Θε μου, σχώρνα με -όπως το ’λεγαν παλιά οι γιαγιούλες-, μα δεν σ’ έπαιρνε, Χριστούλη μου, να τ’ αναβάλεις έστω μόνο για φέτος και παρακάτω βλέπουμε; Πάσχα είναι αυτό; Πάσχα των τρελαμένων Ελλήνων, που τους βρίσκει το ’να χουνέρι μετά τ’ άλλο. Τόσο στρίμωγμα, τόση στέρηση και πάει φούντο κι αυτό το παζάρεμα. Τρίζουν τα δόντια οι θεσμοί -έτσι τους λένε τώρα τους δήμιους-, νέες περικοπές, νέοι φόροι, γωνιά και κοινωνικό παντοπωλείο -στον καιρό μας το λέγανε συσσίτιο-, ανασκαφές για ό,τι βρώσιμο σε σκουπιδοντενεκέδες - δεν είχαμε στην εποχή μας τόσο μεγάλους, ούτε τόσα σκουπίδια. Και κάποιοι το βιολί τους. Οδηγός γευστικών οργίων από την τηλεόραση, χίλιοι τρόποι να φτιάξετε τσουρέκια όσοι μπορείτε, κουλουράκια εκατόν ειδών, μαγειρίτσες, κοκορέτσια, α! και ειδικό πασχαλινό μακιγιάζ για το γύρισμα της σούβλας και υαλουρονικά και μαντζούνια που σβήνουν τις ρυτίδες και κορσέδες που διαλύουν τα λίπη και κάνουν σώματα θεϊκά. Και καπάκι η Λαίδη Άντζελα των Πετραλώνων (μία είναι η Ελληνίς Λαίδη), δαρμένη, απατημένη, εγκαταλειμμένη και μια και δυο και τρεις, αλλά, όλα και όλα, διαμαντοστολισμένη με τις μαγούλες και τα χείλια φούσκα από το μπότοξ, να προκαλεί το «τεκνό» «κτύπα σαν άντρας». Καθότι να ’σαι γυναίκα και να μην σε δέρνουν, μαγειρίτσα χωρίς άνηθο. Και να λέει περιχαρής «φάε τη σκόνη μου Στανίση» (άλλο λαϊκό είδωλο αυτή, εξίσου καταχεριασμένη). Σκοτίστηκαν οι δημιουργοί της διαφήμισης τι μηνύματα στέλνει! Τη δουλειά τους κοιτάνε και μια χαρά τζίρο θα πετύχει το μεγαλοκατάστημα. Απέναντι, αχ! Ειδομένη. Χιλιάδες αντίσκηνα, χιλιάδες άπλυτοι, νηστικοί, ταλαιπωρημένοι, άυπνοι, παλεύουν να τρυπώσουν απ’ τ’ αγκαθένια σύρματα να φύγουν, να πάνε πού; Κι αλλού πόλεμοι, σκοτωμοί αθώων, μπάχαλο γίναμε. Παρακεί, αχ! Ελληνικό. Άλλες χιλιάδες στοιβαγμένοι, μαχαιρώματα, κλεψιές, π...ανιά. Και παιδιά που βιάζονται. Πού είναι εκείνο το «άφετε τα παιδία ελθείν προς εμέ»; Παιδιά ενός Θεού αγάπης δεν είναι κι αυτά; Πεταμένες χιλιάδες σακούλες με ό,τι μάζεψε από το υστέρημά του ο φτωχός (το «ο έχων δύο χιτώνας» το παρεξήγησε κι έδωσε κι αυτόν που δεν έχει). Κανά κράτος, ρε παιδιά, μας βρίσκεται, να κάνει κάτι; Και να κάνει τι; Όλοι στην απ’ έξω. Τους πακετάρανε και πάνε γι’ άλλα. Κάθε μέρα κι άλλοι πνιγμένοι.
Ας μου συγχωρεθεί η «ύβρις» (με την ελπίδα να αποφύγω την «δίκην» η «εν πολλαίς αμαρτίαις») (δοτική, συνάδελφοι, δεν γράφεται με «ε»!), αλλά πού είσαι, Χριστέ μου; Πού είναι η άδολη αγάπη, το τρυφερό χάδι, η αγκαλιά σου; Για την εικόνα αυτού του Πάσχα θυσιάστηκες; Έχουμε πήξει από Ιούδες προδότες (δεν θα το ξέρεις, το κασέ ανέβηκε, τι τριάντα αργύρια, καλέ εδώ αναστενάζουν σε σακούλια εκατομμύρια!), έχουμε πήξει από Πέτρους αρνητές, από Άννες ευθυνόφοβους. Κάτι μετανοούσες Μαγδαληνές και κάτι πόρνες παλεύουν να σώσουν τα προσχήματα για τους εμπαιγμούς, τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, το όξος και τη χολή της θυσίας σου.
Για ποιους να τα περάσεις; «Κατ’ εικόναν και ομοίωσιν»; Έχει γούστο! Μακριά πέφτουμε από την εικόνα του πλάστη. Τώρα, να τη ρίξω την ιδέα η ασεβής; Σε παίρνει, μια κουβέντα λέω, σε παίρνει να τ’ αναβάλεις για φέτος και βλέπουμε; Γιατί έτσι και τα δεις τα φετινά, φοβάμαι πως θα τα βρεις σκούρα μ’ όλη αυτή τη σαπίλα, πως θα χρειαστείς πολλή δουλειά, όχι απλώς φραγγέλιο, κι εγώ δεν ξέρω τι, για να καθαρίσει η πλάση και «ο οίκος του πατρός σου», που κι αυτόν κάποιοι τον έκαναν... θου Κύριε φυλακήν...
Σκέψου το κι αν επιμένεις καλώς να ’ρθεις. Έστω και για κείνα τα εκατομμύρια που καταφεύγουν στις εκκλησιές ζητώντας μέσα στον πόνο τους έλεος, παρηγοριά και προστασία. Άντε, Καλό Πάσχα και του χρόνου καλύτερα! (Καλά, μη βαράτε, το ευχηθήκαμε και πέρσι και την προκοπή την είδαμε!) Καμιά καλύτερη ιδέα, μήπως;