Ειδήσεις

Μήδειες και Κλυταιµνήστρες στην Κύπρο της Αγγλοκρατίας

ΟΚΤΩ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΕΣ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο για τη γυναικεία εγκληματικότητα σε μια βίαιη κοινωνία, όπου η Παναγιώτα, η Στυλιανή, η Μαρία, η Ζωή και η Κατίνα «δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ξεράσουν τη βία που είχαν καταπιεί οι ίδιες»
«Έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, να μιλάμε για τις “παλιές, καλές εποχές”, που οι άνθρωποι ήταν αγνοί και ζούσαν αρμονικά. Λυπάμαι που θα χαλάσω αυτή την εικόνα και θα δείξω μια Κύπρο γεμάτη εγκληματικότητα, πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή»
Η γυναίκα στην Κύπρο ήταν κατά κύριο λόγο το θύμα και όχι ο θύτης. Γυναίκες δολοφονούνταν από συζύγους αφέντες γιατί δεν ήταν καλό το φαγητό, κόρες έπεφταν θύματα των αρρωστημένων ορέξεων των πατεράδων τους, γυναίκες έπεφταν θύματα κάθε διεστραμμένου και δεν τολμούσαν να μιλήσουν, για να μη θιγεί η τιμή και η υπόληψη της οικογένειας
Β ́ ΜΕΡΟΣ

Στις περιπτώσεις οκτώ γυναικών, που διέπραξαν κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας αποτρόπαια εγκλήματα κατά προσώπων του στενού τους περιβάλλοντος, εστιάζει ο συγγραφέας Στέφανος Ευαγγελίδης, στο αποκαλυπτικό βιβλίο του, «Μήδειες και Κλυταιμνήστρες στην Κύπρο της Αγγλοκρατίας», που εκδόθηκε το 2014, και φιλοδοξεί να φωτίσει μια Κύπρο που χάθηκε - «μια σκοτεινή πλευρά του Κυπριακού παρελθόντος γεμάτη βία και εγκληματικότητα, σε μια κοινωνία που δεν γνώριζε φραγμούς και όρια», όπως ο ίδιος σημειώνει. Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος του ρεπορτάζ, στη χθεσινή έκδοση της «Σημερινής» του Σαββάτου, αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του 49χρονου δικηγόρου από τη Λευκωσία Στέφανου Ευαγγελίδη, εγκατεστημένου στην Αθήνα, παντρεμένου και πατέρα ενός παιδιού, μετά τη «Στυλιανή Χ», τη συγκλονιστική ιστορία της Στυλλούς Χριστοφή από το Ριζοκάρπασο, η οποία το 1954 οδηγήθηκε στην αγχόνη, καταδικασμένη για τον φόνο της Γερμανίδας νύφης της, στο σπίτι της στο Λονδίνο.


Μέσα από μια ενδελεχή και θα λέγαμε εξαντλητική έρευνα σε εφημερίδες της εποχής, βιβλιογραφία και αστυνομικά και δικαστικά αρχεία, ο Στ. Ευαγγελίδης εδραιώνει, με αυτό το δεύτερο συγγραφικό του επίτευγμα, την περιγραφή μιας Κύπρου «εντελώς διαφορετικής από εκείνη που έχουμε για την ειδυλλιακή Κυπριακή κοινωνία του παρελθόντος», όπως επισημαίνει. «Ποιος λόγος υπάρχει να ανασύρουμε από τη λήθη, τέτοια θλιβερά συμβάντα; Ποιος ο λόγος να ξυπνήσουμε αποτρόπαια φαντάσματα;» διερωτάται και συνεχίζει: «Έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, να μιλάμε για τις “παλιές, καλές εποχές”, που οι άνθρωποι ήταν αγνοί και ζούσαν αρμονικά. Λυπάμαι που θα χαλάσω αυτή την εικόνα και θα δείξω μια Κύπρο γεμάτη εγκληματικότητα, πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή. Φόνοι, ληστείες, κλοπές, ζωοκλοπές, βανδαλισμοί, βιασμοί, ακόμα και μικρών παιδιών, εγκληματικές συμμορίες, απαγωγές και τόσα άλλα, μας δίνουν μια εικόνα εντελώς διαφορετική από εκείνη που έχουμε για το παρελθόν του νησιού μας».
«Προϊόντα» μιας βίαιης κοινωνίας


Ο συγγραφέας τονίζει ότι «τα εγκλήματα που θα βρει ο αναγνώστης σ’ αυτές τις σελίδες, είναι εγκλήματα πάθους, με γυναίκες να δολοφονούν άτομα του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος, με τρόπους που προσιδιάζουν στο γυναικείο modus operandi. Όσο φριχτά και αν φανούν στον αναγνώστη κάποια εγκλήματα, δεν είναι τίποτε άλλο από κλασικά παραδείγματα γυναικείας εγκληματικότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως κάτι: Η γυναίκα στην Κύπρο ήταν κατά κύριο λόγο το θύμα και όχι ο θύτης.


»Γυναίκες δολοφονούνταν από συζύγους αφέντες γιατί δεν ήταν καλό το φαγητό, κόρες έπεφταν θύματα των αρρωστημένων ορέξεων των πατεράδων τους, γυναίκες έπεφταν θύματα κάθε διεστραμμένου και δεν τολμούσαν να μιλήσουν, για να μην θιγεί η τιμή και η υπόληψη της οικογένειας. Οι φόνισσες για τις οποίες μιλάμε σ’ αυτό το βιβλίο, ήταν κομμάτια αυτού του κόσμου, ήταν “προϊόντα”, τρόπον τινά, αυτής της αδυσώπητης πραγματικότητας. Η Παναγιώτα, η Στυλιανή, η Μαρία, η Ζωή και η Κατίνα, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ξεράσουν τη βία που είχαν καταπιεί οι ίδιες. Τη βία που είχαν ζήσει στη ψυχή και στο κορμί τους».
Μένοικο 1906 - Η «φυλακωμένη» μητριά


«Ήταν Παρασκευή 14 Ιουλίου 1906, όταν ο Δημήτρης Κουτρούνης, λίγο πριν χαράξει, φόρτωσε το γαϊδούρι του με πατάτες και ξεκίνησε για τη Λευκωσία. Είχε δύο κόρες από την πρώτη του γυναίκα, την εξάχρονη Μαρία και την τετράχρονη Ελένη. Του προξένεψαν και ξαναπαντρεύτηκε ένα μικροκαμωμένο κορίτσι, τη Μαρία, μόλις δεκαπέντε χρονών. Ο Δημήτρης κόντευε τα σαράντα, γέρος για την εποχή του. Στο χωριό την κορόιδευαν.


»Η Μαρία ποτέ δεν αγάπησε τον Δημήτρη. Ούτε τα παιδιά του αγάπησε. Εκείνο το πρωί, πήρε τις δύο της προγονές στο αλώνι. Λίγο μετά που ο ήλιος έριξε το πρώτο του φως, η Μαρία φώναξε τα κορίτσια και τους είπε να την ακολουθήσουν. “Θα τες πάρω να τες λούσω”, είπε σε μια χωρική που δούλευαν μαζί στο αλώνι, “τζαι εν να ξανάρτω”. Πραγματικά η Μαρία έπλυνε τα κορίτσια, τους έπλεξε όμορφα τα μαλλιά και τους φόρεσε καθαρά ρούχα.


»Αφού ετοιμάστηκαν βγήκαν από το σπίτι και πήραν πάλι το δρόμο για το αλώνι. Πέρασαν μπροστά από το σπίτι της Αννούς, που έλειπε στο αλώνισμα, μπήκαν στην αυλή του σπιτιού και κατευθύνθηκαν στο πηγάδι που υπήρχε στην αυλή. Η Μαρία άρπαξε την εξάχρονη προγονή της και προσπάθησε να τη ρίξει στο πηγάδι. Το πηγάδι ήταν όμως στενό και η μικρή Μαρία αντιστάθηκε.


»Δεν μπορούσε να φωνάξει, γιατί προηγουμένως η μητριά της, είχε γεμίσει το στοματάκι των παιδιών με χρυσόμηλα. Η Μαρία όμως ήταν αποφασισμένη. Κτύπησε το κεφαλάκι της μικρής στο γείσο του πηγαδιού και την πέταξε μέσα. Στο μεταξύ η τετράχρονη Ελένη το είχε βάλει στα πόδια τρομοκρατημένη. Η Μαρία την κυνήγησε. “Όχι, όχι, μη, παρακαλώ σε”, ούρλιαζε κλαίγοντας το άτυχο κορίτσι και αρπάχτηκε με τα χεράκια του από το γείσο του πηγαδιού. Η Μαρία πήρε μια πέτρα και άρχισε να της κτυπά τα χέρια, μέχρι που η μικρή έπεσε στο βαθύ πηγάδι.


»Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, η Μαρία επέστρεψε στο αλώνι και συνέχισε τη δουλειά της μέχρι αργά το απόγευμα. “Πήγαν στη στετέ τους”, έλεγε σε όποιον τη ρωτούσε πού ήταν τα κορίτσια. Η δίκη έγινε τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου και η Μαρία καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών. Όμως ο κυβερνήτης εξαντλώντας όλη του την επιείκεια, μετέτρεψε την ποινή της σε ισόβια δεσμά. Όταν αφέθηκε ελεύθερη, βρήκε δουλειά σε ένα αρχοντόσπιτο της Λευκωσίας σαν υπηρέτρια και όταν πια τα χρόνια πέρασαν, επέστρεψε στο Μένοικο. Όλα τα χρήματα που είχε κερδίσει, από τη δουλειά της, τα έδωσε στις εκκλησίες του χωριού. Πέθανε στα τέλη της δεκαετίας 1960. Στο χωριό, όλοι την έλεγαν “η φυλακωμένη”».
Άγιος Μάμας, 1911 - Το κυνηγετικό στη στέγη


«Τα μεσάνυχτα της 21ης Ιουλίου 1911, δύο γυναίκες είναι ανεβασμένες σε κάποια στέγη. Η μια είναι μόλις δεκαεφτά χρονών και η άλλη έχει περάσει τα πενήντα. Μια απ' τις δύο κρατά όπλο. Το σηκώνει, στοχεύει και πατά τη σκανδάλη. Ο πυροβολισμός ξύπνησε τους κάτοικους του μικρού χωριού. Ταυτόχρονα ακούστηκε ο Μιχάλης Χριστοδούλου να φωνάζει μέσα στα βογγητά του “Ε Αντώνη, Τρυφωνή αρφέ μου, βουράτε τζαι επαίξαν με”. Οι δύο άντρες έτρεξαν και τον είδαν να είναι όρθιος και να κρατά το δεξί του πόδι, που αιμορραγούσε. Τους είπε ότι η Παναγιώτα και η Στυλιανή, τον έπαιξαν.


»Το όργανο του εγκλήματος, ήταν το κυνηγετικό όπλο του πατέρα της δεκαεφτάχρονης Παναγιώτας, που παραδέχτηκε ότι το έκανε μαζί με τη Στυλιανή, που ήταν χήρα από νεαρή ηλικία. Στο σπίτι του τραυματία, μαζεύτηκε όλο το χωριό, μεταξύ των οποίων και η Στυλιανή. “Γιατί άφοη του θεού, έπαιξές με; Ήντα που σου έκαμα; Ενόμισες ποττέ πως ήταν να σε παντρευτώ;” της είπε ο Μιχάλης.


»Ο αστυνομικός Μεχμέτ Αχμέτ, πήρε καταθέσεις από όλους τους εμπλεκόμενους και απέδωσε κατηγορίες στις δύο γυναίκες. Δεν ξέρουμε πότε ο Μιχάλης ζήτησε ιατρική βοήθεια, ξέρουμε όμως, πως στις 23 Ιουλίου, βρισκόταν ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο της Λεμεσού. Ο γιατρός, Έρνεστ Σω Κορσέλλης, αφαίρεσε από τη βασική πληγή, οκτώ σκάγια και δύο κομμάτια βαμβάκι που είχαν χρησιμοποιηθεί σαν “γέμισμα” στο πάπλωμα και είχαν παρασυρθεί από τον πυροβολισμό, μέσα στην πληγή. Αυτό οδήγησε στο θάνατο τον Μιχάλη, καθώς προκάλεσε τέτανο, που με τα μέσα της εποχής εκείνης, δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπισθεί.


»Μετά το θάνατο του Μιχάλη, η κατηγορία για την Παναγιώτα και τη Στυλιανή άλλαξε και από απόπειρα φόνου, μετατράπηκε σε φόνο εκ προμελέτης. Οι δύο γυναίκες συνελήφθηκαν και η δίκη τους ορίστηκε για τις 12 Σεπτεμβρίου 1911. Τα πράγματα πήραν απροσδόκητα δραματική μορφή, όταν στη δίκη ο πατέρας της Παναγιώτας, αποκάλυψε ότι η κόρη του είχε ερωτικό δεσμό με τη Στυλιανή... Αποκάλυψε ακόμα, ότι πριν δημιουργήσει σχέση με την κόρη του, είχε σχέση με τον Μιχάλη και ταυτόχρονα και κάποιον άλλο, τον Βασίλη. Μετά που ο Βασίλης μαχαίρωσε τον Μιχάλη, η σχέση τους διακόπηκε.


»Στην κατάθεσή του στο δικαστήριο ο γιατρός Κορσέλλης ανέφερε ότι εξέτασε την Παναγιώτα ενώ τελούσε υπό κράτηση και αποκάλυψε ότι είναι άντρας και όχι γυναίκα! Είπε ότι “πάσχει από μια δυσπλασία των γεννητικών οργάνων, που ονομάζεται υποσπαδία. Δηλαδή έχει μόνο ανδρικά γεννητικά όργανα, όρχεις και πέος, αλλά δεν μπορεί να ουρήσει φυσιολογικά σαν άντρας. Οι υποσπάδιοι άντρες, ουρούν καθιστοί. Πιστεύω πως το πέος του συγκεκριμένου ατόμου, δεν αναπτύχθηκε φυσιολογικά. Πάντως είναι άνδρας και δεν μπορεί να έρθει σε ερωτική επαφή ως γυναίκα”.


»Το δικαστήριο τις καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού και ο κυβερνήτης μετέτρεψε την ποινή τους σε ισόβια δεσμά. Δεν ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες για το τι απέγιναν, μόνο ότι η Στυλιανή επέστρεψε στο χωριό της όπου απεβίωσε, σε άγνωστη σε μας χρονολογία. Ο Παναγιώτης σίγουρα έμεινε πολύ λιγότερο καιρό στις φυλακές. Αποφυλακίστηκε, επέστρεψε στο χωριό του και απεβίωσε στα τέλη της δεκαετίας 1940».
Γιαλούσα 1911 - Ο αποκεφαλισμένος σύζυγος


«Στις 4 Ιουλίου 1911, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ο Χριστοφής Γιαννή, που όλοι στη Γιαλούσα ήξεραν με το παρατσούκλι Λόγχαρος, ακολούθησε τη γυναίκα του Μαρία, που ξεπόρτισε νομίζοντας ότι ο άντρας της κοιμόταν και ξεκίνησε να βρει τον εραστή της, τον συγχωριανό τους Θεόδουλο Γιασουμή, πλούσιο Γιαλουσίτη γαιοκτήμονα, στα χωράφια του οποίου εργάζονταν και οι δύο περιστασιακά. Ο Θεόδουλος εδώ και τρία χρόνια, είχε χηρέψει και οι κακές γλώσσες του χωριού έλεγαν πως η γυναίκα του Λόγχαρου, τον βοηθούσε να ξεπεράσει τον πόνο του...


»Εκείνη τη νύχτα, ο Χριστοφής είδε τη Μαρία να κτυπά την εξώπορτα του Θεόδουλου και εκείνος της άνοιξε και την έβαλε μέσα. Ο Χριστοφής έσπρωξε και αυτός την πόρτα και βρέθηκε αντιμέτωπος με τους δύο εραστές. Η Μαρία δεν δίστασε, του χίμηξε και άρχισε να τον βρίζει και να τον κτυπά. Ο Θεόδουλος έβγαλε το μαχαίρι του και έκοψε πέρα για πέρα το λαιμό του άτυχου Χριστοφή, που με ένα πνιχτό ρόγχο, άφησε την τελευταία του πνοή. Τον έθαψαν κάτω από μια λεμονιά. Η εξαφάνιση του Λόγχαρου, έγινε το κορυφαίο θέμα συζήτησης στο χωριό...


»Ο Θεόδουλος αυτοκτόνησε στις 9 Ιουλίου με το κυνηγετικό του, όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι του να τον ανακρίνουν. Η Μαρία συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση, υπέδειξε στην αστυνομία το πτώμα του συζύγου της και παραπέμφθηκε σε δίκη στο Κακουργιοδικείο Αμμοχώστου. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1911, κρίθηκε ομόφωνα ένοχη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο εκ των πέντε δικαστών, Ελληνοκύπριος Γεώργιος Εμφιετζής, (οι τρεις ήταν Βρετανοί και ο τέταρτος Τουρκοκύπριος), ζήτησε επιείκεια λόγω του φύλου της καταδικασθείσας, όμως απορρίφθηκε η πρότασή του από τους άλλους τέσσερις.


»Ο κυβερνήτης μετέτρεψε την ποινή της σε ισόβια δεσμά και τελικά μετά από κάποια χρόνια στη φυλακή, αφέθηκε ελεύθερη. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε. Κάποιοι είπαν πως τέλειωσε τη ζωή της μέσα στην τρέλα, βλέποντας το ακέφαλο σώμα του δολοφονημένου συζύγου της να την κυνηγά. Κάποιοι άλλοι, είπαν πως έπεσε και η ίδια θύμα δολοφονίας, οργανωμένης πιθανόν από συγγενείς του συζύγου της».
Πλατάνι 1914 - Δύο γυναίκες, ένας άντρας


«Ένα ιδιαίτερο έγκλημα έγινε στο μικροσκοπικό χωριό Πλατάνι, γνωστό και ως Τσιναρλί, στην επαρχία Αμμοχώστου, 9 χλμ βόρεια του Λευκόνοικου. Θύμα η Εμινέ Φεϊτζά 50 χρονών και δράστις, η κατά πολύ νεότερη Νατζιέλ Σαλήχ και οι δύο σύζυγοι ενός κτηνοτρόφου από το χωριό. Η κωφάλαλη Νατζιέλ ήταν η δεύτερη σύζυγός του και μεταξύ τους αναπτύχθηκε έντονη ζήλια, ιδιαίτερα μετά που η Νατζιέλ έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι. Η Εμινέ κακομεταχειριζόταν τη Νατζιέλ, αλλά και η Νατζιέλ δεν έμενε με σταυρωμένα χέρια και πολλές φορές χρειάστηκε να επέμβει ο... ευτυχής σύζυγος, για να τις χωρίσει.


»Ένα βράδυ του Οκτώβρη 1914, ενώ βρίσκονταν στο ποιμνιοστάσιο του συζύγου τους, ξέσπασε ανάμεσά τους έντονος καυγάς. Η Νατζιέλ πήρε μια πέτρα και συνέτριψε με πολλαπλά κτυπήματα, το κρανίο της Εμινέ. Μετά φορτώθηκε το πτώμα στους ώμους και το πέταξε σε παρακείμενη χαράδρα. Είναι σίγουρο ότι δικάστηκε και καταδικάστηκε η Νατζιέλ, αν και δεν γνωρίζουμε κάτι για την τύχη της. Αν καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών, μάλλον βέβαιο είναι πως δεν οδηγήθηκε στο ικρίωμα».
Αρχιμανδρίτα 1931 - Η βελόνα του πλεξίματος


«Η Κάτω Αρχιμανδρίτα χωριό της επαρχίας Πάφου, σήμερα είναι εγκαταλειμμένη. Σε αυτό το μικρό χωριό των 80 κατοίκων, έγινε ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα που έγιναν ποτέ στην Κύπρο. Θύμα η τετράχρονη Μαρία Στυλλή, ορφανή από πατέρα, που ζούσε με τη μητέρα της Ζωή Παναγή, τον Ηλία Σολωμού, δεύτερο σύζυγο της μητέρας της και τον 7χρονο Προκόπη, γιο του Ηλία από τον προηγούμενο γάμο του. Η μικρή Μαρία βρήκε βίαιο και φριχτό θάνατο, το πρωί της 19ης Ιουλίου 1931.


»Ο Ηλίας Σολωμού, δεύτερος σύζυγος της μητέρας της Ζωής Παναγή, βύθισε στην κοιλιά της μεγάλη βελόνα πλεξίματος, που τη σκότωσε, αφού διέτρησε εσωτερικά όργανα του παιδιού. Όπως ομολόγησε η Ζωή, ο άντρας της, ευθύς εξαρχής δεν είδε με καλό μάτι την παρουσία της μικρής στο σπίτι και ήθελε να την ξεφορτωθεί επειδή δεν ήταν δικό του παιδί και - δήθεν - επειδή μάλωνε με τον γιο του.


»Οι παλαιοί κάτοικοι της Αρχιμανδρίτας που συνάντησα, μου έδωσαν μια εξήγηση, σύμφωνα με την οποία, όσο φριχτή ήταν η εκτέλεση του εγκλήματος, άλλο τόσο φριχτή ήταν και η σύλληψή του. Ήθελαν και οι δυο τους, να ξεφορτωθούν τα παιδιά τους από προηγούμενους γάμους, για να δημιουργήσουν εξαρχής μια καινούργια οικογένεια. Αρχικά σκέφτηκαν να σταματήσουν να δίνουν φαγητό στα παιδιά, τη Μαρία και τον Προκόπη, έτσι ώστε να πεθάνουν από την πείνα.


»Τα σημάδια ασιτίας στο κορμάκι της μικρής Μαρίας, ήταν εμφανή, όπως διαπίστωσε ο γιατρός. (Οι κάτοικοι στην Αρχιμανδρίτα, μου είπαν πως οι γείτονες έδιναν φαγητό στα παιδιά). Η δίκη τους έγινε τον Οκτώβρη στο Κακουργιοδικείο Πάφου, όπου εμφανίστηκαν αμετανόητοι και δήλωσαν πως δεν αποδέχονται ενοχή. Το δικαστήριο επέβαλε την ποινή του θανάτου και στους δύο - ο Σολωμού εκτελέστηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1931 και η Ζωή στις 12 Ιανουαρίου 1932.


»Εξ όσων γνωρίζω, πρόκειται για την πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Κύπρο, από το 1878. Δεν γνωρίζουμε τον τόπο ταφής τους. Τα χρόνια πέρασαν, η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί, η υπόθεση λησμονήθηκε. Κάποιες πληγές όμως δεν έκλεισαν. Το 2005, ένας ηλικιωμένος άντρας μπήκε στα γραφεία του Ποινικού Μητρώου του Αρχηγείου της Αστυνομίας. Όταν έφτασε η σειρά του, είπε στον επί καθήκοντι αστυνομικό. “Ψάχνω να βρω πληροφορίες για το τι απέγινε ο πατέρας μου. Ονομάζομαι Προκόπης Ηλία Σολωμού”»...
Ριζοκάρπασο 1944 - Στραγγαλισμός με βρακοζώνι


«Το σπίτι που έμενε η εξηνταπεντάχρονη Στασού Χαμπή, ήταν στην πραγματικότητα, ένα μόνο δωμάτιο. Δίπλα υπήρχε ακόμα ένας χώρος, που η μικροκαμωμένη Στασού χρησιμοποιούσε ως αποθήκη. Οι δύο χώροι δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και είχαν ξεχωριστές εισόδους. Είχε χάσει τον άντρα της λίγους μήνες προηγουμένως, αλλά σύντομα βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του Πολύκαρπου, ενός συνομήλικού της άντρα, που είχε χηρέψει και αυτός πρόσφατα. Τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται, όταν η κόρη της η Κατίνα, ήρθε να μείνει μαζί της, φέρνοντας μαζί και την ανάπηρη δεκάχρονη κόρη της.


»Η Στασού όμως, είχε άλλα σχέδια και έδειξε εξαρχής στην Κατίνα πως ήταν ανεπιθύμητη, τόσο η ίδια, όσο και το ανάπηρο παιδί της. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 30ής Μαρτίου 1944, η Στασού βρέθηκε στην αποθήκη της, νεκρή στο πάτωμα, σε πρηνή θέση. Ένα κορδόνι ήταν σφιχτά δεμένο γύρω από το λαιμό της. Συνελήφθη η Κατίνα και την επόμενη μέρα, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση στον αστυνομικό σταθμό Ριζοκαρπάσου, παραδέχτηκε ότι την έπνιξε με το βρακοζώνι που η μητέρα της είχε δεμένο στη μέση της.


»Στις 11 Μαΐου 1944 ο δικαστής Griffith Williams ανακοίνωσε στην κατηγορούμενη την απόφαση του δικαστηρίου: “Θα μεταφερθείς από εδώ, σε νόμιμο τόπο κράτησης και εκεί στο καθορισμένο μέρος για εκτέλεση, όπου θα κρεμαστείς από το λαιμό, μέχρι να πεθάνεις. Ο Κύριος ας ελεήσει τη ψυχή σου”. Η Κατίνα εκτελέστηκε την 1η Αυγούστου 1944, στις φυλακές της Αμμοχώστου».
Συγχαρί 1949 - Τέσσερις φόνοι, μια αυτοκτονία


«Η Βασιλική, στα 18 της παντρεύτηκε με τον Θεμιστοκλή, που εργοδοτείτο στο ποιμνιοστάσιο του πατέρα της. Έφεραν στον κόσμο τέσσερα παιδιά, την Ελένη, τη Χρυσταλλού και τα δίδυμα Μιχάλη και Μαρούλα. Ο Θεμιστοκλής κατηγορούσε τη Βασιλική πως είχε εξωσυζυγική σχέση και πως τα παιδιά δεν ήταν δικά του. Ανάμεσα στο ζευγάρι, πολύ συχνά γίνονταν άγριοι καυγάδες, με το Θεμιστοκλή να κτυπά τη γυναίκα του και να της ζητά να φύγει από το σπίτι. Ξημερώματα Σαββάτου 4 Ιουνίου 1944, ο Θεμιστοκλής ξεκίνησε να πάει στα χωράφια της οικογένειας και το ίδιο έκανε λίγο αργότερα και η Βασιλική, μαζί με τα παιδιά.


»Αντί όμως στα χωράφια της οικογένειας, οδήγησε τα παιδιά της σε πηγάδι που βρισκόταν στο χωράφι κάποιου συγγενή. Τους έβγαλε τα παπούτσια και τα τοποθέτησε με τάξη στην άκρη του πηγαδιού. Έδεσε μεταξύ τους, τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια - “θα παίξουμε ένα παιγνίδι”, τους είπε και με μια βίαιη κίνηση, τα έριξε στο πηγάδι. Αμέσως μετά άρπαξε και τα δίδυμα και τα πέταξε μέσα. Σαν υπνωτισμένη, έδεσε ένα σχοινί σε μια ελιά και έθεσε και αυτή τέρμα στη ζωή της. Η κηδεία έγινε την επομένη. Η Βασιλική και τα παιδιά, τάφηκαν σε ομαδικό τάφο. Ο Θεμιστοκλής δεν παρέστη στην τελετή. Η νεκροψία στη Βασιλική, κατέδειξε πως ήταν και πάλι έγκυος».
Κονιά Πάφου 1958 - Το θύμα που έγινε θύτης


«Μερικές φορές δυσκολεύεσαι να πεις ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, ή για να το πούμε άλλως πως, υπάρχουν φορές που το θύμα γίνεται θύτης και ο θύτης θύμα. Το έγκλημα συνέβη στα Κονιά, ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη της Πάφου. Μια φτωχή δεκαεξάχρονη κοπέλα, εργοδοτήθηκε στα χωράφια κάποιου γαιοκτήμονα της περιοχής, έγγαμου με παιδιά, που κατάφερε να την πείσει να συνάψει ερωτική σχέση μαζί του. Η παράνομη σχέση τους, διήρκεσε δύο και πλέον χρόνια. Κάποια στιγμή εκείνη, του ζήτησε να διακόψουν. Για κάπου έξι μήνες δεν φαίνεται να υπήρξε επικοινωνία ανάμεσα στο ζευγάρι.


»Μια μέρα του Ιούλη 1958, όταν εκείνη βρισκόταν στο αμπέλι, πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της εκείνος, κρατώντας μια αξίνα. Κάποια στιγμή η αξίνα βρέθηκε στα χέρια της και άρχισε να τον κτυπά με μανία, μέχρι που έπεσε νεκρός. Το δικαστήριο έκρινε πως η κοπέλα βρισκόταν σε άμυνα και την καταδίκασε σε μόλις έξι μήνες φυλάκιση. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε μετά την αποφυλάκισή της. Μου είπαν πως δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο χωριό».