Οι πρόσφυγες της Συρίας είναι μια υπόμνηση ότι ο άνθρωπος δεν εφησυχάζει. Όταν απειλείται από θάνατο, όταν η μέγκενη της απελπισίας τον στενεύει, όταν ο ουρανός της ψυχής του σκοτεινιάζει, αντιδρά. Ζητά να βρει έδαφος, σε άλλη γη, να στήσει σκηνή που να μη σαλεύεται απ’ τον άνεμο, κρεβάτι να κατοικήσει τα όνειρά του, ήλιο και φως να ρουφήξει απ’ αυτά όσο μπορεί, όσο γίνεται, για να ζήσει. Στίφη ανθρώπων που συνωθούνται στα λιμάνια, που αναρριχώνται στα πλευρά των πλοίων μην τα ρουφήξει ο τάφος της θάλασσας, που οδοιπορούν χωρίς τέρμα, αυτό είναι το συνώνυμο της λέξης πρόσφυγες. Και μεις οι καθημερινοί πολίτες εκτός ζώνης επιρροής, να ενημερωνόμαστε κάποιες φορές για το τι γίνεται. Να ακούμε για σκοπιμότητες στη μετακίνηση, για λαθρεμπόρια στα οποία δήθεν ενέχονται, για ακύρωση της οικονομίας της Γηραιάς Ηπείρου από την παρουσία τους. Δεν διεκδικώ περγαμηνές οικονομογνωσίας. Ίσως να συντρέχουν λόγοι. Κάτι γίνεται. Όμως είναι δυνατό μια προηγμένη Ευρώπη, με υψηλούς δείκτες ευημερίας, να μην μπορεί να αφομοιώσει έστω και προσωρινά χιλιάδες τέτοιων ανθρώπων; Απ’ την άλλη εμείς οι ίδιοι γινόμαστε θεατές των δελτίων ειδήσεων το βράδυ, κει που πάμε να εφησυχάσουμε από τον κάματο της μέρας. Και ξαφνικά συναντιόμαστε μέσα από το γυαλί με τους εικονικούς πρόσφυγες και την τραγική μοίρα τους. Φαίνονται να οδοιπορούν από μακριά και να κατευθύνονται προς το μέρος μας. Ανάστατοι γυρίζουμε τα κανάλια στους δέκτες των τηλεοράσεων μη μας ενοχλήσουν οι σκηνές της τραγικότητας. Άλλοτε μένουμε απαθείς, απλώς θεατές. Σαν σκηνή από ξένη ταινία όλα όσα προβάλλονται. Σαν κάτι που γίνεται και δεν έχει καμιά απολύτως επίπτωση επάνω μας. Αγνοούμε βέβαια τις ηθικές συνέπειες. Ότι κάτι μέσα μας μάς κινεί -στην καλύτερη περίπτωση- να φωνάξουμε, να συνδράμουμε, να συμπονέσουμε. Μα τι και πώς; Ή στη χειρότερη περίπτωση περιχαρακωμένοι στην ατομοκεντρικότητά μας, νιώθουμε ότι έχουμε περίσσεια αγαθών, άπλετο χώρο, ελευθερία κινήσεων και άρα μένουμε κατά βάθος αυτιστικοί για ό,τι γύρω μας γίνεται. Αν αλήθεια αντιστρέφαμε τα πράγματα και βλέπαμε στο γυαλί όχι κάποιους να περπατούν αλλά εμάς, ή κάποιους οικείους μας, ποια θα ήταν η στάση μας; Αν ξυπνούσαμε ένα πρωί και σαν σκηνή από ταινία ήμασταν εμείς που υποφέραμε περπατώντας στους δρόμους του κόσμου, και ήταν τα πόδια μας που βρέχονταν μέσα στις λάσπες των αχανών εκτάσεων, και ήταν το στόμα μας που στέγνωνε χωρίς σταλιά νερού, τι θα κάναμε; Αν το παιδί που κρατά η μάνα ήταν το παιδί της φύτρας μας, πώς θα εκδηλωνόμασταν; Πολλά μπορεί να φτιάξει η φαντασία, αρκεί να της το επιτρέψουμε. Η λέξη ενσυναίσθηση περιέχει αρκετή δόση ανθρωπιάς. Ικανής να περιβάλει με στοργή και ενδιαφέρον αυτόν που πάσχει. Δεν πρόκειται για οίκτο, μα για αγάπη πραγματική στο είδος συνάνθρωπος. Και είναι παρήγορο που υπάρχουν και στην εποχή μας πρόσωπα που πονούν και απλώνουν χέρι να σηκώσουν τον πληγιασμένο πρόσφυγα σε όποια μεριά της Γης και αν περιφέρεται, αρκεί να είναι ειρηνικός και να σέβεται. Απόψε προτού κοιμηθούμε και οι σκέψεις, οι τελευταίες προ του ύπνου, μας οδηγήσουν τρυφερά στην αγκαλιά του Μορφέα, ας συλλογιστούμε λίγο το δράμα τους. Ας κρατήσουμε λίγο τον πόνο τους. Ας νιώσουμε λίγο τον εδάφινο κρεβάτι τους. Και αν είναι κρύο ας αφήσουμε τα πόδια μας έστω, να κρυώσουν για λίγο για να τους καταλάβουμε. Περισσεύει ένα δάκρυ για το κατάντημα του είδους άνθρωπος; Υπάρχει μια προσευχή γι' αυτούς που τους έλαχε τέτοιος βαρύς κλήρος; Μπορούμε το πρωί που θα ανοίξουμε τα μάτια μας να κάνουμε ένα κάτι, μικρό έστω για το μεγάλο κακό που κτύπησε; Μη ρωτάτε τι. Δώστε λύσεις από μόνοι σας. Θα είναι μια αμυδρή απόδειξη ότι είμαστε ζωντανοί, ότι η καρδιά μας κτυπά στους παλμούς της αγάπης και ότι αύριο-μεθαύριο ίσως ο ήλιος ανεβεί ένα κοντάρι πιο πάνω στο στερέωμα... ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Διευθυντής στο Γυμνάσιο Αγίου Στυλιανού Στροβόλου