Το όνειρο ζωής της Charitin Nunez

Η Έλενα Πισσαρίδου (στο κέντρο), Πρόεδρος της μη κυβερνητικής οργάνωσης ΣΤΙΓΜΑ, για προστασία θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης, που συνάντησα προχθές στο γραφείο της Τζόζι Χριστοδούλου (δεξιά), στελέχους του Μεσογειακού Ινστιτούτου Μελετών Κοινωνικού Φύλου, θα πρέπει να φταρνίστηκε αρκετές φορές χθες (14 Ιουνίου 2016), αφού το όνομά της αναφέρθηκε επανειλημμένα από τον δικηγόρο Νάσο Παναγιώτου, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Ενώπιον του δικαστή Αλέξανδρου Παναγιώτου, αντεξέταζε την Υπαστυνόμο Ρίτα Σούπερμαν, επικεφαλής του Γραφείου της Αστυνομίας για Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων, στην πρώτη υπόθεση στην Κύπρο, όπου αναγνωρισμένο από την Αστυνομία, θύμα σωματεμπορίας, διεκδικεί αποζημίωση για τη σεξουαλική εκμετάλλευση που υπέστη.


Όπως έγραψα σε προηγούμενο άρθρο, η υπόθεση αυτή, με ενάγουσα τη Charitin Baez Nunez, από τη Δομινικανή Δημοκρατία, χρονολογείται από το 2008, με την ποινική πτυχή της να έχει ήδη εκδικαστεί, και με τους κατηγορούμενους να έχουν αθωωθεί, γιατί τα θύματα θεωρήθηκαν από το δικαστήριο «αναξιόπιστα».


Στην κατάθεσή της στις 2 Ιουνίου 2016, η Ρ. Σούπερμαν είχε αναφέρει ότι συνάντησε την κοπέλα τον Μάιο 2008 στο ιδιωτικό καταφύγιο θυμάτων σωματεμπορίου της οργάνωσης ΣΤΙΓΜΑ, με υπεύθυνη την Έλενα Πισσαρίδου (σ.σ. το καταφύγιο, που έκλεισε τελικά το 2008, λόγω οικονομικών προβλημάτων, ίδρυσε το 2004 ο πατήρ Σάββας Μιχαηλίδης, ιερέας της Ρωσικής Εκκλησίας στη Λεμεσό).


Η Charitin είχε καταφύγει εκεί, αφού δραπέτευσε από το καμπαρέ Roxy στη Λευκωσία, όπου εργαζόταν. Η Ρίτα Σούπερμαν είπε ότι η κοπέλα αυτή και άλλες τρεις, που τις συνάντησε στη Λεμεσό για σκοπούς αναγνώρισης, «ήταν τρομοκρατημένες και σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και οι ίδιες δήλωσαν ότι ήθελαν να καταγγείλουν τα άτομα που θεωρούσαν υπεύθυνα για τη σεξουαλική εκμετάλλευσή τους, στο καμπαρέ Roxy».
Στη χθεσινή τρίωρη διαδικασία, ηλεκτρισμένη από τις σκληρές ερωτήσεις του Νάσου Παναγιώτου, που επιχείρησε μάταια να κλονίσει την επαγγελματική αξιοπιστία της Υπαστυνόμου, ο δικηγόρος των εναγομένων του καμπαρέ Roxy παρουσίασε την Έλενα Πισσαρίδου ως έναν «ιδιώτη επιχειρηματία» και το καταφύγιο του ΣΤΙΓΜΑ ως μια «ιδιωτική επιχείρηση», από αυτές που, όπως είπε, «ψαρεύουν κοπέλες, που εργάζονται σε καμπαρέ, τις οδηγούν στο καταφύγιο ως θύματα σωματεμπορίου και μετά ζητούν από το κράτος χορηγία». Είπε ότι στις 17 Μαΐου 2008, η ενάγουσα Charitin Baez Nunez «πήγε στο καταφύγιο και την επομένη προσηλυτίσθηκαν στο καταφύγιο οι υπόλοιπες».
Πάντα με ήρεμη αυτοπεποίθηση, η Ρίτα Σούπερμαν απέρριψε τις έννοιες του «ψαρέματος» και του «προσηλυτισμού», όπως τις χρησιμοποίησε ο δικηγόρος, ξεκαθαρίζοντας ότι «τα θύματα σωματεμπορίας αναγνωρίζονται επειδή είναι θύματα και όχι επειδή συνεργάζονται με την Αστυνομία». Είπε ότι το Γραφείο της είχε οδηγίες από τον Αρχηγό Αστυνομίας να συνεργάζεται με το συγκεκριμένο καταφύγιο και ότι «ήταν για μας ένα πλεονέκτημα που λειτούργησε αυτό το καταφύγιο και πρόσφερε υπηρεσίες στις κοπέλες θύματα.


Μια κοπέλα που φεύγει από συνθήκες εκμετάλλευσης, δεν είναι δεοντολογικό να βρει προστάτη, έστω και τον πιο καλό αστυνομικό του κόσμου. Η ταμπέλα που φέρουμε, του αστυνομικού, έχει αρνητικό αντίκτυπο στα θύματα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, χωρίς τη βοήθεια των μη κυβερνητικών οργανισμών».
«Αυτός είναι λόγος ν’ αλλοτριώνετε τα καθήκοντά σας;», τη ρώτησε ο Ν. Παναγιώτου. «Δεν αλλοτριώνουμε κανένα καθήκον και τα καθήκοντά μας εφαρμόζονται επακριβώς, σύμφωνα με τις πρόνοιες των σχετικών νόμων», του απάντησε η Υπαστυνόμος.
Σε αναφορές του δικηγόρου ότι μια από τις κοπέλες «εκπορνευόταν με την ελεύθερη θέλησή της» (και μάλιστα προσκόμισε ως τεκμήρια, τρεις μεγεθυμένες φωτογραφίες), είπε η Ρίτα Σούπερμαν: «Καμιά γυναίκα δεν έχει όνειρο ζωής να κάνει καριέρα πόρνης. Πάντα κάτι κρύβεται πίσω και δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση καμιάς κοπέλας, να γίνει πόρνη».
Ο Νάσος Παναγιώτου υπέβαλε ότι «υπάρχουν στην Ευρώπη και την Αμερική τα λεγόμενα strip club» και ότι «όλη αυτή η διαδικασία που κάνετε, κυρία Σούπερμαν, είναι για να δείξετε καλή διαγωγή στους Αμερικάνους».
Του απάντησε ότι «η διαδικασία που κάνουμε, είναι η εφαρμογή της νομοθεσίας, είναι οι υποχρεώσεις της Δημοκρατίας και είναι η δική μας υποχρέωση προς τα θύματα εμπορίας προσώπων. Δυστυχώς αρεσκόμαστε να έχουμε γυναίκες εμπορεύματα, να τις πουλούμε για να κάνουν σεξ με άντρες ενώ δεν θέλουν, δηλαδή βιασμούς, με λίγα λόγια. Πρέπει, επιτέλους, ν’ αναγνωρίσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα στον τόπο μας».