Όχι, Μήτσο, δεν έχω νέα για τον τάφο. Δεν ξέρω αν είσαι ακόμα εκεί, ή αν, πριν από το μνημόσυνο, στις 17, η αξίνα έκανε τη δουλειά της. Έπρεπε, λέει ο Δήμος Αθηναίων, μέχρι τις 12 να πληρωθεί το τέλος για τον έναν χρόνο παράτασης που σου δόθηκε. Τρία χρόνια, άντε κι ένα χαριστικά, μετά, ή αγοράζεις τον τάφο, ή έξωση. Ε, ναι, Μήτσο, η Βένια, η Αναστασία και η Μυρσίνη την κηδεία «δημοσία δαπάνη» την αποποιήθηκαν. Σε κήδεψαν με περηφάνια που σ’ αξιώθηκαν σύντροφο και πατέρα. Θέλουν να μείνεις εκεί, ύστατη τιμή για όσα έδωσες απλόχερα, ψυχή, υγεία, ζωή. Μα, και μη σου κακοφανεί, Α ́ Νεκροταφείο είναι αυτό, ο τάφος τιμάται πάνω-κάτω €85.000. Ναι, λέμε, ναι, τόσα, ένα επί δύο, σβόλος και ευρώ. Και δεν είναι τα λεφτά, είναι που δεν σ’ αξίζει, ένας Μήτσος, κασελάκι και χωνευτήρι. (Όποιος το ’ζησε το κουβαλάει στα σωθικά του). Ε, και που ήσουν ο Μητροπάνος; Που καβάλησες την νταλίκα την κόκκινη της δύσκολης ζωής σου απ’ την Αγιά Μονή στα Τρίκαλα, να ’ρθεις στην Αθήνα, να ξεφύγεις από εργάτης σε μαραγκούδικο κι από σερβιτόρος σε ταβέρνες; Που, ορφανός όπως νόμιζες, είδες πατέρα όταν γύρισε απ’ την εξορία, στα 29 σου, να τον κάνεις τι; Που για καιρό, νύχτες μες στο ντουμάνι τον καπνό, μες στα μαχαιρώματα, τα νταϊλίκια αμολούσες την καμπάνα κι ανατρίχιαζαν τα ντουβάρια. Το πάλεψες καιρό ώσπου ήρθε ο Δήμος ο Μούτσης, κι «Ο χάρος βγήκε παγανιά» μπροστά στα μάτια σου, ο Κοεμτζής μαχαιρώνει αυτόν που τόλμησε να χορέψει την παραγγελιά του. Άγριοι καιροί, που τους γεύτηκες το 1967, ο πρώτος δίσκος σου «Χαμένη Πασχαλιά» δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Πασχαλιά μάς έφυγες το 2012, μα ανάμεσά τους «Αγάπη μου Άξιον Εστί» που από αγάπη για την Κύπρο μας το χάρισες με τον δικό σου τρόπο «Συνάχτου πκιον τριανταφυλλιά». Το χρώσταγες, έλεγες, στον Τόκα σου, που σου ’χε δώσει την «Εθνική μας μοναξιά», τα «Λαδάδικα», τη «Σαλονίκη», τις «Θάλασσες».
Τραγούδια του ηχογράφησες τρεις μέρες πριν φύγεις. Είχαν έρθει στο μεταξύ ο Μικρούτσικος με τη «Ρόζα» και το «Στου αιώνα την παράγκα», ο Νικολόπουλος με το «Πάρε αποφάσεις», ο Σπανός, ο Μουσαφίρης. Η νταλίκα να κάνει οχτάρια, να απογειώνεται. Ο Κορκολής σού δίνει το «Πες μου την αλήθεια σου», ο Πορτοκάλογλου το «Κλείνω κι έρχομαι», ο Κραουνάκης εκείνο «Το ζητιανάκι της Κατεχάκη» που σκουπίζει παρμπρίζ αυτοκινήτων και τα δάκρυα τα δικά μας. Ο Μηλιώκας σού γράφει την «Επιστροφή» όταν στο πρώτο ραντεβού με τον χάρο «την πούλεψες», κατά τη λαϊκή έκφραση. Σαράντα έξι δίσκοι, εκατοντάδες τραγούδια, αγάπη, δόξα, μα, όλα κι όλα, το αυτοκαταστροφικό σου, τις αλητείες, τις καταχρήσεις, τα λάθη, ντόμπρος Τρικαλινός, ατόφιος αριστερός παλαιάς κοπής, πέρα για πέρα αληθινός, «δικά μου όλα» είπες. Εκείνη τη νύχτα στο Ηρώδειο, το 2009, Σεπτέμβρη, που χιλιάδες όρθιοι βουρκωμένοι, εκστατικοί, σε κρατούσαν ώρα στην ορχήστρα, λιγνή ασθενική φιγούρα που τσουρούφλιζε ψυχές κι αναρωτιόσουν από πού έβγαινε εκείνη η λάβα, κάτι σαν «νυν απολύεις» θα την είχες δει. Για τον Δήμο Αθηναίων όμως δεν ήσουν «άτομο με κοινωνική, εθνική, πολιτική δράση που πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στο έθνος» για να ’χεις μια γωνιά για προσκύνημα όσων σε λάτρεψαν, για ένα λουλούδι. Και ρωτάω η αφελής: Καλά, ο πολιτισμός που υπηρέτησες σαράντα πέντε χρόνια με μια ψυχή που ζέστανε, παρηγόρησε, ξύπνησε συνειδήσεις, ξεσήκωσε, δεν σου χρωστάει τίποτα, Μήτσο; Τι θα πει «δεν ξέρω, δεν απαντώ». Μήπως να πάρω τη βοήθεια του κοινού, να φωνάξει εκείνο ώς τα ουράνια «Δήμαρχε Καμίνη, μακριά τα χέρια από τον Μήτσο»; Μήπως; ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ-ΠΡΕΚΑ