Ε, καλά, δανεισμένος ο τίτλος απ’ τον Tennessee Williams. Αλλά, έτσι για να σου τη σπάσω την καταχνιά με τον πόνο και τη μαυρίλα που κουβαλάς σ’ αυτόν τον τόπο, εγώ φεύγω και μη με ψάχνεις. Πάω πίσω. Να ξαναζήσω μ’ όλες μου τις αισθήσεις κάτι καλοκαίρια που ο Πρωταράς ήταν μια θάλασσα σμαράγδι ν’ αστράφτει στον ήλιο, μια αμμουδιά χρυσή σπαρμένη άσπρα κρίνα που σε λίγωναν με την ευωδιά τους και μια συκιά τρεις μήνες να σε χορταίνει ολόγλυκα σύκα.
Κι ήταν ολόκληρο ταξίδι να βρεθείς εκεί, κοντά δυο ώρες δρόμος, μέσα απ’ τα χωριά ώς τον χωματόδρομο που οδηγούσε μέσα από τις ακακίες σ’ εκείνο τον παράδεισο. Καταυλισμός ερωτοκτυπημένων με τη θάλασσα. Τροχόσπιτα με τέντες για σκιά και λουξ για φως τα βράδια. Άμα σουρούπωνε, σεργιάνι στις καλαμιές, βατράχια οι μόνοι κάτοικοι, άντε και κανένα ερπετό να σέρνεται στο ζεστό χώμα. Και με την πανσέληνο, μπάνιο βραδινό, όνειρο. Ύπνος νωρίς-νωρίς, χάραμα κι απ’ τη χλιαρή θάλασσα να καλημερίζεις τον ήλιο κλείνοντάς του το μάτι «έλα, πάλι δεύτερος ήρθες». Κολύμπι ώς το νησάκι, με μάσκα και πέδιλα, να τρομάζεις τα ψαράκια, να σε τσιμπάνε οι αχινοί, με σουγιαδάκι θα βγάζεις ύστερα τη νοστιμιά που κρύβουν στην κοιλιά τους. Αχ, θέλουν και λεμόνι. Καφεδάκι κάτω απ’ τις ακακίες, το σκαντζοχοιράκι δίπλα να μασάει φρέσκια φυλλαράκια.
Στην παγωνιέρα τα σάντουιτς κι ό,τι μαγείρεψες απ’ το σπίτι. Ύστερα βιβλίο, κουβεντούλα, άντε και κανένας υπνάκος στην καρέκλα. Γλυκό του κουταλιού το απογευματάκι και σαν βραδιάσει βόλτα στο Κάβο Γκρέκο, στα βραχάκια αγκαλιά, ο κόσμος όλος στα χέρια σου. Κι εκεί στην άπλα να χαζεύεις ώρες τ’ άστρα, πού είν’ η ευκαιρία για καμιά ευχή με κανένα πεφταστέρι! - Δεν τις ξέραμε τότε τις Περσίδες.
Ακόμα τη νιώθεις τη σκόνη που σκορπούσε η πανσέληνος, την ανατριχίλα της πρωινής δροσιάς στο δέρμα, τη λαχτάρα να ρουφήξεις κάθε σταγόνα αλάτι, μπας και τελειώσει καμιά φορά αυτός ο έρωτας. Κοντά στα τόσα χαμένα καλοκαίρια αυτού του τόπου, που λες και το ’χει η μοίρα του, μες την κάψα του ήλιου να ζει τις χειρότερες ώρες του, τρόμος σε πιάνει σαν σκεφτείς πώς θα ’ναι άραγε το άλλο καλοκαίρι. Στοιχειωμένη σ’ ένα σπίτι, με τον ρόγχο του ανεμιστήρα να σ’ ανατριχιάζει, να τρως τα μούτρα σου σε μια νέα μορφή «επικοινωνίας»: «Telemarketing», να σε πρήζουν με αλόες, κρέμες και ορούς με χαβιάρι, μαντζούνια και φίλτρα αιώνιας νιότης -κούνια που μας κούναγε-.
Επαναλήψεις εικοσάχρονων σειρών, πενηντάχρονων μαυρόασπρων ταινιών, παρέλαση «αστεριών» που βρήκαν τη θέση τους εκεί ψηλά! Παρηγοριά τα ταξιδιωτικά, να βουρκώνεις απ’ την ομορφιά της Ελλάδας και τον αγώνα των δυστυχισμένων ανθρώπων της, να σου χαρίζουν κομμάτι πατρίδας! Τη θάλασσα τη γαλανή και τους πλατιούς τους κάμπους να τους ταξιδεύεις μόνο με τα μάτια. Ε, καλά, πώς κάνεις έτσι; Έχεις την υγειά σου, έχεις κι αποδεδειγμένα υπομονή! Καλοκαίρι είναι θα περάσει. Να ζήσουμε να το θυμόμαστε, στο χρονοντούλαπο κι αυτό της ιστορίας, όπως τόσα άλλα που φαρμακώνουν τόσους και τόσους. Πρωτάρες είμαστε; ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ-ΠΡΕΚΑ