Δεν αποτελεί προηγούμενο για παρόμοιες υποθέσεις, δηλώνει ο Σύνδεσμος Τραπεζών Αναφέρει πως θα προχωρήσει σε ενδελεχή μελέτη της προχθεσινής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, να θέσει φραγμό στην εκποίηση ακινήτου με βάση τη νέα διαδικασία που ψήφισε η Βουλή στις περιπτώσεις που έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση Σε ενδελεχή μελέτη της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, σε σχέση με τις εκποιήσεις, προχωρεί ο Σύνδεσμος Τραπεζών, ο οποίος σε μια προκαταρκτική του τοποθέτηση χαρακτηρίζει την απόφαση ως πρωτόδικη, η οποία δεν αποτελεί προηγούμενο για παρόμοιες υποθέσεις. Σε επικοινωνία με το ΚΥΠΕ, ο Σύνδεσμος, αφού τονίζει πως σέβεται την απόφαση του Δικαστηρίου, επισημαίνει πως διατηρεί επιφυλάξεις από νομοτεχνικής άποψης. Γι' αυτό και προχωρούμε σε μια ενδελεχή μελέτη της απόφασης στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, ανέφερε ο εκπρόσωπος του Συνδέσμου. Σημειώνει, ωστόσο, πως η απόφαση αυτή είναι πρωτόδικη και δεν αποτελεί προηγούμενο για παρόμοιες υποθέσεις και, ως εκ τούτου, η νομοθεσία που διέπει τις εκποιήσεις ισχύει όπως απορρέει από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Να σημειωθεί πως προχθές το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απεφάνθη πως η νέα διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις που έχει ήδη εκδοθεί δικαστική απόφαση. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο χαρακτήρισε «ανορθόδοξο, μέχρι και καταχρηστικό, να χρησιμοποιείται διαδικασία που προνοείται σε νομοθέτημα, ώστε να επιδιώκεται... η πώληση ενυπόθηκου ακινήτου το οποίο έχει ήδη διατάξει το Δικαστήριο». Χωρίς αίτηση στο Κτηματολόγιο Σημειώνεται πως ο νέος Νόμος (άρθρο 44 Γ (1), Τύπος «1», των περί μεταβιβάσεων και υποθηκεύσεων νόμων του 1965 μέχρι 2014) προβλέπει αποτελεσματικότερη και ταχύτερη πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον δανειστή, χωρίς την υποβολή αίτησης στον Διευθυντή του Κτηματολογίου. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Σ», οι επηρεαζόμενες από τη δικαστική απόφαση υποθέσεις εκποιήσεων αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και παραμένουν ανεπηρέαστες μόνο εκποιήσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση. Νομικοί κύκλοι της Τράπεζας Κύπρου δήλωσαν ότι η απόφαση ουσιαστικά δημιουργεί ένα «παράδοξο φαινόμενο». Από τη μια, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαστική απόφαση, ακολουθείται ο νέος Νόμος με τις επιστολές Ι και Θ και τα πράγματα είναι απλά. Από την άλλη, όπως τόνισαν ίδιες πηγές, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει δικαστική απόφαση, προκύπτουν πλέον δύο επιλογές για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα: Είτε θα ενεργούν σε αντίθεση με τη εν λόγω δικαστική απόφαση και θα εφαρμόζουν τον νέο νόμο, είτε θα ακολουθούν τη δικαστική απόφαση και θα παραβιάζουν τον νέο νόμο. Ουσιαστικά, όπως τόνισαν οι πηγές της Τράπεζας Κύπρου, πρόκειται για μιαν απόφαση που έθεσε το ερώτημα κατά πόσον ο νόμος υπερισχύει έναντι της δικαστικής απόφασης.