Ενέργεια

Η μνήμη ταξιδεύει στη Σμύρνη

ΕΝΑΣ ΣΧΕΔΟΝ ΑΙΩΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ
ΟΙ Βρετανοί αποικιοκράτες δεν επέτρεπαν την αποβίβαση των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων στην Κύπρο, ούτως ώστε να μην ανατραπεί η πληθυσμιακή αναλογία εις βάρος των Τούρκων


«10.000 Έλληνες Κύπριοι εξέφρασαν ενδιαφέρον για να πολεμήσουν στο μικρασιατικό μέτωπο στο πλευρό του Ελληνικού Στρατού», δηλώνει ο ερευνητής Χρήστος Αλεξάνδρου


Πάντα κάθε χρόνο αρχές Σεπτεμβρίου η μνήμη του Ελληνισμού ταξιδεύει στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη μας, το «Μικρό Παρίσι της Ανατολής», που πυρπολήθηκε από τους Νεο-τούρκους από τις 14 Σεπτεμβρίου και διήρκησε έως τις 17 (31 με 4 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο). Όχι τυχαία, αλλά επειδή η «Γκιαούρ Ισμίρ», η άπιστη και ελληνική Σμύρνη, όπως έλεγαν οι Τούρκοι, ήταν μια πόλη στρατηγικής πολιτισμικής σημασίας για τον Ελληνισμό, η οποία δεν είχε πλέον θέση στο εθνικό κράτος της νέας Τουρκίας του Μουσταφά Κεμάλ.


Ένα κράτος που θεμελιώθηκε πάνω στους γενοκτονημένους χριστιανικούς πληθυσμούς, μεταξύ των οποίων οι Αρμένιοι και οι Έλληνες του Πόντου. Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Καταστροφή που ακολούθησε έχουν χαραχτεί στην Ιστορία ως η ταφόπλακα ενός εθνικού στόχου, της Μεγάλης Ιδέας. Ενενήντα τέσσερα χρόνια μετά, το ελληνικό έθνος δυστυχώς δεν κατάφερε να επουλώσει επαρκώς τις πληγές της εθνικής αυτής καταστροφής και να βρει ένα αντίστοιχο όραμα. Μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι η υποδοχή και η περίθαλψη των οποίων έτυχαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες την Κύπρο αμέσως μετά τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβρη του 1922.
Η βρετανική στάση


Από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1922 κατέφθασαν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στο νησί μας περίπου 2.400 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία σε αξιοθρήνητη κατάσταση, κυρίως λόγω του ψυχολογικού τραύματος που επέφερε ο βάρβαρος ξεριζωμός τους. Από αυτούς, οι 1.700 είναι ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι είναι είτε Μικρασιάτες, και αντιμετωπίζονται από τις βρετανικές Αρχές ως «Έλληνες υπήκοοι», είτε Κύπριοι, οι οποίοι θεωρούνταν «Βρετανοί υπήκοοι».


Οι Βρετανοί αποικιοκράτες, τηρώντας σκληρή στάση, επιτρέπουν την αποβίβαση στο νησί μόνο σε όσους έχουν κυπριακή καταγωγή, άρα βρετανική υπηκοότητα, στους Βρετανούς, και τους Αρμένιους, οι οποίοι πλέον έμειναν χωρίς πατρίδα. Η αδικία αυτή εις βάρος των Ελλήνων Μικρασιατών οδήγησε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ’ να συντάξει επιστολή, την οποία και απέστειλε στη διεθνή κοινότητα αλλά και τη βρετανική κυβέρνηση, από τις οποίες ζητά τη στήριξη των χριστιανών και τον τερματισμό του μαρτυρίου των προσφύγων.
Χρηματικοί όροι


Η αλλαγής στάσης της βρετανικής Διοίκησης θα επέλθει τελικά μόνο κατόπιν επιβολής και εξασφάλισης χρηματικών εγγυήσεων, των οποίων τα ποσά θεωρούνται για την τότε εποχή αστρονομικά. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ελευθερία» Λευκωσίας, ημερομηνίας 5/18.10.1922, οι όροι που επέβαλαν οι Άγγλοι ήταν: «1ον. Να καταβληθεί το ποσόν των 250 λιρών διά την εν τω λοιμοκαθαρτηρίω συντήρησιν των προσφύγων. 2ον. Να δοθώσι προσωπικαί εγγυήσεις διά το ποσόν 12.000 λιρών διά την συντήρησιν των προσφύγων τούτων επί εν έτος εν Κύπρω. Έκαστον δε άτομον δύναται να παράσχη εγγύησιν διά ποσόν ουχί κατώτερον των 100 λιρών και μη υπερβαίνον τας 1.000 λίρας».


Οι Έλληνες της Κύπρου υποδέχτηκαν με θέρμη τους πρόσφυγες αδελφούς Μικρασιάτες, για τους οποίους πλήρωσαν τα ξενοδοχεία υποδοχής, ακόμη και τα πρόστιμα για την αναγκαστική καθυστέρηση του απόπλου των πλοίων κατά τη χρονοβόρα διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων. Οι περισσότεροι πρόσφυγες αποβιβάστηκαν στα λιμάνια της Κερύνειας και της Αμμοχώστου και, όπως ήταν λογικό, έτυχαν περίθαλψης από τους κατοίκους των γύρω περιοχών.


Εντούτοις είναι πραγματικά συγκινητικές οι προφορικές και γραπτές μαρτυρίες, που αναφέρουν πως οι φτωχοί κάτοικοι σε απομακρυσμένες επαρχίες, όπως ήταν η Πάφος, στήριξαν τους πρόσφυγες όχι χρηματικά, αλλά από το υστέρημά τους, προσφέροντας σιτάρι, κριθάρι, λάδι, αμύγδαλα, λεμόνια κ.λπ.
Στο πλευρό των Τούρκων


Μιλώντας στη «Σημερινή» ο συγγραφέας του βιβλίου «Η Μικρασιατική Εκστρατεία στον κυπριακό Τύπο. Η μαρτυρία του "Νέου έθνους": Νοέμβριος 1918 - Σεπτέμβριος 1922», Χρήστος Αλεξάνδρου, σημείωσε πως «ο αριθμός των Μικρασιατών που έφτασαν στο νησί μας ενδεχομένως να ήταν μεγαλύτερος, αν οι Άγγλοι δεν παρέβαλλαν ενσυνείδητα τα διάφορα εμπόδια, θέλοντας να διατηρήσουν την πληθυσμιακή αναλογία, ούτως ώστε να μην ανατραπεί εις βάρος των Τούρκων της Κύπρου. Αυτό είχε φανεί και ένα χρόνο προηγουμένως, όταν εκκενώθηκε η Κιλικία, μετά τη συμφωνία Γαλλίας-Κεμάλ - Συνθήκη της Αγκύρας (1921). Οι Βρετανοί ωστόσο είχαν και τότε αρνηθεί την αποβίβαση τόσο των Ελλήνων όσο και των Αρμενίων».
Φιλοβασιλικοί οι Κύπριοι


Σχετικά με το περιεχόμενο της έρευνάς του μέσω της φιλοβασιλικής εφημερίδας της εποχής «Νέο Έθνος», σημειώνει πως «η μελέτη έχει ως αντικείμενο την παρατήρηση και καταγραφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας από έγκριτη και σοβαρή εφημερίδα με έδρα την Λάρνακα και εκδότη τον Κλεόβουλο Μεσολογγίτη, η οποία είχε ταχθεί με το μέρος του Βασιλιά. Αυτό αφήνει να εννοηθεί πως ο εθνικός διχασμός είχε μεταφερθεί και στην Κύπρο, με τον λαό να χωρίζεται σε φιλοβασιλικούς και φιλοβενιζελικούς. Δεν είχε την ένταση που υπήρχε στην Αθήνα, αλλά ήταν σαφής και διακριτός ο διαχωρισμός», δήλωσε ο κ. Αλεξάνδρου, προσθέτοντας:


«Αξίζει να σημειώσουμε πως, κατά τα φαινόμενα, οι Κύπριοι στην πλειοψηφία τους ήταν με το μέρος του Βασιλιά και η μειοψηφία ταυτιζόταν με τον Βενιζέλο. Σε αντίθεση, μάλιστα, με τον υπόλοιπο περιφερειακό Ελληνισμό, της Αιγύπτου, της Κρήτης, της Μικράς Ασίας, των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Θράκης, που ήταν φιλοβενιζελικοί. Σε καμία περίπτωση όμως οι Κύπριοι δεν ήταν αντι-μεγαλοϊδεατιστές».
Η συνεισφορά των Κυπρίων


Ερωτηθείς για τη συνεισφορά των Κυπριών κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ο κ. Αλεξάνδρου επεσήμανε πως η Κύπρος παρακολουθούσε στενά τις μεγάλες εκστρατευτικές επιχειρήσεις του Βενιζέλου το 1920 και του Βασιλιά το 1921.


«Ειδικά το 1921, χιλιάδες Κύπριοι εξέφρασαν την επιθυμία τους να μεταβούν στο μέτωπο προκειμένου να πολεμήσουν. Ο αριθμός μάλιστα τείνει να φτάσει τις δέκα χιλιάδες. Πλην όμως οι Βρετανοί τόσο το ’20 όσο και το ’21 απαγορεύουν τη μετάβαση, με το θέμα φτάνει στα μεγάλα δώματα της εξουσίας σε διακρατικό επίπεδο μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Η παρουσία των Ελλήνων Κυπρίων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας τελικά αποτρέπεται. Παρ' όλα αυτά αρκετοί Κύπριοι, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε μέσω Ελλάδας, βρίσκουν ευκαιρία να πάνε στη Μικρά Ασία, με περίπου 100-120 να βρίσκονται στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού».


Για τα όσα ακολούθησαν την Καταστροφή, ο ερευνητής δηλώνει πως από τις πρώτες μέρες που πυρπολήθηκε η Σμύρνη, «τα καράβια των προσφύγων άρχισαν να φτάνουν στο νησί, με τον κυπριακό Ελληνισμό να τους υποδέχεται με μεγάλη συγκίνηση, συμπάθεια και αγάπη». «Οι εφημερίδες της εποχής», συνέχισε, «παραθέτουν εκτενέστατα ρεπορτάζ με αφηγήσεις προσφύγων, οι οποίοι διεκτραγωδούν τα τεκταινόμενα στη Μ. Ασία».
Ο πόθος για Ένωση


Ερωτηθείς, τέλος, ποιος ήταν ο αντίκτυπος στην υπόθεση «Ένωση» στους Κύπριους Έλληνες την περίοδο αυτή, ο κ. Αλεξάνδρου επεσήμανε πως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Κύπριοι αισθάνονταν πως έφτασε η ώρα εκπλήρωσης του εθνικού αυτού πόθου.


«Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και ανάγλυφα. Υπάρχει μια διάχυτη βεβαιότητα για αυτό. Αυτό ήταν εύλογο, αφού η Ελλάδα ήταν με το μέρος των νικητών και ήταν γνωστό αλλά και αποδεκτό από τους Συμμάχους ότι θα έπαιρνε για προσάρτηση διάφορες ελληνικές περιοχές. Επιπλέον, λαμβάνουν υπ' όψιν ότι τέσσερα χρόνια προηγουμένως, το 1915, η Κύπρος προσφέρθηκε από τους Άγγλους προς τη Βασιλική Κυβέρνηση του Ζαΐμη και απορρίφθηκε», είπε, προσθέτοντας:


«Στην πορεία όμως η υπέρμετρη αισιοδοξία άρχισε να μετριάζεται, μέχρι την πλήρη απογοήτευση. Κορύφωση της προσπάθειας αποτέλεσε η αποστολή αντιπροσωπίας από τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο και νομοθετών στο Παρίσι και το Λονδίνο. Στο τέλος όμως θα εισπράξουν μια σκαιότατη άρνηση από τους Βρετανούς».