Σάββας Παύλου, ο μαχητής Ερυθροτερμινθεύς αγροτοποιμήν
Παρασκευή 08 Απρ 2016
Share on
«Δεν ξέρω, λοιπόν, μήπως όσο προχωρεί ο καιρός και δεν φαίνεται άλλη οδός διαφυγής, αυτή η εμμονή μου μπορεί να είναι και μια άλλη προετοιμασία. Τακτοποιώ τις τσέπες μου, τακτοποιώ τη ζωή μου, μια προσπάθεια όσο πλησιάζει η ώρα για καλή απολογία, αυτήν επί του φοβερού βήματος». Αυτά έγραφε στο τελευταίο του βιβλίο «Φώναξε τα παιδιά» ο Σάββας, ο Ερυθροτερμινθεύς αγροτοποιμήν, όπως αυτοαποκαλείτο, καθώς ανέμενε ν’ ανοίξει πανιά. Ξέραμε για την ταλαιπωρία της υγείας του, ο ίδιος πάλευε, όπως πάλευε για πολλά πράγματα στη ζωή του, μας μετέφερε την πίστη του πως τελικά θα έβγαινε νικητής στην άνιση πάλη. Και χτες έφτασε το θλιβερό μήνυμα. Ο Σάββας δεν τα κατάφερε. Το δρέπανον του θανάτου τον έριξε κάτω. Και τώρα που κείται μπροστά μας ξαπλωμένος φαίνεται ακόμη πιο πολύ το μέγεθος και η λεβεντιά του, και συνειδητοποιούμε πιο πολύ το μεγαλείο του. Ο Σάββας παρέμεινε ώς το τέλος της ζωής του ένα αγροτόπαιδο, κατά βάθος ντροπαλό και συναισθηματικό, άνθρωπος γνήσιος, χωρίς καθόλου επιτήδευση και σπουδαιοφάνεια, με άδολη καλοσύνη, πρόθυμος να συμπαρασταθεί, να βοηθήσει, ακόμη και να παλέψει για τους άλλους. Δεν είναι από μανιέρα που τόνιζε την αγροτοποιμενική του προέλευση από την Κοκκινοτριμιθιά.
Την ένιωθε στο «είναι» του ως υπόστρωμα της ιδιοσυστασίας του. Το ένιωθες, άλλωστε κι εσύ, ο άλλος, από τον σωματότυπό του, από την περπατησιά του, από τον τρόπο που μιλούσε και χειρονομούσε. Έδινε την εντύπωση πως τα βήματά του βυθίζονταν στο χώμα και τις ρίζες του χωριού του, και πως το βλέμμα του ατένιζε την άπλα των χωραφιών της Κοκκινοτριμιθιάς και τον ορίζοντα πέρα. Ο Σάββας ήταν άνθρωπος του σπουδαστηρίου, αλλά και της παρέας, της καφετερίας, των συζητήσεων, των αιθουσών διαλέξεων και συνεδρίων, των εφημερίδων, της αγοράς των αρχαίων Ελλήνων. Διάβαζε ακατάπαυστα, κι όπως ο ίδιος έγραψε, διεξήλθε χιλιάδες βιβλία και εκατομμύρια σελίδες. Τα ενδιαφέροντά του απλώνονταν από τη Γραμμική Γραφή Β, την αρχαία και νέα γραμματεία μας, με τον Όμηρο, τους προσωκρατικούς, τα δημοτικά τραγούδια, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Σκαρίμπα, τις ξένες φιλολογίες, με τον Σαίξπηρ και τον Θερβάντες, ώς τον κινηματογράφο, τα κόμικς, το ποδόσφαιρο, σύγχρονα τρέχοντα θέματα και πράγματα παραγνωρισμένα, γιατί θεωρούνταν από άλλους ταπεινά και ευτελή. Ήταν φιλόλογος παλαιάς κοπής, που ήξερε γράμματα. Πέρα όμως απ’ αυτό ήταν και άνθρωπος της εποχής του. Μπόλιασε τη θεματογραφία και με σύγχρονα θέματα, απόρροια πορισμάτων άλλων τομέων του επιστητού, καθώς και με τρέχοντα, αλλά και καίρια ζητήματα, που απασχολούσαν ή έπρεπε να απασχολούν τον Έλληνα Κύπριο και τον απανταχού Έλληνα. Ήταν ενεργός πολίτης, έντονα πολιτικοποιημένος, που αναμετρήθηκε με σοβαρά θέματα και προβλήματα του Ελληνισμού καθόλου, και δεν φοβήθηκε να βγει μπροστά, να διατυπώσει τις θέσεις και απόψεις του, κι όταν ακόμη μπορεί αυτές να ξένιζαν και κάποτε να προκαλούσαν, με την ανατρεπτικότητα και επαναστατικότητα που κάποτε τις χαρακτήριζαν. Είχε εντοπιότητα, δεν διακατεχόταν όμως από τάσεις απομονωτισμού ή «κυπριακής ομφαλοσκόπησης και περιχαράκωσης από κάθε ελληνικό», αλλά έβλεπε τα θέματα με τον φακό του Έλληνα γενικά και όχι στενά του Έλληνα της Κύπρου.
Στο ζήτημα αυτό άλλωστε επανήλθε πολλές φορές και το υπογράμμισε με έμφαση στα κείμενά του. Ο άρτιος πολιτικός του οπλισμός και η θητεία του στην αριστερή και αντιεξουσιαστική ιδεολογία τού έδινε τη δυνατότητα, απαλλαγμένος καθώς ήταν από παρωπίδες, να αντιμετωπίσει τους λεγόμενους προοδευτικούς κριτικούς με επιχειρήματα από τη δική τους φαρέτρα. Δεν ήταν ένας ψυχρός ερευνητής ή μελετητής, που παραθέτει τις άφθονες από πολλά πεδία γνώσεις του, έστω εμπλουτισμένες με δικές του παρατηρήσεις και κρίσεις. Ήταν κάτι περισσότερο. Σε αυτά ενστάλαζε την αγωνία και το πάθος του, που διαχέονται στα γραπτά του και αποτελούν σημαντικό συστατικό του προσωπικού του ύφους. Παρακολουθούσε την ελλαδική παραγωγή και δεν δίσταζε να αντιπαρατεθεί με Ελλαδίτες πανεπιστημιακούς και άλλους συγγραφείς, έναντι των οποίων δεν είχε καθόλου σύμπλεγμα κατωτερότητας. Αναγνώριζε τις αξίες εκεί που τις εύρισκε, αλλά τα έβαζε και με καθιερωμένους ακόμη εκπροσώπους των Γραμμάτων. Γνήσιος και μαχητής, με τεράστιες γνώσεις, άνθρωπος της ουσίας και όχι της στίλβουσας επιφάνειας, πρωτότυπος, παθιασμένος για τις ιδέες του, Έλληνας καθολικός, μυκτήριζε τους πτυχιομανείς, τους ψευδεπίγραφους και τους κιβδηλοποιούς, τους επιδιώκοντες παρ’ αξίαν οφέλη και τιμές και δόξα. Θα ήθελα να κλείσω, όπως άρχισα το μνημόσυνό του, με δικά του λόγια, που συμπυκνώνουν με τρόπο χαρακτηριστικό το μεράκι και τον χαρακτήρα του: «Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, σε επίσημη επίσκεψη στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Λευκωσίας, στην πόρτα του γραφείου ενός διδάσκοντος εκεί, υπήρχε ένα απόφθεγμα από κείμενο κάποιου Αμερικανού λεκτορίσκου για τη σημασία του ονόματος. Ήταν δυο προτάσεις στα αγγλικά και κάτω το όνομα του συγγραφέα. Ο διδάσκων ήθελε, λοιπόν, να επικοινωνήσει και να κοινοποιήσει αυτό το 'χαρακτηριστικό και βαθύ σε περιεχόμενο' ρητό. Νευρίασα και έδρασα ως χουλιγκάνος, αν και υψηλόβαθμος του Υπουργείου. Έγραψα με τον μαρκαδόρο στο περιθώριο: 'ο Κρατύλος τα λέει καλύτερα'». ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ