Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία λειτουργεί ως πυξίδα και φάρος για τους αγωνιζόμενους λαούς. Γι’ αυτό κάθε μαύρη επέτειος, όπως η 15η και η 20ή Ιουλίου του 1974, πρέπει να ακονίζει τη μνήμη, να σμιλεύει τη συνείδηση μέσα στη φλόγα της ιστορικής γνώσης και της ορθής πολιτικής ανάλυσης, να εντοπίζει τα αίτια για την πορεία που ακολούθησε η Ιστορία, ώστε να προκύπτει το χρέος εκάστου προς την πατρίδα. Προϋπόθεση βέβαια σε ένα αντικατοχικό αγώνα είναι η ενότητα δυνάμεων και οι κοινοί στόχοι για δικαίωση. Η καταδίκη του δίδυμου εγκλήματος σε βάρος του λαού και του τόπου μας δεν μπορεί και δεν είναι μια απλή τυπική υποχρέωση. Αντίθετα, πρέπει να αποτελεί κατάθεση δέσμευσης, για συνέχιση του αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση. Ο τόπος μας μπορεί να είναι μικρός, αλλά πάλεψε διαχρονικά μ’ επίβουλους γείτονες και επιδρομείς για χιλιάδες χρόνια. Αγωνίστηκε για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Οι άνθρώποί του, ως απλοί συνεχιστές μιας λαμπρής ιστορίας χιλιάδων χρόνων, αποδείχθηκαν αγωνιστές ακούραστοι για την ελευθερία και αναζήτησαν το δίκαιο, χωρίς ενδοιασμούς. Αυτός ο ολιγάριθμος λαός αρνείται την καταπίεση και τη βαρβαρότητα και απαιτεί να διαμορφωθεί η αναγκαία, νέα πορεία επίτευξης ενός καλύτερου και δίκαιου μέλλοντος. Σαράντα δύο και πλέον χρόνια από εκείνο τον Ιούλη, που το σώμα της Κύπρου σημαδεύτηκε κατάστηθα με τις χαρακιές της προδοσίας του πραξικοπήματος και της συμφοράς από την εισβολή και κατοχή, συνεχίζουμε αντί της απελευθέρωσης να ζούμε κρίσιμες στιγμές, αφού διακυβεύεται η επιβίωση του κράτους από διαδοχικά λάθη πολιτικής και υποχωρήσεων, χωρίς την όποια περί τούτου εντολή από τον κυρίαρχο λαό. Υποχωρήσεις που «πρόσφεραν» γενναίες πλην καταστροφικές παραχωρήσεις, ενώ αναμένουμε το «αντίδωρο» από την Τουρκία, η οποία διακηρύσσει θρασύτατα ακόμη και προς την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση τα περί «εκλιπούσας» δήθεν Κυπριακής Δημοκρατίας. Η δέσμευση περί τον λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό», από τις συμφωνίες του 1977 και 1979, που δεν τήρησε ποτέ η Τουρκία, αφού το 1983 προχώρησε στην πανηγυρική καταπάτησή τους, με την «αναγνώριση» του ψευδοκράτους. Μια πολιτική διαχείρισης του προβλήματος, η οποία επιβεβαιώνει την αποτυχία της πορείας που ακολουθήθηκε για τόσα χρόνια, μάλιστα, παρά την εντολή του λαού με το δημοψήφισμα του 2004.
Τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη, έκτοτε, ισότιμο και πλήρες μέλος της Ε.Ε. Είναι καταθλιπτικά απαράδεκτη κατάσταση, να διαπραγματεύεται μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κυπριακή Δημοκρατία, τη λύση του δικού της διεθνούς αλλά και ευρωπαϊκού προβλήματος στρατιωτικής εισβολής, εποικισμού και κατοχής, γιατί αυτό επιθυμεί να επιβάλει η Τουρκία με προδιαγραφές ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές.
Δεν μπορεί να είναι για 42 χρόνια συνομιλιών, ο λόγος αυτής της τραγικότητας, η διπλωματική δεινότητα ή η στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας, ούτε η ενίσχυση της Τουρκίας από τους συμμάχους της και τους «ισχυρούς», αδίστακτους, της γης. Συνεισφέρει, δυστυχώς, πρόσθετα η εθελότυφλη αντίληψη ότι η Τουρκία θα συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος, όχι γιατί θα αναγνωρίσει τις ευθύνες της, αλλά γιατί έχει, δήθεν, το «κλειδί λύσης». Τον ένοχο, κατά το διεθνές δίκαιο, πρέπει να τον θέτεις στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Δεν τον αφήνεις στο απυρόβλητο. Τούτο όμως απαιτεί διεκδίκηση στην οποία πρέπει να προβεί η δημιουργική δύναμη, για τη μοίρα του τόπου. Η μετά από 42 χρόνια κοινή, από κάποια κόμματα, αντικατοχική εκδήλωση της 18.7.2016 αποκαλύπτει τη θέση ότι δεν μας ταιριάζουν νόθες λύσεις κατά τις απαιτήσεις της Τουρκίας. Η μνήμη αγώνων και θυσιών και η αξιοπρέπεια του λαού δεν επιτρέπει άλλες πλέον εθελότυφλες αντιλήψεις. Τα αναφαίρετα δικαιώματα του λαού και του τόπου είναι αδιαπραγμάτευτα. Ας είναι λοιπόν σε γνώση όλων, φίλων και λιγότερο φίλων, ότι θα είμαστε παρόντες για την αποτροπή κάθε καταστρεπτικής λύσης. ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δικηγόρος