Οι συνταγματικές υπερεξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα
Τρίτη 02 Αύγ 2016

...το Περί Δικαίου αίσθημα και η γυναίκα του Καίσαρα
Στάχτη κι αποκαΐδια τα σώματα των νεαρών ηρώων όπως και η πίστη μας στο ανάλγητο κράτος όπου ζούμε. Μέχρι πρότινος είχαμε την ελπίδα ότι η υπόθεση για το Μαρί θα αποτελούσε σημείο αναφοράς ως προς την παραδειγματική τιμωρία των όσων αποτέλεσαν μέρος της εγκληματικής αλυσίδας λαθών και παραλείψεων, ως ελάχιστος φόρος τιμής και δικαίωσης των αδικοχαμένων αλλά και ως αποτρεπτικός φάρος όσων ασκούν εξουσία και λαμβάνουν σημαντικές αποφάσεις που μας αφορούν άμεσα... αλλά φευ.
Σύμφωνο και το Σεβαστό Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση με το πιο πάνω, καθότι εν τη σοφία του δήλωσε για το σημαντικό της όλης διαδικασίας: «Όλα αυτά θα αποκτήσουν νόημα, μόνο εάν κυριαρχήσει μια νέα αντίληψη που θα θέτει τη νομιμότητα πάνω απ' όλα και που θα θέτει τον πραγματικό σεβασμό προς τη ζωή στο επίκεντρο της σκέψης και των ενεργειών όσων ασκούν εξουσία.
Διαφορετικά, το στρεβλό σύστημα θα προχωρήσει ακάθεκτο προς την επόμενη τραγωδία». Σε αυτό το κράτος είναι το Σύνταγμα που καθορίζει τη δικαιοδοσία και τον ρόλο της κάθε εξουσίας και θεσμικού οργάνου, περιορίζοντάς τις και θέτοντάς τις υπό έλεγχο, την μία μετά την άλλη, καθότι αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός και μέρος της ανθρώπινης φύσης πως η υπερβολική ελευθερία και εξουσία οδηγούν στην ασυδοσία.
Άλλωστε σκοπός του Συντάγματος και όλων των Άρθρων που εμπεριέχονται σε αυτό είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων του Κύπριου πολίτη, η προώθηση των συμφερόντων της κοινωνίας και η διατήρηση στον λαό του περί δικαίου αισθήματος. Παρ' όλες όμως τις ασφαλιστικές δικλίδες που έχουν συνταχθεί συνταγματικά για τον έλεγχο της κάθε εξουσίας (Εκτελεστικής, Νομοθετικής, Δικαστικής) κάθε μορφή εξουσίας κρίνεται και επικρίνεται εάν αυτό καταστεί αναγκαίο, από τον λαό, ανεξαρτήτως της όποιας νομικής ισχύς έχει (ή δεν έχει) η ετυμηγορία του.
Μέρος της εξουσίας αποτελεί και ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα, του οποίου οι εξουσίες καθορίζονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως «... ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών, (Άρθρο 113.1 του Συντάγματος) και προΐσταται της Νομικής Υπηρεσίας (Άρθρο 112.2)».
Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω η ποινική δίωξη και/ή αναστολή της έναντι οποιουδήποτε είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα, εξουσία που ασκείται αποκλειστικά κατά τη διακριτική του ευχέρεια, χωρίς μάλιστα να επιδέχεται οποιοδήποτε ελέγχου και/ή περιορισμού από οποιοδήποτε Σώμα, άτομο ή/και Θεσμό του Κράτους.
Με πρόσφατη επιστολή του ο Γενικός Εισαγγελέας γνωστοποίησε σε δικηγόρο που εκπροσωπεί οικογένειες θυμάτων της μεγάλης τραγωδίας στο Μαρί ότι δεν προτίθεται να δώσει οδηγίες για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεων και σύνταξης νέων κατηγορητηρίων, αφού, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Κατά την άποψή μας, πολύ δύσκολα θα μπορούσε κατ’ αρχήν να αναθεωρηθεί η απόφαση που είχε ληφθεί από τον Προκάτοχό μου Γενικό Εισαγγελέα, ως προς τα ποια πρόσωπα θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στο καταχωρισθέν κατηγορητήριο. Δεύτερον, κατά την άποψή μας, δεν υπάρχει διαθέσιμη ικανοποιητική μαρτυρία, η οποία θα δικαιολογούσε τη συμπερίληψη στο κατηγορητήριο και του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια και/ή του κ. Γ. Γεωργιάδη για την εμπλοκή τους στα επίδικα γεγονότα, ούτε και πιστεύουμε ότι κάποιες σχετικές παρατηρήσεις που είχαν γίνει στην απόφαση του Κακουργιοδικείου παρέχουν ισχυρό έρεισμα περί νομικής τους ευθύνης».
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι κατά πόσον ηθικά νομιμοποιείται να πράξει κάτι τέτοιο, όταν ακόμα και το ίδιο το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης είχε κάνει σαφείς αναφορές ως προς τη μη συμπερίληψη επί του κατηγορητηρίου για άτομα που είχαν πρωταρχικό ρόλο και έλαβαν αποφάσεις ακόμα και κατά παράβαση των εξουσιών που κατείχαν ως πολιτειακοί αξιωματούχοι.
Όπως ρητά αναφέρει το Κακουργιοδικείο προβληματισμένο: «Η δίωξη οποιουδήποτε είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα. Το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει, ούτε είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας δεν κατηγόρησε τα εν λόγω πρόσωπα».
Στην προκειμένη περίπτωση τίθεται και θέμα κατά πόσον υπήρχε και υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και/ή ιδιότητας από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα αλλά και τον νυν, αφού ως ο συνταγματικά νομικός σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν θα μπορούσε παράλληλα να εξετάσει και να αποφανθεί με αντικειμενικά και ανεξάρτητα κριτήρια τις όποιες πιθανότητες για ποινική ευθύνη εναντίον του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας και τη συμπερίληψή του στο Κατηγορητήριο.
Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζει ο γράφων, ότι βασικός πυλώνας ενός συστήματος δικαιοσύνης αποτελεί το τεκμήριο της αθωότητας, που προβλέπει όλους τους κατηγορούμενους να είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Ως εκ τούτου, η προσαγωγή των εμπλεκομένων δεν προεξοφλεί την οποιαδήποτε καταδίκη τους, αλλά μέσω των μαρτυριών τους θα μπορεί να δοθεί φως επί των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, με μοναδικό γνώμονα τη σωστή απονομή δικαιοσύνης.
Ας δούμε όμως αυτούσια αυτές τις αναφορές από την απόφαση της ποινικής υπόθεσης 4904/12, όπου το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε τα εξής: «[1] Θα πρέπει περαιτέρω να ληφθεί υπόψη ότι ο Γ. Γεωργιάδης είχε από την πρώτη στιγμή κεντρικό ρόλο. Ειδικότερα, αυτός είναι που τοποθέτησε τα εμπορευματοκιβώτια με τον απαράδεκτο, ως άνω, τρόπο κατά παράβαση των πάγιων διαταγών και χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιοιδήποτε άλλοι κίνδυνοι παρά για το ίδιο το φορτίο. [
2] Θα πρέπει όμως παράλληλα να σημειώσουμε ότι το φορτίο εκφορτώθηκε στην Κύπρο χωρίς απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο σύμφωνα με το Σύνταγμα είναι το όργανο που ασκεί την εκτελεστική εξουσία επί παντός θέματος, εξαιρουμένων των αρμοδιοτήτων που ρητώς διαφυλάσσονται υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
Η υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ασκούμενη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διακυβέρνησης της Δημοκρατίας και τη διεύθυνση της γενικής πολιτικής ως και την εποπτεία και διάθεση της περιουσίας που ανήκει στη Δημοκρατία (Άρθρο 54 του Συντάγματος).
Ούτε εκ των υστέρων τέθηκε η απόφαση του ΠτΔ ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου προς έγκριση. Το σοβαρό αυτό ζήτημα ουδέποτε συζητήθηκε στο αρμόδιο σώμα, το Υπουργικό Συμβούλιο. Το μόνο που γνώριζαν οι Υπουργοί ήταν η επιφανειακή ενημέρωση που τους έγινε από τον ΠτΔ στις 11.2.2009. Ο ΠτΔ ανέφερε ότι θα τους ενημέρωνε σε προσεχή συνεδρία.
Ουδέποτε τους ενημέρωσε, ούτε οι ίδιοι ζήτησαν να ενημερωθούν. Τα παραπάνω δεν εγείρουν μόνο ζήτημα τάξης, αλλά έχουν και πρακτική σημασία, εφόσον η συζήτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, είτε προς λήψη απόφασης, είτε προς έγκριση της απόφασης του ΠτΔ, θα καθιστούσε το πρόβλημα, πρόβλημα συνολικής διαχείρισης από τους έχοντες την εκτελεστική εξουσία, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία να συζητηθούν όλες οι πτυχές, να ακουστούν απόψεις, προβληματισμοί, ανησυχίες, προτάσεις.
[3] Να συζητηθούν και βεβαίως να καταγραφούν σε πρακτικά του υπουργικού συμβουλίου, ώστε [εάν προέκυπτε ανάγκη, όπως τώρα προέκυψε] να μπορούσε να διαπιστωθούν τα γεγονότα που οδήγησαν στις επίμαχες αποφάσεις, όπως επιβάλλει η αρχή για ‘δημόσια λογοδοσία’ (public accountability). Αντί τούτου, το τι έχουμε μπροστά μας σήμερα είναι μόνο η αναφορά στο τεκμήριο 66.11 για «απόφαση της κυβέρνησης» να τοποθετηθούν εκατοντάδες τόνοι πυρίτιδας δίπλα από τον κύριο ηλεκτροπαραγωγό σταθμό της χώρας και μάλιστα με τον τρόπο που τοποθετήθηκαν, χωρίς κανένας να γνωρίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η διαταγή Μπισμπίκα.
[4] Όπως δε, αναφέραμε και στην απόφασή μας, με το να μην ζητηθεί από τον Μπισμπίκα να λογοδοτήσει δεν μπόρεσαν να αποκαλυφθούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έδωσε τη μοιραία, όπως κατέληξε, διαταγή. Μια διαταγή που έθεσε το επικίνδυνο υπόβαθρο επί του οποίου διαδραματίστηκαν στη συνέχεια όλα τα υπόλοιπα απαράδεκτα. Αυτή η σημαντική πτυχή έμεινε τελικά στο σκοτάδι. Από πλευράς στρατιωτικής ηγεσίας διώχθηκε μόνο ο κατηγορούμενος 3, για τον οποίο όμως η διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι δεν αποδείχθηκε ότι είχε καθήκον ενεργείας ή ότι, εν πάση περιπτώσει, είχε εξουσία να δώσει διαταγές σε σχέση με το φορτίο από τη στιγμή που αυτό τοποθετήθηκε με τον τρόπο που τοποθετήθηκε με διαταγή του προηγούμενου Αρχηγού ΓΕΕΦ και εν γνώσει του μετέπειτα Αρχηγού ΓΕΕΦ. Αυτοί όμως τελικά δεν κατηγορήθηκαν όπως ούτε και ο Γεωργιάδης.
[5] ...η διαπίστωσή μας ήταν ότι επρόκειτο για μια καθολική, απαράδεκτη και εξοργιστική δυσλειτουργία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος. Οι κατηγορούμενοι ήταν μέρος αυτού του συστήματος». Εντέχνως το Κακουργιοδικείο ουσιαστικά αναφέρει ότι ΔΕΝ τιμωρήθηκαν όλοι, αλλά κάποιοι που αποτελούσαν μέρος αυτού του σαθρού συστήματος και όσοι, μετά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν επί του Κατηγορητηρίου.
Μήπως τελικά είναι καιρός να αναθεωρηθεί αυτού του είδους η Συνταγματική υπερεξουσία που κατέχει ο Γενικός Εισαγγελέας; Μήπως τελικά στην ενάλια νήσο Κύπρο «...κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα»; Μήπως τελικά η γυναίκα του Καίσαρα θα πρέπει και να φαίνεται τίμια, κατά τη γνωστή ρήση; Μήπως τελικά είναι αυτού του είδους οι αποφάσεις που καλλιεργούν την απαξίωση των θεσμών του κράτους από τους πολίτες;
Πάντως ο πρώην Δικαστής του ΕΔΑΔ κύριος Λουκής Λουκαΐδης ενάγει τη Δημοκρατία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επί ταύτης της υπερεξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα, βουλευτές εγγράφουν στη Βουλή θέμα προς εξέταση αυτής του της απόφασης, η Νομική Υπηρεσία προβαίνει σε εφέσεις για το ύψος των αποζημιώσεων σε ορφανά... για «σκοπούς δημοσίου συμφέροντος» και η ζωή συνεχίζεται... για εμάς. Για άλλους δεκατρείς, όχι.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος