Γλωσσικό μωσαϊκό στη Μεσόγειο: Κύπρος, Kıbrıs, Կիպրոս, Kipro
Κυριακή 01 Οκτ 2017

Σας έχει τύχει να βρίσκεστε στο εξωτερικό, να σας ρωτάνε ποια γλώσσα μιλάνε οι Κύπριοι και να απαντάτε αυθόρμητα «ελληνικά»; Προφανώς, η απάντηση αυτή καλύπτει ένα μεγάλο κομμάτι της πραγματικότητας. Παραβλέπει όμως ένα άλλο κομμάτι—μικρότερο, αλλά εξίσου απαραίτητο για να εκτιμήσουμε τον σπουδαίο θησαυρό πολυγλωσσίας που κρύβει η πατρίδα μας. Η σημερινή επέτειος των 57 χρόνων από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας στρέφει το Γλωσσοσκόπιο στο πλούσιο γλωσσικό τοπίο της μεγαλονήσου.
Η Κύπρος μιλά μόνο ελληνικά;
Είναι γνωστό ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 3) ορίζει ως επίσημες γλώσσες του κράτους τις γλώσσες των δύο μειζόνων πολιτικών κοινοτήτων: την (κοινή) ελληνική και την (κοινή) τουρκική. Μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται και οι δύο σε επίσημα έγγραφα, ιστοσελίδες κρατικών οργάνων και επιγραφές σε δημόσια κτήρια στις ελεύθερες περιοχές, και επίσης ως μέσο και αντικείμενο γλωσσικής διδασκαλίας στα σχολεία των δύο κοινοτήτων. Ωστόσο, και οι δύο κοινότητες χρησιμοποιούν διαλεκτικές μορφές στον προφορικό λόγο: την κυπριακή ελληνική και την κυπριακή τουρκική.
Η κυπριακή ελληνική μιλιέται σήμερα από 679.833 κατοίκους των ελεύθερων περιοχών, ανήκει στην ομάδα των νοτιο-ανατολικών διαλέκτων της ελληνικής—όπως και οι διάλεκτοι των Δωδεκανήσων—και έλκει την καταγωγή της από την ελληνιστική κοινή (3ος αι. π.Χ.–6ος αι. μ.Χ.) και όχι απευθείας από την αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτο που έφεραν οι Μυκηναίοι τον 12ο αι. π.Χ. και μιλιόταν στο νησί μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. Όπως μαρτυρούν τα πρώτα γραπτά μνημεία της κυπριακής ελληνικής, δηλαδή τα Χρονικά του Λεόντιου Μαχαιρά και του Γεώργιου Βουστρωνίου και οι Ασσίζες (14ος–15ος αι. μ.Χ.), η κυπριακή ελληνική είχε διαμορφώσει μέχρι τον 15ο αι. μ.Χ. τα περισσότερα από τα γλωσσικά στοιχεία που διατηρεί στη σύγχρονη μορφή της.
Η κυπριακή τουρκική χρησιμοποιείται από την τουρκοκυπριακή κοινότητα στις κατεχόμενες περιοχές και από μόνο 1.405 κατοίκους στις ελεύθερες. Διαφέρει από την κοινή τουρκική, ανήκει στη διαλεκτική ομάδα της Ανατολίας και άρχισε να διαμορφώνεται με την έλευση των πρώτων οθωμανικών πληθυσμών μετά την κατάληψη της Κύπρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1571.
Εδώ δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την ιδιαίτερη σχέση που έχουν οι Κύπριοι με την αγγλική γλώσσα, η οποία—αν και μη γηγενής γλώσσα του νησιού—υπήρξε η μόνη επίσημη γλώσσα κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας (1878–1960) και συνέχισε να χρησιμοποιείται de facto στον χώρο της Δικαιοσύνης μέχρι το 1996. Με ένα 80,4% των πολιτών της Δημοκρατίας να τη μιλά ως ξένη γλώσσα, θεωρείται η δημοφιλέστερη ξένη γλώσσα στο νησί.
Οι μειονοτικές γλώσσες του νησιού
Από τις τρεις θρησκευτικές ομάδες που αναγνωρίζει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι δύο συνδέονται με ξεχωριστές και πολύ διαφορετικές γλωσσικές παραδόσεις που εμπλουτίζουν το γλωσσικό μωσαϊκό της Κύπρου.
Η αρμένικη κοινότητα άρχισε να δημιουργείται τον 6ο αι. μ.Χ. και αριθμεί σήμερα περίπου 1.831 κατοίκους, οι οποίοι διαμένουν κυρίως στις επαρχίες της Λευκωσίας, της Λεμεσού και της Λάρνακας. Από αυτούς 1.409 χρησιμοποιούν ως μητρική τους γλώσσα τη δυτική αρμένικη διάλεκτο. Παρά την αξιόλογη δραστηριοποίηση των Αρμενίων της Κύπρου για διατήρηση της γλωσσικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας (αρμένικα σχολεία, σωματεία, Τύπος κ.λπ.), η αρμένικη γλώσσα βρίσκεται σε διαδικασία γλωσσικής μετατόπισης: δεν μεταδίδεται επαρκώς στις νεότερες γενιές, τα πεδία χρήσης της και η ικανότητα των φυσικών ομιλητών περιορίζονται και η κυρίαρχη γλώσσα—δηλαδή, η κυπριακή ελληνική—την εκτοπίζει.
Οι Μαρωνίτες, με μια συνεχή παρουσία στο νησί από τον 8ο αι. μ.Χ., έφεραν μαζί τους μια διάλεκτο της αραβικής γλώσσας, η οποία υπό την επίδραση της κυπριακής ελληνικής απομονώθηκε νωρίς από τον κύριο κορμό της αραβικής και εξελίχθηκε σε μια διαφορετική ποικιλία, την κυπριακή μαρωνιτική αραβική (ή Sanna). Με μόνο 900–1.000 φυσικούς ομιλητές από τους περίπου 3.656–3.800 συνολικά Μαρωνίτες, οι οποίοι ζουν κυρίως στον Κορμακίτη, η Sanna κατατάσσεται στις σοβαρά απειλούμενες με εξαφάνιση γλώσσες της Ευρώπης. Τόσο τα αρμένικα όσο και η μαρωνιτική αραβική έχουν αναγνωριστεί από την Κυπριακή Δημοκρατία το 2002 και το 2008 αντίστοιχα ως περιφερειακές μειονοτικές γλώσσες στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες, τον οποίο επικύρωσε η Δημοκρατία το 2002. Αναλαμβάνει έτσι την υποχρέωση να προωθήσει γλωσσικές και πολιτιστικές δράσεις με σκοπό την προστασία, καταγραφή και διάσωση των δύο αυτών γλωσσών.
Μια λιγότερο γνωστή μειονοτική γλώσσα του νησιού μας μιλιέται από τους Κύπριους Ρομά (ή Κουρμπέτες), οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι. Είναι τα κουρμπέτικα (Kurbetcha), μια ελάχιστα μελετημένη γλώσσα που συνδυάζει το λεξιλόγιο της ρομανί γλώσσας με τη γραμματική δομή της κυπριακής τουρκικής, από την οποία έχει δεχτεί τη μεγαλύτερη επίδραση. Αν και ο ακριβής αριθμός των ομιλητών δεν είναι γνωστός, υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 1.500–2.000 στις ελεύθερες περιοχές και 650–700 στις κατεχόμενες. Τα κουρμπέτικα παραμένουν για τους ίδιους τους Ρομά μια αυστηρά «μυστική» γλώσσα, την οποία αποφεύγουν να χρησιμοποιούν έξω από τα όρια της κοινότητάς τους, κάτι που δυσχεραίνει τις προσπάθειες Κύπριων γλωσσολόγων να την καταγράψουν.
Και μια «αλλιώτικη» γλώσσα...
Το 2006 υπήρξε σταθμός στην πορεία της κυπριακής νοηματικής γλώσσας, της γλώσσας που κατακτούν ως μητρική οι κωφοί συμπολίτες μας και πολλές φορές και οι ακούοντες συγγενείς τους, αφού η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε την επίσημη αναγνώρισή της. Άνοιξε, έτσι, ο δρόμος για την καταγραφή της κυπριακής νοηματικής γλώσσας και για την παραγωγή γραμματικής και λεξικού. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ενός δομημένου προγράμματος διδασκαλίας της και η επίσημη πιστοποίηση επάρκειας τόσο από κωφά άτομα, όσο και από ακούοντες που επιθυμούν να λειτουργήσουν ως διερμηνείς. Η διευρυμένη χρήση της στην καθημερινή κοινωνική πρακτική εξασφαλίζει στους κωφούς συμπολίτες μας ισότιμες προσβάσεις στην πληροφορία, στην εργασία και στην ψυχαγωγία.
Η πολυγλωσσία είναι πλεονέκτημα
Η αναφορά σε γλώσσες και εθνότητες ενεργοποιεί συνήθως τα εθνικά μας αντανακλαστικά. Ως ομιλητές της κυπριακής ελληνικής, δηλαδή της κρατούσας γλώσσας, μεγαλώσαμε δυστυχώς στην ψευδή ευφορία της «ελληνόφωνης Κύπρου». Μάλιστα, υπάρχουν και πιο ακραίοι εκατέρωθεν—αυτοαναγνωρίζονται ως υπερ-πατριώτες—που ονειρεύονται καταστάσεις υπεροχής του ενός και αποκλεισμού του άλλου! Είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο, να κατανοήσουμε ότι το μικρό μας νησί είναι ένας φάρος πολυγλωσσίας στη Μεσόγειο, όπου συμβιώνουν πολύ διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες. Το ιστορικό αυτό τετελεσμένο μάς παρέχει μοναδικές ευκαιρίες τουλάχιστον από ερευνητική άποψη: η Κύπρος έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει μελλοντικά ένα κέντρο μελέτης της διαλεκτολογίας, της επαφής ξένων γλωσσών και της διαδικασίας κατάκτησης δεύτερης γλώσσας στη Μεσόγειο. Είναι όμως και μια διαρκής υπενθύμιση ότι δεν ζούμε μόνοι μας σ’ αυτό το νησί...
********************************************************
Τι καταγράφει η Eurostat σχετικά με το ατομικό γλωσσικό προφίλ του μέσου Κύπριου πολίτη;
Ένα 56,7% δηλώνει ότι μιλά μόνο 1 ξένη γλώσσα, ένα 19,2% μιλά 2 γλώσσες, ενώ μόλις το 8% δηλώνει ότι μιλά 3 γλώσσες. Οι περισσότεροι άντρες μιλούν μόνο 1 ξένη γλώσσα (61,9%), ενώ οι γυναίκες προηγούνται στην εκμάθηση 2 και 3 γλωσσών (20,5% και 10,2%) συγκριτικά με τους άντρες (17,7% και 5,5%). Ένα 4,8–9,3% πολιτών ηλικίας 25–44 ετών δηλώνει ότι δεν μιλά καμιά ξένη γλώσσα, ποσοστό που εκτινάσσεται στο 33,6% για τους πολίτες ηλικίας 55–64 ετών. Οι Κύπριοι μαθητές / Κύπριες μαθήτριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διδάσκονται στο σχολείο κατά μέσο όρο 1,8 γλώσσες· συγκριτικά, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και η Φινλανδία έρχονται πρώτες με 3–2,5 γλώσσες, ενώ τελευταία έρχεται η Πορτογαλία με 0,8.
********************************************************
Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
vassileiou@cbs.mpg.de
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία
*Ακολουθήστε μας στο @glossoskopio (Twitter) και στο Γλωσσοσκόπιο («Η Σημερινή») (Facebook)