Η θητεία της Βουλής είναι κατά το Άρθρο 65(1) του Συντάγματος πενταετής. Κάθε απερχόμενη όμως Βουλή συνεχίζει να υφίσταται μέχρι την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής [Άρθρο 65(2)]. Εξ ου και η πρώτη συνεδρίαση της νέας Βουλής καθορίζεται από την απερχόμενη Βουλή, γιατί άλλως ουδείς θα μπορούσε να τη συγκαλέσει μετά τις εκλογές, αφού κανείς από τους νεοεκλεγέντες δεν θα είχε προβεί στην αναγκαία και προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαβεβαίωση. Η Βουλή συνεπώς συνεχίζει να υπάρχει μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετούς θητείας της και μέχρι την έναρξη της θητείας της νεοκλεγόμενης Βουλής, χωρίς όμως να έχει εξουσία να ψηφίζει νόμους ή να λαμβάνει αποφάσεις. Όμως το θεσμικό όργανο υπάρχει και έχει αρμοδιότητα να συγκληθεί και να επιληφθεί σε περίπτωση «επειγουσών και εξαιρετικά απρόβλεπτων περιστάσεων...» (Άρθρο 65). Ουσιαστικά λοιπόν το συγκεκριμένο συλλογικό όργανο διακόπτει κατά συνταγματική επιταγή τις εργασίες της, έως την πρώτη συνεδρίαση της νέας Βουλής, η οποία με την πρώτη συνεδρίασή της αρχίζει τη δική της θητεία. Η προβλεπόμενη θητεία αφορά τα φυσικά πρόσωπα που εκάστοτε έχουν εκλεγεί από τον λαό ως μέλη της Βουλής. Το θεσμικό όργανο, η Βουλή των Αντιπροσώπων, υπάρχει αδιάκοπα, έστω και εάν επίκειται η διεξαγωγή νέας εκλογής των μελών της. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι το ίδιο το Σύνταγμα προέβλεψε και περίπτωση «διάλυσης» της Βουλής ως δυνατότητά της και όχι ως συνταγματικά υποχρέωσή της που επέρχεται με τη συμπλήρωση της θητείας. Η «διάλυση» αποφασίζεται [κατά το Άρθρο 67(1)] διαρκούσης της θητείας (π.χ. στα τρία χρόνια της όλης θητείας) για κάποιους λόγους που η ίδια η Βουλή κρίνει τούτο αναγκαίο. Τούτη η απόφαση, «αυτοδιάλυσης», προφανώς διαφέρει ουσιαστικά από απόψεως σημασίας από τη «διακοπή των εργασιών της Βουλής», λόγω επικείμενης συμπλήρωσης της πενταετούς θητείας της και της διεξαγωγής εκλογών για ανάδειξη των νέων μελών της Βουλής. Στην περίπτωση αυτοδιάλυσης, η Βουλή θεωρείται «απελθούσα», ενώ στη διακοπή των εργασιών της λόγω νέας εκλογής, είναι «απερχόμενη». Στην απερχόμενη λόγω αναστολής ή διακοπής των εργασιών της Βουλής, οι Βουλευτές διατηρούν την ιδιότητά τους μέχρι την ημέρα που θα αναλάβουν πλέον τα καθήκοντά τους οι νεοεκλεγέντες Βουλευτές. Στην περίπτωση της «αυτοδιάλυσης», η εκλογή της μετέπειτα Βουλής έχει θητεία μόνο το υπόλοιπο αυτής που αυτοδιαλύθηκε, εκτός εάν η αυτοδιάλυση αποφασιστεί στον τελευταίο χρόνο της θητείας, οπότε η μετά αυτή νέα Βουλή θα έχει θητεία (έκτακτη) το υπόλοιπο χρόνο της αυτοδιαλυθείσης και πρόσθετα την κανονιστική θητεία της. «Αυτοδιάλυση» αποφάσισε μόνο η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευσις το 1965 και έκτοτε έπαυσε να υπάρχει για τους εξαιρετικούς εκείνους λόγους που οδήγησαν τα τότε μέλη της στην εν λόγω απόφαση. Άρα η Βουλή χθες δεν αυτοδιαλύθηκε, ως λέχθηκε. Έπρεπε να αποφασίσει (α) αναστολή κατά το Άρθρο 68 του Συντάγματος όλων των δραστηριοτήτων της, εν όψει εκλογών για ανάδειξη των νέων μελών της και (β) να ορίσει ημέρα σύγκλησης της νέας Βουλής για την πρώτη συνεδρίαση.
Έτσι το θεσμικό όργανο της Βουλής συνεχίζει να υπάρχει με διακοπή των εργασιών της, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενο, ενώ πρόσθετα θα επέλθει έτσι και καθαρή συμπλήρωση της πενταετούς θητείας. Οι όποιες πιθανές αποφάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας για αναπομπή κάποιου από τους ψηφισθέντες Νόμους θα οδηγήσει, με βάση τα επιτακτικά χρονοδιαγράμματα του Συντάγματος για το θέμα τούτο, σε έκτακτη συνεδρίαση όχι της «απελθούσης» οριστικά λόγω αυτοδιάλυσης, αλλά της απερχόμενης (άρα υπάρχουσας) Βουλής.