Αναλύσεις

«Το Καϊμακλί χθες και σήμερα»

Ο τόπος εν ο άδρωπος...
Έξι τόμοι, κάπου τρεις χιλιάδες σελίδες, μια απίστευτη σε βάθος έρευνα για το προάστιο των ανθρώπων του μόχθου, χτιστάδες, πετροπελεκητές, ταλιαδώρους, παπουτσήδες μα και εργάτες, βοσκούς, γεωργούς: Καϊμακλί, απ’ το τούρκικο Καϊμάκ, τον αφρό του καφέ. Ο Κωνσταντίνος Κλεάνθους, ο Κωστάκης των παιδικών σου χρόνων, απ’ το παράθυρό του απέναντι από την εκκλησιά της Αγίας Βαρβάρας καταγράφει από τότε κι αφήνει χρόνια μετά έργο μοναδικό: «Το Καϊμακλί χθες και σήμερα» (εκδόσεις Λυχνία).
Καβαλάς το φαρί της μνήμης και νάτο μπροστά σου το χθες. Παιδάκι, το παλιό καφενείο «Πάνθεον», Πατρών 13, με τη στέρνα και την «τουλούμπα» να βγάζει απ’ το πηγάδι κρύσταλλο νερό, γίνεται σπίτι για τις ανάγκες της οικογένειας που ήρθε από το πουθενά. Τα σπίτια γύρω πλίνθινα, απλά, αραιά και που πετρόχτιστα, δείγματα άνεσης. Παρθεναγωγείο, Λυσιμάχη Συμεωνίδου, δασκάλα ταγμένη, μην ψάχνεις άλλον όρο.
Κυριακή, ο Παπα-Πέτρος σημειώνει απουσίες, κάηκες φουκαριάρα μου αν λείψεις. Μεγάλη Παρασκευή να ληστεύεις τους κήπους για τον Επιτάφιο, να σκας που δεν σε βάλανε «μυροφόρα».


Μεγάλο Σάββατο πρωί, πέφτουν τα μαύρα, πανζουρλισμός με το «Ανάστα ο Κύριος», μυρωδιά μυρσίνης παντού. Πάσχα, στη λειτουργία της Αγάπης, μ’ ό,τι ανοιξιάτικο, αν είχες. Δευτέρα πρωί, το κάψιμο του Ιούδα στον Αρχάγγελο. Ύστερα καθημερινότητα και πλήξη, σεργιάνι στο ξωκκλήσι του Αϊ-Δημήτρη να μαζέψεις λαλέδες μωβ και «σιμιλλούθκια», τα κίτρινα ανθάκια. Αλάνες, παιχνίδι, «computer» και κινητά αγέννητα ακόμα. Τα παιδιά έχουν μόνο το ένα το άλλο. Ακούς το τρένο (ναι, είχαμε και τέτοιο κάποτε στην Κύπρο!), τρέχεις να το προλάβεις να σέρνεται ανάμεσα σε μια συστάδα θεόρατα κυπαρίσσια, να κουνήσεις το χέρι. Αχ, να το ’κανες κι εσύ το ταξίδι ώς την Ευρύχου!
Μεγαλώνεις. Βραδάκια καλοκαιρινά, στη Βασιλέως Παύλου 24 τώρα, απέναντι η Λούλα, ο Κύπρος, φιλαράκια της καρδιάς με μια καρέκλα ακουμπισμένη στο πλινθαρένιο τοιχάκι χαζεύουμε τ’ άστρα. Ο Γιούρι Γκαγκάριν με τον «Σπούτνικ» μόλις έκανε πρώτος το σάλτο στο φεγγάρι. Εκεί στο «ξωπόρτι» έκδοση της «βραδινής εφημερίδας» με κουτσομπολιά για έρωτες, καβγάδες και κακίες, ναι, είχαμε κι απ’ αυτά. Μα το «παρών» στην ώρα του, ό,τι κι αν σου λάχαινε στο λεπτό έτρεχε το σύμπαν. Αγάπη, νοιάξιμο που σε στήριζαν. Η γειτονιά, ο μικρόκοσμος που τότε σ’ έπνιγε, εσύ ονειρευόσουν τα μεγάλα.
Σινεμά «Μεσοκελεύς» (το αρχαίο όνομα του προαστίου), φτηνό εισιτήριο και πρόσκληση για δυο μέρες, τέτοια πράγματα. Τζάμπα όνειρα, μαυρόασπρες οι ταινίες σαν τη ζωή τη δική σου. Ύστερα, μια αλάνα γίνεται το καλοκαιρινό «Αλάμο», εκεί να δεις, ταινία, όνειρο κι αστέρια τουρλού.
Χριστούγεννα 1963, Τουρκοανταρσία, σύνορα το Καϊμακλί με την Ομορφίτα, πιο πολλοί Τούρκοι εκεί, συγκρούσεις για επικράτηση, αυτοσχέδια φυλάκια, μάχες, νεκροί, τρόμος, το Καϊμακλί ερημώνει. Θα πάρει καιρό να ξαναβρεί τη ζωντάνια του.
Μέσα απ’ το αυτοκίνητο τώρα, συχνό-πυκνό το σεργιάνι ώς εκεί, χαϊδεύεις με το βλέμμα ό,τι έμεινε όπως ήταν κι ό,τι άλλαξε. Όσα έζησες δεκαπέντε χρόνια γράφτηκαν μέσα σου όπως τα χάραξαν οι άνθρωποι που σ’ αγκάλιασαν και ζέσταναν την ορφάνια και τη φτώχια σου (αυτήν εδώ τη ζούσαν τότε και πολλοί άλλοι, σ’ ένιωθαν).
«Ο άδρωπος εν ο τόπος τζι ο τόπος εν γέρημος». Έτσι δεν το λέει η κυπριακή παροιμία; Έτσι ακριβώς. Κι έτσι ακριβώς είναι.
ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ-ΠΡΕΚΑ