Τον τελευταίο χρόνο ακούμε πιο συχνά από ποτέ για ευκαιρία στο Κυπριακό, εξελίξεις και προοπτική λύσης. Τα χρονοδιαγράμματα μετατοπίζονται συνεχώς, και εκεί που ακούγαμε για δημοψήφισμα το Πάσχα, αναβολή βουλευτικών εκλογών, ραγδαίες εξελίξεις αμέσως μετά, κινητοποίηση τον Οκτώβρη, λύση μέχρι τον Δεκέμβριο, τώρα ακούμε αρχές του 2017 και πάει λέγοντας.
Ο καθένας ερμηνεύει όπως καταλαβαίνει τα δεδομένα, στελέχη και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος μιλούν για «χρυσή» ευκαιρία, κρατώντας όμως σιγήν ιχθύος για το από πού αντλούν την υπεραισιοδοξία τους. Οι πολίτες παραμένουν σε άγνοια και ελπίζουν ότι κάποια στιγμή θα ενημερωθούν και θα αποφασίσουν χωρίς εκβιαστικά διλήμματα, χωρίς στενά χρονοδιαγράμματα και με πειστικά επιχειρήματα. Ελπίζουν ακόμα ότι οι ηγέτες τους δεν θα συμβάλουν στον όποιο διχασμό μπορεί να προκαλέσει ένα αμφισβητούμενο Σχέδιο, του οποίου οι πρόνοιες θα θυμίζουν λίγο πολύ τους χρησμούς της Πυθίας.
Μέσα από την ελπίδα αυτή και μέχρι να έρθει ή όχι το όποιο σχέδιο λύσης, ο κάθε ένας από εμάς έχει το δικαίωμα να διαμορφώνει άποψη και να κρίνει με βάση τις τοποθετήσεις και τη μέχρι στιγμής πληροφόρηση. Και όταν στα γεγονότα περιλαμβάνονται προκλητικές, αδιάλλακτες δηλώσεις και θέσεις της Τουρκίας, αλλά και η προσπάθεια από τον Τ/κ ηγέτη να κερδίσει επικοινωνιακά πολιτικούς πόντους αναβάθμισης (παρουσία στο Νταβός, στη Συνέλευση του ΟΗΕ στην Τουρκία, δηλώσεις κατά την πυρκαγιά), χωρίς όμως ουσιαστική μεταβολή θέσεων, τότε εύλογα ο κάθε πολίτης δικαιούται να έχει τις αμφιβολίες του, ακόμα και τις ενστάσεις του, για το όποιο «καλό» κλίμα. Δικαιούται να το πράττει όταν βλέπει μια Τουρκία που ενώ μπορεί να θέλει να λύσει το Κυπριακό, έχει ακόμα την ευχέρεια να το επιδιώκει με τρόπο που διαρκώς να παίρνει χωρίς να δίνει ό,τι εμείς προσδοκούμε.
Και αυτή ακριβώς είναι η πλάνη όσων αναλύουν τη «χρυσή» ευκαιρία. Το να πιστεύουμε ότι μια Τουρκία του Ερντογάν, που «πάτησε στον λαιμό» και απείλησε ολόκληρη την Ε.Ε. εκμεταλλευόμενη το μεταναστευτικό, μια Τουρκία με κολοβές δημοκρατικές διαδικασίες όπου εκτυλίσσονται ακόμα στημένα ή μη πραξικοπήματα, θα συγκινηθεί από την πολιτική της επαναπροσέγγισης και θα λύσει το Κυπριακό έτσι απλά, τότε αυτό μόνο αφέλεια μπορεί να ονομαστεί.
Και ο κάθε πολίτης που επιθυμεί να λυθεί το Κυπριακό, έχει δικαίωμα να διερωτάται και να διψά να βρει επαρκείς και πειστικούς λόγους για να στηρίξει την επερχόμενη λύση, αλλά προς το παρόν αδυνατεί. Γιατί αν τα μόνα επιχειρήματα για να λύσουμε το Κυπριακό είναι ο χρόνος που περνά, οι πρόσφυγες που πεθαίνουν και ένα όραμα επανένωσης όπως το έχουμε ουτοπικά φανταστεί χωρίς να στοιχειοθετείται, τότε ας το επιλύαμε το 1975, ένα χρόνο μετά την εισβολή.
Άλλο λοιπόν είναι η χάραξη μιας στρατηγικής που θα αναγκάσει όντως την Τουρκία να κάνει και αυτή τον δικό της «συμβιβασμό», ώστε να επιλυθεί το Κυπριακό με βάση αρχές και ανθρώπινα δικαιώματα για όλους τους πολίτες, και άλλο είναι να παρασυρόμαστε στο παιχνίδι της Άγκυρας, με την άκρατη και ουσιαστικά άνευ όρων προθυμία μας για λύση και με την ψευδαίσθηση ότι θα τους πείσουμε! Διότι αν αυτή είναι η τακτική τότε δεν πρόκειται για «λύση», αλλά για «συμφωνία διαμοιρασμού της εξουσίας δύο ισότιμων κρατιδίων».
Και κάτι τελευταίο...! Ο κάθε πολίτης δικαιούται να έχει αυτούς τους προβληματισμούς χωρίς να φοβάται ότι θα χαρακτηριστεί «απορριπτικός», «λυσοφοβικός» με «συντηρητικά μυαλά» (όπως λέχθηκε) από τους τάχατες «προοδευτικούς δημοκράτες», που είναι υπέρ οποιασδήποτε λύσης πριν ακόμα την δουν, και που άρχισαν δυστυχώς να κυριαρχούν και στο κυβερνών κόμμα. Και για να είμαι δίκαιος, διαχωρίζω προς το παρόν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από αυτές τις φωνές, οι οποίες στο τέλος της ημέρας μόνο ζημιά τού κάνουν, όσο και αν βαυκαλίζονται κάποιοι για το αντίθετο.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗΣ Οικονομικές επιστήμες, MA HRM http://koutselinis.wordpress.com