναι δυνατό.
Το Κράτος έχει την υποχρέωση να παρέχει ειδική αγωγή και εκπαίδευση σε άτομα με ειδικές ανάγκες από την ηλικία των τριών ετών μέχρι την ολοκλήρωση του κύκλου σπουδών τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδική αγωγή και εκπαίδευση παρέχεται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, σε:
Δημόσιο Σχολείο - Συνηθισμένη Τάξη - ολική ένταξη με στήριξη
* Δημόσιο Σχολείο - Ειδική Μονάδα - μερική ένταξη
* Σχολείο Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης
* Παροχή Υπηρεσιών σε άλλους χώρους.