Θεσσαλονίκη. Κατοχή, πείνα, βομβαρδισμοί, καταφύγια. Η Ευγενούλα, κοριτσάκι λεπτό σαν μίσχος λουλουδιού, ντροπαλό, μαζεμένο, μοναχικό, σκαρώνει σκετσάκια, σκηνοθετεί, παίζει ρόλους, να ξεφύγει απ’ τις δυσκολίες στο συνταίριασμα των γονιών της, της τρυφερής δασκάλας Θεανώς και του αυστηρού γυμνασιάρχη Κωνσταντίνου Καρπούζη, που την πλήγωναν. Κι αν το Ευγενούλα τής ταίριαζε γάντι, εκείνο το ζουμερό επίθετο πώς να κολλήσει στο καχεκτικό σκαρί; Στο γαλλικό σχολείο «Καλαμαρί» το Ευγενία οι καλόγριες θα το κάνουν από το Eugenie, Τζένη. Εντυπωσιάζει σε κάθε σχολική γιορτή. Έφηβη ανακαλύπτει το σινεμά, λιώνει μπροστά στον Ζεράρ Φιλίπ, το είδωλο της εποχής. Θέλει να γίνει ηθοποιός κι όταν θα το ξεστομίσει ένα χαστούκι και μια λέξη βαριά απ’ τον πατέρα κάνουν μάνα και κόρη να φύγουν για την Αθήνα.
Εθνικό θέατρο, ο μυθικός θεατράνθρωπος Άγγελος Τερζάκης γελώντας αλλάζει το Καρπούζη σε Καρέζη. Ένα αστέρι γεννιέται. Τα ομορφότερα μάτια του ελληνικού σινεμά, γκριζοπράσινα, θεόρατα, φωτίζουν σαν προβολείς. Γαλλική φινέτσα, ομορφιά και χάρη μοναδική, αέρας αλλιώτικος. Γιώργος Παππάς, γόης, ηθοποιός ολκής, καλλιεργημένος ως γιος της ποιήτριας Μυρτιώτισσας, εραστής, δάσκαλος, ο πατέρας που δεν ένιωσε τη σημαδεύει. Θεατρικές παραστάσεις με μεγαθήρια αλλά κι ασπρόμαυρες ταινίες, μοναδικές ανάσες μιας εποχής δύσκολης. Κι όταν ο Γιώργος φεύγει χτυπημένος από καρκίνο, εκείνη ξεσπάει, αλητεύει, γίνεται σταρ, σνομπ, κοσμική, ξεπερνά τα όρια. Ξενύχτια, ποτό, ταξίδια, ρουφά τη ζωή.
Συνεργασίες σε δύο ξένες παραγωγές κι ένας γάμος με τον λάτρη της ανέμελης ζωής, Ζάχο Χατζηφωτίου. Πέντε χρόνια αγεφύρωτες διαφορές, διαζύγιο. «Η Τζένη ήταν σκυλί, την τρέμανε όλοι στη δουλειά, μόνο γι’ αυτήν ζούσε» θα πει εκείνος. Έγχρωμος πια ο κινηματογράφος στην ταινία «Τζένη-Τζένη» όπου η μεστωμένη ομορφιά της κόβει ανάσες, ο Ανδρέας Μπάρκουλης, το είδωλο της εποχής, την ερωτεύεται μέχρι θανάτου.
Μα η μοίρα έχει άλλα σχέδια. «Κοντσέρτο για πολυβόλα» ταινία εποχής, συνάντηση μ’ έναν τύπο ανήσυχο, στοχαστικό, ψαγμένο, μαχητικό. Τον λένε Κώστα Καζάκο και στο περίμενε με τα κοστούμια κάτω από μια ελιά, αρχίζει μια παρτίδα τάβλι που θα κρατήσει είκοσι έξι χρόνια. «Όλη μου τη ζωή τον έψαχνα τον Καζάκο και περιπλανιόμουνα», εξομολογείται. Θα της χαρίσει τον Κωνσταντίνο τους, θα της ανοίξει δρόμους, θα τη μυήσει στο τι είναι κοινωνική δικαιοσύνη, πολιτική θέση. Χούντα.
Στο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», η Τζένη ανακαλύπτει τον Νίκο Ξυλούρη, πρώτη αυτή θα τον πει αρχάγγελο. Σπάνε τα ταμεία, ξεθαρρεύει ο κόσμος, βήμα κόντρα στη βία. Πολυτεχνείο, μπροστάρηδες κι οι δύο, ανακρίσεις, φυλακίσεις. Ύστερα, θέατρο Τζένη Καρέζη, επιτυχίες γραμμένες στη θεατρική ιστορία, γνωριμίες με την ευρωπαϊκή και ρωσική αφρόκρεμα της τέχνης.
Ώσπου όλα αυτά τα φθόνησε ο καρκίνος. Ψάξιμο παντού, μήνες μαρτύριο. «Μέσα στον απίστευτο πόνο της η Τζένη έγινε ό,τι καλύτερο είδα ποτέ σ’ αυτήν» λέει ο Καζάκος. Ώς τις 27 Ιουλίου 1992, που τα υπέροχα μάτια της Τζένης κλείνουν για πάντα και γεννιέται το «Ίδρυμα για την ανακούφιση του πόνου Τζένη Καρέζη». Κι εσύ που κρατάς δεκάδες φωτογραφίες της σαν φυλακτό, μνήμες μιας αθώας γενιάς, θέλεις να της πεις: «Ευχαριστώ για τα βραδάκια ονειρεμένης ξεγνοιασιάς στα θερινά τα σινεμά». Για τις στιγμές στο θέατρο Ρόγιαλ, 1961 θα ήταν, που όργωνε τη σκηνή σαν ελαφίνα. Για τις παραστάσεις στο θέατρο Διονύσια στην Αθήνα, με το φτηνό εισιτήριο για το φοιτηταριό, και το καρτέρι που έστηνες να τη δεις να περνά να σε τυλίξει στο άρωμά της.
Για τα «Διαμάντια και Μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη και τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ όπου η ωριμότητά της μάγευε. Για το βιβλίο της «Τετράδια ζωής» που σε ταξίδεψε μαζί της σε στιγμές μοναδικές. Γράφει: «Στο θέατρο μια σχολή υπάρχει: η αλήθεια. Μια τάση υπάρχει: το πάθος γι’ αυτήν τη δουλειά. Να καταθέτεις το αίμα σου σ’ ό,τι κάνεις με την τελευταία στάλα του, ό,τι και να ’ναι αυτό και να εύχεσαι να έχεις πάντα κάτω κοινό που να σέβεται και το τελευταίο κιχ που βγάζεις. Τότε ζεις την απόλυτη ευτυχία». ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ-ΠΡΕΚΑ