Τα βουνά και τα δέντρα, κι η αφθαρσία κάτω από τα πόδια μας…
Σάββατο 25 Ιούν 2016

ΕΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΟ «ΜΑΓΙΚΟ» ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΙΩΝ
Κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει ή να επιβιώσει αποκομμένος από τη φύση ή καταστρατηγώντας την. Είναι καταδικασμένος στον αφανισμό, και οδεύει προς την καταστροφή είτε το γνωρίζει είτε όχι
Για μένα οι «σηματωροί» και οδοδείκτες μέσα στην «άναρχη» αρχιτεκτονική του δάσους έχουν πρόσωπο και ονόματα, είναι οι ήρωες της παιδικής μου μυθολογίας, όταν μικρός στα Σπήλια και στα Πλατάνια, ζούσα το όνειρο κάθε παιδιού
Είμαι ζώο του δάσους, ανήκω στο δάσος, έγραφε ο Φραντς Κάφκα...
Ένα ζώο του δάσους ανήκει στο δάσος, το μεταφέρει και το ενσαρκώνει όπου κι αν βρίσκεται, είναι το δάσος ολόκληρο και όλα όσα είναι πάνω και γύρω του. Η Ιζαμπέλ Αγιέντε έγραψε το «Δάσος των Πυγμαίων», κάπου στα βάθη της Αφρικής, όπου κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να πάει και τα ζώα ήταν υπό εξαφάνιση. Κι όταν οι δύο ήρωες του έργου αποφασίζουν να πάνε, διαπιστώνουν πως συμβαίνουν πράγματα, που ξεπερνούν κατά πολύ ακόμα και την πιο τολμηρή φαντασία.
Ένας τόπος όπου συμβαίνουν «τρομακτικά» και ανήκουστα πράγματα, ασύλληπτα και για τον πιο ευφάνταστο νου, όπου το αδύνατο γίνεται δυνατό μέσα από δυνάμεις ανεξερεύνητες και απροσπέλαστες για την ανθρώπινη διάνοια, κι όπου η ομορφιά και ο φόβος του άγνωστου συνυπάρχουν σ’ έναν δεσμό ακατανίκητης σαγήνης.
Είναι τυχαίο, άλλωστε, πως μερικά από τα πιο όμορφα παραμύθια με τα οποία μεγαλώσαμε - Κοκκινοσκουφίτσα, Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, Χάνσελ και Γκρέτελ, Ο Πέτρος και ο Λύκος, Ο Λύκος ξαναγύρισε, Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, Τα τρία μικρά λυκάκια, Περπατώ Εις το Δάσος, Τα ψηλά βουνά, Ο Ρομπέν των Δασών, Μύθοι του Αισώπου, Το Αλφαβητάρι της Φύσης κ.ά. - έχουν σχέση ή αναφέρονται στο δάσος;
«Walden ή η ζωή στο δάσος»
Ο Θορώ, στο «Walden ή η ζωή στο δάσος», περιγράφει την εμπειρία της παραμονής του για δύο χρόνια σε μια καλύβα στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, ανακαλύπτοντας και μεταφέροντας στο χαρτί τη δύναμη της σύνδεσης με τη φύση, σε μια συναρπαστική περιπέτεια που φέρνει τον άνθρωπο στις πηγές του εαυτού του και επανεγκαθιστά τον ανθρώπινο πολιτισμό στις ρίζες του.
«Όταν έγραψα τις παρακάτω σελίδες, ή μάλλον το μεγαλύτερο μέρος τους, ζούσα μόνος στο δάσος, σε απόσταση ενός μιλίου από τον πλησιέστερο γείτονά μου, σ’ ένα σπίτι που είχα χτίσει ολομόναχος στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, και ως μοναδικό μέσο βιοπορισμού είχα τα χέρια μου. Έζησα εκεί δύο χρόνια και δύο μήνες. Τώρα βρίσκομαι γι’ άλλη μια φορά να παρεπιδημώ στον πολιτισμό»...
Αλλά κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει ή να επιβιώσει αποκομμένος από τη φύση ή καταστρατηγώντας την. Είναι καταδικασμένος στον αφανισμό, και οδεύει προς την καταστροφή είτε το γνωρίζει είτε όχι.
Ο Ρομπέν των Δασών
Θρύλος, υπαρκτό πρόσωπο ή κάτι ανάμεσα στα δύο, ο Ρομπέν των Δασών είναι ένας από τους συγκινητικότερους ήρωες της παγκόσμιας μυθολογίας. Πέραν από λαϊκός ήρωας και υπερασπιστής του δικαίου και των φτωχών ανθρώπων, εκείνο που του προσδίδει ιδιαίτερη γοητεία είναι η σχέση του με το δάσος, που σημασιοδοτείται ως ένας τόπος ελευθερίας όπου αναιρείται, στην πράξη, η αυθαιρεσία της βασιλικής εξουσίας.
Πράγματι, το δάσος είναι μια επικράτεια ασφάλειας για τους παράνομους, τους απόκληρους και τους διωκόμενους, όπου γίνονται δυνατά όσα απαγορεύονται από τη μοναρχική εξουσία και όπου η δικαιοσύνη και η ισότητα βασιλεύουν.
Το δάσος είναι γεμάτο παγίδες και εκπλήξεις για τους αντιπροσώπους του βασιλιά, οι οποίοι, κάθε που μπαίνουν για να επιβεβαιώσουν ή να επεκτείνουν την εξουσία του, βρίσκονται, αίφνης, σ’ έναν χώρο αφιλόξενο, που απεργάζεται την απώθηση και την καταστροφή τους.
Προφανώς, ενοφθαλμισμένο σ’ έναν προαιώνιο φυσικό νόμο, το δάσος, με όλα τα μυστήρια και τα μαγικά του, συνεργεί υπέρ των αδυνάτων και της δικαιοσύνης.
«Δρόμοι του Δάσους»
Κι ο Χάιντεγκερ στους «Δρόμους του Δάσους» (Holzweg τούς ονομάζει) μιλά για τους δρόμους «που δεν οδηγούν πουθενά», κι όμως είναι οι δρόμοι της απορίας που σε κατευθύνουν στις «πηγές», αν γνωρίζεις να τους ακολουθήσεις: «Μέσα στο δάσος υπάρχουν δρόμοι, που κατά το πλείστον χορταριασμένοι σταματούν ξαφνικά στο άβατο. Κάθε δρόμος προχωρά ξέχωρα, αλλά μέσα στο ίδιο δάσος. Συχνά φαίνεται σαν να μοιάζει ο ένας με τον άλλον. Αλλά είναι απλώς επίφαση. Οι ξυλοκόποι και οι δασοφύλακες γνωρίζουν τους δρόμους. Ξέρουν τι θα πει να είσαι μέσα σ’ έναν τέτοιο δρόμο του δάσους».
Οι δρόμοι φαίνεται να μοιάζουν ο ένας με τον άλλον, αλλά δεν είναι όμοιοι, ούτε εγχαραγμένοι σε μιαν αέναη επανάληψη. Μόνον εκείνος που γνωρίζει τους δρόμους, έχει την ικανότητα να διακρίνει ότι κάθε δρόμος έχει μιαν άλλη βαρύτητα όδευσης κι ότι σημασία δεν έχει η έξοδος από το δάσος, αλλά η παραμονή μέσα σ’ αυτό, η στροφή προς τις πηγές...
Οι δικοί μου οδοδείκτες
Για μένα, αυτοί οι δασοφύλακες και οι ξυλοκόποι, οι «σηματωροί» και οδοδείκτες μέσα στην «άναρχη» αρχιτεκτονική του δάσους, έχουν πρόσωπο και ονόματα, είναι οι ήρωες της παιδικής μου μυθολογίας, όταν μικρός στα Σπήλια και στα Πλατάνια, ζούσα το όνειρο κάθε παιδιού: Να απολαύσει τις χαρές της σχόλης, μακριά από τον σχολικό καταναγκασμό, στην «αγκαλιά» του βουνού, μετρώντας την ξεγνοιασιά της δροσερής ραστώνης πλάι στις όχθες των ρυακιών και κάτω από τις σκιερές φυλλωσιές των δέντρων.
Ο αγαπημένος μου νονός ο θείος Πλουτής, ο κ. Νίνος, ο κ. Μελής, ο κ. Πολύβιος, ο κ. Βασίλης, ο κ. Ανδρέας, ο Κόκος, ο Ζηνωνής, ο Αντρίκκος...
Σαν άγρυπνα, αεικίνητα ξωτικά του δάσους, που έσπευδαν να το προστατεύσουν σε κάθε κίνδυνο και απειλή, συντονισμένοι με τους μυστικούς ρυθμούς του.
Συγχρονισμένοι με κάθε θόρυβο, όπως ο πνεύμονας με την ανάσα και η καρδιά με τον κτύπο της, γνώριζαν κάθε μονοπάτι, κάθε δρομάκι, κάθε ξέφωτο.
Γνώριζαν το δάσος σε κάθε σπιθαμή του, όπως ένα ζώο που διασχίζει όλες τις ορατές και αόρατες διαδρομές και κρύβεται στις πιο δυσπρόσιτες πτυχώσεις του.
Μαζί τους, σαν μια... ανεπίσημη μασκότ του Δασαρχείου, έκανα, μέσα στο δάσος του Τροόδους, τα πιο συναρπαστικά ταξίδια της ζωής μου, μαθαίνοντας να ξεχωρίζω το κάθε μονοπάτι, το κελάηδημα του κάθε πουλιού, τη μυρωδιά του κάθε θάμνου, να χαίρομαι, σαν σ’ έναν διάπυρο εκστασιασμό, την ανατολή και το βασίλεμα του ήλιου από τον φαιοπράσινο θρόνο τούτης της ιεροστολισμένης γης.
Γνώριζαν, όμως, και τη δύναμη της φωτιάς, που αίφνης, μέσα από την ανθρώπινη αμέλεια και απερισκεψία, ξετύλιγε τα θανατερά, αιλουροειδή πλοκάμια της για να καταπιεί ό,τι πιο όμορφο έραψε επάνω στο δέρμα της η γη για να χαίρεται.
Φανταζόμαστε, συχνά, τι θα μας έλεγαν τα δέντρα και το δάσος, αν είχαν φωνή, για να καταγγείλουν την αβελτηρία, την απρονοησία και την καταστροφική αδιαφορία μας έναντί τους.
Μα το δάσος μάς μιλά, κάθε στιγμή, με χιλιάδες τρόπους, ανοίγεται να μας δεχθεί με το μυστήριο και τη φεγγερή σκοτεινιά του, αν αφεθούμε να ακούσουμε το θρόισμα και τον φλοίσβο της χαρμόσυνης λιτανείας του.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο σπαρακτικό από το να βλέπεις τους τόπους που μεγάλωσες να καίγονται και μέσα τους ανθρώπινες ζωές να φεύγουν, αφήνοντας ένα αποτύπωμα απερίσταλτου μεγαλείου πάνω στην παγωμένη στάχτη.
Καίγεται μαζί και το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής σου, και πώς ύστερα να περπατήσεις στην πυρακτωμένη χόβολη;
Σαν ένας ελάχιστος φόρος ευγνωμοσύνης σ’ αυτούς που θέριεψαν όλα εκείνα τα δέντρα και σ’ αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για να τα προστατέψουν, ας αποτυπωθεί το σώψυχο τούτο μινύρισμα, στον πυρίκαυστο πηλό της μνήμης. Και το ποίημα που το ακολουθεί...
Ο Καθρέφτης
Τα βουνά και τα δέντρα και η αφθαρσία κάτω από τα πόδια μας /
Το πράσινο βαλτωμένο νερό κάτω από τις σημύδες και το παιδί μαζεύοντας βότσαλα από τον βάλτο /
Σε λίγο θα ακουστεί ο Λόγος χωρίς παραλειπόμενα καταιγίδας /
Κι όταν έρθει η ώρα να φύγεις /
κράτησε από την κόπια του λησμονημένου χρόνου /
το βότσαλο, το παιδί και το δέντρο