Ενέργεια

Ήταν 1η Απριλίου...

Αποκαλυπτική συνέντευξη της «Σημερινής» με τον αγωνιστή της ΕΟΚΑ Ευτύχιο Σαλάτα
H μύηση στην οργάνωση, η εκπαίδευση, η γνωριμία με τον Χαράλαμπο Μούσκο, και όλα όσα διαδραματίστηκαν τα μεσάνυχτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου του 1955
Πέρασαν κιόλας 61 χρόνια από το ένδοξο εκείνο πρωινό της 1ης Απριλίου του 1955, όταν μαζί με τις εκρήξεις των αμούστακων παλληκαριών της θρυλικής ΕΟΚΑ ξύπνησε και η προαιώνια λαχτάρα για τη λευτεριά και Ένωση της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα. Όσες χιλιάδες σελίδες, τραγούδια και ποιήματα και αν γραφτούν δεν θα αρκέσουν, προκειμένου να χωρέσουν το μεγαλείο και το νόημα του αγώνα της ΕΟΚΑ για τις κατοπινές γενιές. Εντούτοις, η «Σημερινή» είχε την τιμή να συνομιλήσει με έναν από τους εκατοντάδες εν ζωή πρωταγωνιστές της ΕΟΚΑ, τον Ευτύχιο Σαλάτα, ο οποίος, μέσα από μια συγκλονιστική αφήγηση, μας περιγράφει τη μύησή του στον αγώνα, και λεπτομέρειες για όλα όσα προηγήθηκαν τη νύχτα πριν και μετά την 1η Απριλίου μαζί με άλλους ηρωομάρτυρες της Οργάνωσης, όπως ο Χαράλαμπος Μούσκος.
Εκ Λυθροδόντα ορμώμενος
Συναντήσαμε τον κ. Σαλάτα την προηγούμενη βδομάδα στη γενέτειρά του, το χωριό Λυθροδόντα της επαρχίας Λευκωσίας. Γεννημένος στις 14 Ιουνίου 1933, ο κ. Σαλάτας διάγει αισίως το 84° έτος της ηλικίας του. Γόνος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας, με 5 αδέρφια, τα χρόνια της προετοιμασίας του αγώνα ο ίδιος ήταν μόλις 22 χρονών. Ερωτηθείς για τις πρώτες του επαφές με την οργάνωση, μας εξήγησε πως σε μιαν από τις επισκέψεις του στην Πάφο ως πλασιέ στο Καφεκοπτείο Χαραλάμπους, συναντήθηκε με έναν νεαρό, ο οποίος θέλησε να τους γνωρίσει σε ένα τρίτο πρόσωπο.


«Ήταν τότε που γνώρισα για πρώτη φορά τον Χαράλαμπο Μούσκο», είπε. Ο Χαράλαμπος Μούσκος είχε τότε επιλεγεί από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και άλλους τρεις ιερωμένους, προκειμένου να εργαστούν στο τυπογραφείο της Αρχιεπισκοπής. Ανάμεσα στους ιερωμένους υπήρξε και ένας συγχωριανός αλλά και συγγενής του κ. Σαλάτα, ο Σωκράτης Ηρακλειδίου, ο οποίος διέμενε στο χωριό και έφερε αργότερα μαζί του και τον Μούσκο, προκειμένου να τον φιλοξενήσει. Ο Χαράλαμπος Μούσκος, ο οποίος έγινε και μέλος στο Σωματείο «Ελιά» του χωριού, όπου έπαιζε τα Σαββατοκύριακα ποδόσφαιρο, πρότεινε στη συνέχεια στον κ. Σαλάτα να εργαστεί ως λινοτύπης στην Αρχιεπισκοπή, πρόταση η οποία έγινε αποδεκτή από τον δεύτερο. Από τη στιγμή εκείνη, όπως μας είπε, άρχισε μια στενή αδελφική φιλία, που οδήγησε και στη συγκατοίκησή τους στη Λευκωσία.


«Μια μέρα μου λέει. 'Ευτύχη, θυμάσαι όταν μιλούσαμε για την ανάγκη ενός αγώνα στην Κύπρο;'. Ναι, του αποκρίθηκα. Θυμάμαι, και μου αποκρίνεται ο Μούσκος: 'Αν σε περίπτωση που υπάρχει ένας τέτοιος αγώνας, εσύ είσαι πρόθυμος να συμμετάσχεις;'. Βεβαίως, του απάντησα. Και τότε μου αποκάλυψε πως υπάρχει στα σκαριά μια κίνηση και μια προετοιμασία προς αυτήν την κατεύθυνση». Ο Μούσκος στη συνέχεια του ζήτησε να βρει άλλα 3-4 έμπιστα άτομα, προκειμένου να συγκροτηθεί μια ομάδα. Αρέστης Χειλίδης, Αντρέας Στεφάνου, Παύλος Ευτυχίου, Γεώργιος Ιωάννου, υπήρξαν οι εκλεκτοί φίλοι του κ. Σαλάτα, οι οποίοι αποδέχτηκαν αμέσως την πρόταση.
Το βράδυ της ορκωμοσίας
Ήταν ένα φθινοπωρινό βράδυ του 1954, όταν στο διαμέρισμα του Αρέστη Χειλίδη, στην Παλουριώτισσα, ο Σαλάτας και άλλοι 3 νέοι αγωνιστές μαζεύτηκαν προκειμένου να δώσουν Όρκο στον Αγώνα, παρουσία του Χ. Μούσκου, όπως και έγινε. Το επόμενο διάστημα άρχισε μια υποτυπώδης εκπαίδευση σε εκρηκτικά και καπνογόνες χειροβομβίδες, ενώ είχαν μια μικρή επαφή με περίστροφα. Ερωτηθείς αν διέθεταν προηγουμένως κάποιου είδους εξοικείωση με όπλα, εκρηκτικά, στρατιωτικές γνώσεις, κ.τ.λ., ο κ. Σαλάτας μάς εξήγησε πως δεν είχαν καν κυνηγετικό όπλο. Έπειτα από τη συγκρότηση και άλλων μυστικών ομάδων, άρχισε η παρακολούθηση βρετανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Η ομάδα του Σαλάτα παρακολουθούσε τον Στρατώνα Γούσλεϊ, ο οποίος ήταν το Βρετανικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή (σημερινά Δικαστήρια).
Η μεγάλη νύχτα
«Στις 31 Μαρτίου 1955 δόθηκε διαταγή στην ομάδα μας να μαζευτούμε στο σπίτι του πολύ καλού συναγωνιστή Λάμπρου Καυκαλιά, προκειμένου να μας επιθεωρήσει ο Αρχηγός. Εκεί ήταν και ο ομαδάρχης Γιάννης Ελευθερίου αλλά και ο ειδικός στις εκρηκτικές ύλες Στυλιανός Λένας. Ο Λένας, λόγω του επαγγέλματός του, υδραυλικός με σπουδές στη Λέρο, ήταν ειδικός στους σωλήνες. Ήταν ο Ήφαιστος της Οργάνωσης. Έτσι τον αποκαλούσαμε. Οι υπόλοιποι ήταν ο Μελής Γεωργίου, ο Ευριπίδης Κόκκινος και ενδεχομένως ο Χριστάκης Τσιάρτας», δήλωσε ο κ. Σαλάτας. Η ώρα περνούσε βασανιστικά και κανείς δεν έλεγε να φανεί μέχρι τις 10. «Έπειτα έφτασε ο Βαγγελάκης, ο άνθρωπος που μας όρκισε. Τοποθέτησε κάποια πράγματα στο τραπέζι και μας ρώτησε:


'Είσαστε έτοιμοι;'. Αποκριθήκαμε ναι, και έπειτα αναχώρησε. Εμείς συνεχίζαμε να αγωνιούμε για το τι ακριβώς συμβαίνει. Έγινε περίπου 11:30. Ξαναήρθαν και έφεραν ορισμένες μπουκάλες (μολότωφ), και ορισμένα φυλλάδια (προκηρύξεις). Μας ζήτησαν να φτιάξουμε από μόνοι μας ένα μαχαίρι και μια μάσκα για το πρόσωπο. Αυτά ήταν τα όπλα μας. Έφυγαν και όταν ξαναεπέστρεψαν μάς είπαν: 'Παιδιά, είστε έτοιμοι, αν ξεκινήσει απόψε;'. Είμαστε έτοιμοι, του είπαμε. 'Ε, τότε, απόψε αρχίζει ο Αγώνας'», ήταν η περιγραφή του κ. Σαλάτα, ο οποίος μιλούσε με τρεμάμενη φωνή και δάκρυα συγκίνησης στα μάτια, και συνέχισε λέγοντας: «Εμείς μείναμε. Δεν περιμέναμε ότι θα συνέβαινε εκείνη τη νύχτα. Δεν φοβηθήκαμε, αλλά παγώσαμε, γιατί ήταν μεγάλη έκπληξη. Μεσολάβησαν δευτερόλεπτα σιωπής και αφού δηλώσαμε έτοιμοι, λάβαμε εντολή να χτυπήσουμε τις εγκαταστάσεις που παρακολουθούσαμε (Στρατόπεδο Γούσλεϊ)».
Το σχέδιο
Ανάμεσα στα υλικά που μετέφεραν οι αγωνιστές ήταν και εκρηκτικά, ενώ στον κ. Σαλάτα δόθηκε ένα εργαλείο για το κόψιμο της περίφραξης. Το σχέδιο ήταν να περάσουμε τον Πεδιαίο ποταμό, να στρίψουμε αριστερά από ένα μονοπάτι δίπλα από το βουνό, και να περάσουμε μέσα από ένα στενό διάδρομο στα δεξιά, που οδηγούσε απευθείας στα κτήρια του αγγλικού στρατοπέδου. Μπροστά, βαστώντας τα εκρηκτικά, μπήκε ο Λένας με τον Ελευθερίου. Μαζί τους έφεραν και βραδύπηκτο γύψο, ούτως ώστε να τοποθετήσουν από πάνω τα εκρηκτικά, για μεγαλύτερη ισχύ, και να φύγουν. Εμείς με άλλη ομάδα ήμασταν σε κοντινή απόσταση και όταν ακούγαμε τις εκρήξεις, θα μπαίναμε από την πίσω πλευρά του στρατοπέδου για να ρίξουμε τις μολότοφ στις εγκαταστάσεις ραδιοτηλεπικοινωνίας.


Η διαταγή ήταν να περιμένουμε μέχρι τις 12:30 για να σβήσουν τα φώτα και να ακουστούν οι εκρήξεις. Εκείνα τα λεπτά, για εμένα και τους συναγωνιστές μου, ήταν κάτι το απερίγραπτο. Εμένα το μυαλό μου πήγε πολλά χρόνια πίσω στην ιστορία της Κύπρου και της Ελλάδας. Και σκέφτηκα: Είναι η αρχή να κάνουμε αγώνα για να ελευθερωθεί η Κύπρος. Όμως, από την άλλη, είχαμε στο μυαλό μας ότι μπορούμε να πεθάνουμε, λόγω απειρίας», μας δήλωσε ο κ. Σαλάτας, γεμάτος φρόνιμη περηφάνια.
Η ώρα της ελευθερίας
Τα λεπτά που ακολούθησαν ήταν τραγικά. Όλοι γνώριζαν ότι θα έπεφταν τα φώτα στις 12:30. Παρατηρήθηκε ένα τρεμούλιασμα, χωρίς ωστόσο να διακοπεί. Ήταν η στιγμή που στο Λιοπέτρι έπεφτε ο Μόδεστος Παντελή, μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να προκαλέσει βραχυκύκλωμα σε ηλεκτροφόρα καλώδια. «Έφτασε 12:30... 12:31... 12:32... Στις 12:32 και 30 δευτερόλεπτα. Έγινε η πρώτη έκρηξη. Δεν μπορώ να περιγράψω τι νιώσαμε εκείνη τη στιγμή από τον κρότο και από τη λάμψη που φώτισε την περιοχή. Δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε και η δεύτερη. Έπειτα κόψαμε την περίφραξη και μπήκαμε μέσα. Περικυκλώσαμε τις εγκαταστάσεις έτοιμοι να ρίξουμε τις μολότοφ και τα σακουλάκια με την TNT. Oι Άγγλοι βγήκαν έξω χωρίς να ξέρουν τι τους συμβαίνει. Είδαν τη λάμψη από το φιτίλι που άναψα και έπεσαν κάτω. Δεν θέλαμε να σκοτώσουμε κάποιον. Αποστολή μας ήταν να καταστρέψουμε τις εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνίας. Ρίξαμε τις μολότοφ, αλλά δυστυχώς δεν ενεργοποιήθηκαν. Ρίξαμε τα φυλλάδια και φύγαμε».
Η συνάντηση με τον Μούσκο
Στη συνέχεια, όπως εξιστόρησε ο κ. Σαλάτας, βρέθηκαν με τους υπόλοιπους συναγωνιστές, όλοι ευχαριστημένοι που εκτέλεσαν το καθήκον τους προς την Πατρίδα, ευτυχισμένοι που δεν σκοτώθηκε κανείς, αλλά και προβληματισμένοι για το τι θα ακολουθούσε την επόμενη μέρα. Ξημερώνει και ο Ευτύχης Σαλάτας παίρνει το λεωφορείο για να μεταβεί στο σπίτι που διέμενε, στη Λευκωσία. Στο προαύλιο του σπιτιού συναντά τη σπιτονοικοκυρά, η οποία τον ενημερώνει για τα όσα άκουσε ότι διαδραματίστηκαν το προηγούμενο βράδυ. Εκείνος δηλώνει άγνοια και μπαίνει σπίτι. «Βγαίνω πάνω στο δωμάτιο. Ήταν ο Μούσκος στη μέση του δωματίου και με περίμενε. Αυτός αγωνιούσε για εμένα και εγώ για εκείνον. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, και νιώσαμε εκείνη την ικανοποίηση που δεν γνωρίζω αν ένιωσαν άλλοι φίλοι», είπε. Το ημερολόγιο έγραφε 1η Απριλίου και ήταν του Αγώνα η αρχή.