Αναλύσεις

Το πεσκέσι, oι εισφορές και οι μίζες

Το πεσκέσι έπαψε να αποτελείται από προϊόντα της γης, της αγροτιάς, του βουνού και του λόγγου. Απέκτησε την αξία της εποχής και έγινε χρήμα ζεστό και μετρητό. Έγινε μέσο διαπλοκής και συνδιαλλαγής...
Στα χρόνια της ανθρωπιάς και της αθωότητας ο απλός άνθρωπος είχε το πεσκέσι, για να δείξει την εκτίμησή του ή να εκφράσει τις ευχαριστίες του σε κάποιο. Έτσι έδινε στον γιατρό που τον θεράπευσε, στον δικηγόρο που τον βοηθούσε, στον υπάλληλο που τον εξυπηρετούσε, στον δάσκαλο που μόρφωνε το παιδί του ένα δώρο, ένα πεσκέσι. Μια κότα, μερικά αβγά, λίγα φρούτα ή άλλα προϊόντα της παραγωγής του, μια μπουκάλα χαλλούμια κ.ά.
Όταν ο κόσμος άρχισε να χάνει την αυθόρμητη καλοσύνη του, όταν τα συμφέροντα άρχισαν να μπαίνουν διαβρωτικά στη ζωή του, τότε και το πεσκέσι ντύθηκε κι έγινε το μέσο για κάποια εκδούλευση, για κάποια χάρη, για κάποια ανταπόδοση. Ο κόσμος άρχισε να χαλά. Η ηθική άρχισε να μικραίνει και τα πεσκέσια της αμοιβής άρχισαν να μεγαλώνουν. Όμως διατηρούσαν ακόμα το μέτρο και οι μικρές σκοπιμότητες δεν τους έδιναν χαρακτήρα ανηθικότητας.
Αργότερα το πεσκέσι και το ρουσφέτι έγιναν αδέλφια δίδυμα. Και όπως όλα τα πράγματα στην ευημερούσα κοινωνία μας, και αυτά άρχισαν να μετεξελίσσονται. Το πεσκέσι έπαψε να αποτελείται από προϊόντα της γης, της αγροτιάς, του βουνού και του λόγγου. Απέκτησε την αξία της εποχής και έγινε χρήμα ζεστό και μετρητό. Έγινε μέσο διαπλοκής και συνδιαλλαγής. Αν ήθελες κάποια ευνοϊκή μεταχείριση, έπρεπε να πληρώσεις. Αν ήθελες να παρακάμψεις τη λίστα αναμονής, έπρεπε να πληρώσεις. Αν ήθελες να πολεμήσεις τη γραφειοκρατία και να την κάμεις πιο γρήγορη, για να εκδοθεί η άδειά σου, έπρεπε να πληρώσεις. Έτσι μερικοί άρχισαν να «τα παίρνουν».
Η οικονομική ευμάρεια έφερε και την ηθική αλλοτρίωση. Όλα πια είχαν μέτρο τους τα λεφτά. Οι ηθικές αρχές και αξίες έχασαν την ηθική αξία τους. Στο χρηματιστήριο της ζωής απέκτησαν τη χρηματική αξία τους. Άλλωστε το χρήμα δημιούργησε μια κυκλοφοριακή συμφόρηση σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Όταν η κομματική δραστηριότητα πήρε τη σημερινή της μορφή, άρχισαν οι μεγάλες εισφορές προς τα κόμματα.
Στην αρχή ο κομματικός πατριωτισμός οδηγούσε τους πλούσιους επιχειρηματίες να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να ενισχύσουν το κόμμα της ιδεολογίας τους. Και επειδή το μεγάλο κεφάλαιο δεν έχει ούτε κόμμα, ούτε ιδεολογία, οι εισφορές δίνονταν σε όλα τα κόμματα. Έτσι οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες μπορούσαν να δίνουν εισφορές στα κόμματα, χωρίς να κρύβονται. Το αντάλλαγμα ήταν να βρίσκονται κοντά στην εξουσία και να μην τους ενοχλεί η εξουσία ή καλύτερα να μην βάζει εμπόδια στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
Η επόμενη μετεξέλιξη ήταν η εισφορά να γίνει μίζα. Οι επιχειρηματίες πλήρωναν για να γίνεται η δουλειά τους χωρίς εμπόδια. Για να κινούνται ταχύτερα οι διαδικασίες. Για να κερδίζουν προσφορές. Κάποιοι ατσίδες, που βρέθηκαν δίπλα σε αυτή τη διακίνηση κεφαλαίων, κατάλαβαν ότι εύκολα μπορούν να πλουτίσουν. Οι επιχειρηματίες και οι εταιρείες πλήρωναν εύκολα για να γίνεται η δουλειά τους. Κι αυτοί άρχισαν να ζητούν ποσοστά από τα κέρδη για να βοηθούν τις εταιρείες και τους επιχειρηματίες να κερδίζουν προσφορές και να βγάζουν εκατομμύρια. Με το αζημίωτο. Είχαν κι αυτοί το μερτικό τους. Έτσι η μίζα έγινε σήμα κατατεθέν της σύγχρονης οικονομικής δραστηριότητας. Το περιβάλλον ήταν πολύ ευνοϊκό.
Κάθε οικονομική δραστηριότητα θέλει τη μίζα της. Και κάθε μίζα θέλει το αντάλλαγμά της. Ακόμα και κάθε εισφορά, που έγινε συνώνυμη με τη μίζα, θέλει το αντάλλαγμά της.
Μια μόνο «εισφορά» δεν ήθελε αντάλλαγμα. Η «εισφορά» εκατομμυρίων της FOCUS. Τα κόμματα που πήραν την «εισφορά» δεν έδωσαν κανένα αντάλλαγμα. Αυτοί που έδωσαν τα χρήματα ήθελαν μόνο να χάσει τις εκλογές ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Γιατί άραγε;