Αναλύσεις

Μια αλλιώτικη Καθαρά Δευτέρα

Η ώρα πάει πέντε. Ο καιρός μουντός, κι εγώ κάθομαι στο γραφείο μου αμίλητη. Οι εκθέσεις των παιδιών περιμένουν υπομονετικά να διορθωθούν... η κόκκινη πένα στριφογυρίζει στα δάκτυλα... μα το βλέμμα δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στο σχολικό τετράδιο. Είναι κάτι που το μαγνητίζει, κάτι που τραβά την προσοχή μου απ’ το πρωί αδιάκοπα και κάνει τα δάκτυλά μου να τρέμουν και να θέλουν να μετατρέψουν όλες αυτές τις σκέψεις που έχω στο μυαλό μου σε γράμματα, σε προτάσεις και παραγράφους.


Ο πρόλογος της ιστορίας μου δεν διαφέρει και πολύ από όλων αυτών που άφησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν πίσω τους το '74. Δεν διαφέρει από την ιστορία όλων αυτών που με έναν κόμπο στο στομάχι πήγανε πίσω για να δουν, να θυμηθούν, να συλλογιστούν και να κλάψουν. Κι αφού ο πρόλογος και το κυρίως θέμα δεν διαφέρουν απ’ όλα τα άλλα του είδους, δεν θα αναφερθώ σ’ αυτά. Έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρουν κανένα παρά μόνο εμένα - εμένα της οποίας το μυαλό «κλείδωσε» εικόνες και βιώματα στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων και με τρόπο θαυμαστό τα ξεκλείδωσε χθες. Χθες. Τι μέρα κι αυτή. Χθες...
Ξαναπέρασα το κατώφλι του πατρικού μου ύστερα από 42 σχεδόν χρόνια. Χθες... Που μ’ έπιασαν τα κλάματα γιατί είδα, γιατί θυμήθηκα, γιατί δεν ξέχασα, γιατί κατάλαβα ότι το ξεσπίτωμα κατάφερε τελικά να αφήσει πληγές και σ’ ένα τετράχρονο, τότε, κοριτσάκι.
Πάω στον επίλογο. Ύστερα από 10-15 λεπτά που άντεξα να μείνω εκεί, έκανα να βγω απ’ την πόρτα του δωματίου ΜΟΥ έχοντας αγκαλιά όλα τα πολύτιμα που βρήκα σκονισμένα και πεταγμένα στο ξύλινο πάτωμα: ένα μικροσκοπικό παλιομοδίτικο κόκκινο παπουτσάκι, ένα γαλάζιο θέρμο που θύμιζε εκδρομές στη θάλασσα, μια άσπρη δερμάτινη τσαντούλα που μάλλον θα είχα κληρονομήσει απ’ τη μάνα μου όταν έφυγε η μόδα της, ένα κόκκινο πλαστικό ποτηράκι κι ένα άσπρο πιατάκι στολισμένο με μαργαριτούλες. Έκανα λοιπόν να βγω, μα το βλέμμα έπεσε πάνω σε μια δέσμη χάρτινων φυλλαδίων. Ήταν εκεί χάμω, δίπλα στον τοίχο, σκονισμένα, αλλά όχι κατεστραμμένα.
Έσκυψα και τα σήκωσα. Και στα χέρια μου ένιωσα πως κρατούσα μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία που εξελισσόταν παράλληλα με τη δική μου, αλλά τότε ήμουν πολύ μικρή για να το αντιληφθώ. Μόνο τώρα που μεγάλωσα πια το καταλαβαίνω. Χθες, απ’ το ξύλινο πάτωμα μάζεψα την ιστορία του σχολείου μου. Χθες, απ’ το ξύλινο πάτωμα μάζεψα τα φυλλάδια που η μάνα μου δεν πρόλαβε ποτέ να δώσει σε φίλους και γνωστούς. Τα φυλλάδια που είχαν γραφτεί και εκτυπωθεί λίγες ώρες προτού παιδιά ξεσπιτωθούν, προτού γονείς ξενιτευτούν, προτού τα όνειρα μιας ομάδας νεαρών που μόλις είχαν ανοίξει τα φτερά τους και ήταν έτοιμοι να πετάξουν, κινδύνεψαν να σβήσουν.
Γράφω βιαστικά, και δεν είμαι καν σίγουρη αν αυτά που γράφω βγάζουν νόημα. Έχω όμως ανάγκη να πω ακόμα κάτι. Ακούω συχνά πόσο περήφανοι είναι κάποιοι συνομήλικοί μου για την ιστορία του σχολείου τους. Δεν ξέρω, ούτε και με αφορά ιδιαίτερα η ιστορία του σχολείου τους, ούτε και πόσα χρόνια πάει πίσω, ούτε και πόσο σπουδαίο έργο τέλεσε ο ιδρυτής. Ένα πράμα ξέρω και ένα με αφορά. Πόσο αφάνταστα περήφανη είμαι από χθες για την ιστορία του δικού μου σχολείου. Πόσο απερίγραπτα περήφανη είμαι για τη μάνα μου και τους φίλους-συνεργάτες της, που βρήκαν τη δύναμη να παλέψουν και να μην αφήσουν το όνειρο να χαθεί. Πόσο περήφανη είμαι που ευτυχώς για μένα και για τα παιδιά μας, αυτοί οι τολμηροί ονειροπόλοι στάθηκαν μπροστά απ’ την έδρα τον Σεπτέμβρη του 74... κι ας ήταν σχεδόν άδεια η τάξη, κι ας ήταν βουβό το διάλειμμα, κι ας δεν είχαν δοθεί ποτέ τα φυλλάδια...
Σας ευχαριστώ, τολμηροί ονειροπόλοι. Ξέρω - νεαρά παιδιά, φτωχαδάκια στην πλειοψηφία σας. Περάσατε δύσκολα, δουλέψατε σαν σκυλιά, γραπωθήκατε απ’ το όνειρο και αρνηθήκατε να το αφήσετε να γλιστρήσει απ’ τα χέρια... χωρίς βοήθεια, χωρίς πλάτες, χωρίς βαρύγδουπα ονόματα χορηγών, χωρίς, χωρίς, χωρίς...
Η ώρα έχει πάει έξι παρά. Τα παιδιά θα θέλουν τις εκθέσεις τους πίσω αύριο.
ΕΛΕΝΑ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ
Καθηγήτρια στο GC School of Careers