Το δικαίωμα στην αυτονομία
Κυριακή 08 Οκτ 2017

ΑΝΟΙΞΕ ΤΟΝ ΑΣΚΟ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΝΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΕΣ. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΠΟΥ Η ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ Η ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ, ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
«Στην περίπτωση επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στη βάση μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, θα πρέπει να τονιστεί η σημασία εισαγωγής ρήτρας που να απαγορεύει την απόσχιση»
Η αρχή της αυτοδιάθεσης αποτελεί μιαν από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και ως τέτοια αναγνωρίζεται στον ίδιο τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με ρητές αναφορές στα άρθρα 1(2) και 55. Σύμφωνα με αυτήν, η λαϊκή θέληση είναι το θεμέλιο της κρατικής εξουσίας και «όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό, καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς τους και εξασφαλίζουν ελεύθερα την οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξή τους».
Ωστόσο, η έννοια της αυτοδιάθεσης οριοθετήθηκε κυρίως την περίοδο της απο-αποικιοποίησης που ακολούθησε της ίδρυσης του ΟΗΕ το 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως εκ τούτου, και με δεδομένο ότι σήμερα υπάρχουν 193 κυρίαρχα και ανεξάρτητα κράτη, σε σύγκριση με περίπου 50 που υπήρχαν τότε, τείνει να αλλοιωθεί η έννοιά της.
Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση υφίσταται και ταυτόχρονα αντικρούεται από παραγράφους που περιλαμβάνονται στα ίδια τα κείμενα και διακηρύξεις, τα οποία αναγνωρίζει η Διεθνής Κοινότητα. Κανείς, όμως, ο οποίος παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως το δικαίωμα ή όχι ενός λαού να αποκτήσει το δικό του κράτος, ορίζεται αναλόγως των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων. Και αντίστροφα τα αυτονομιστικά ή ακραία κινήματα αποτελούν μοχλούς για ικανοποίηση των συμφερόντων αυτών και χάραξης νέων πολιτικών και συσχετισμών δυνάμεων.
Για παράδειγμα το κουρδικό δημοψήφισμα δεν κηρύχθηκε ως παράνομο από τη διεθνή κοινότητα (με εξαίρεση την Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ), αλλά το αποτέλεσμά του δεν αναγνωρίστηκε (με εξαίρεση το Ισραήλ που εκ των προτέρων είχε δηλώσει πρόθεση αναγνώρισης ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν). Στην περίπτωση των Καταλανών, το δημοψήφισμα προκηρύχθηκε παράνομο.
Όχι όμως και στην περίπτωση της Σκοτίας, ασχέτως αποτελέσματος. Στην περίπτωση της Σερβίας, μάλιστα, έγινε αποδεκτό το αποτέλεσμά του, από τη διεθνή κοινότητα, η οποία επικαλέστηκε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση μετά από περίοδο πολέμου. Στην Κριμαία προκηρύχθηκε παράνομο, αλλά η Ρωσία ενσωμάτωσε την περιοχή στα εδάφη της, αυτοβούλως και επικαλούμενη το λαϊκό αίσθημα.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Μετά την καταδίκη του καταλανικού δημοψηφίσματος από τις παγκόσμιες δυνάμεις, το Βελιγράδι δεν μπορούσε παρά να υπογραμμίσει τη λογική των «δύο μέτρων και δύο σταθμών», που ακολουθούν οι μεγάλες δυνάμεις. Η στάση της Σερβίας στο θέμα του Κοσόβου εμποδίζει εδώ και χρόνια την προσχώρησή της στην Ε.Ε. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Σερβίας κατηγόρησε ανοιχτά τη διεθνή κοινότητα ότι, ενώ αρνούνται σθεναρά να αποδεχθούν το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας της Καταλωνίας, χαιρετίζουν σε μεγάλο βαθμό την ανεξαρτησία του Κοσόβου.
Το Κόσοβο κήρυξε ανεξαρτησία από τη Σερβία το 2008, η οποία έγινε αποδεκτή από την Ουάσιγκτον και από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, αλλά απορρίφθηκε από το Βελιγράδι και τους συμμάχους του. Προειδοποιώντας μάλιστα τις Βρυξέλλες, πως ο ασκός του Αιόλου δεν άνοιξε στην Καταλωνία, αλλά στο Κόσοβο, η αναγνώριση του οποίου γυρίζει πια μπούμερανγκ στα μέλη της Ένωσης. Οι Βρυξέλλες αρκέστηκαν να απαντήσουν ότι η περίπτωση του Κοσόβου είναι διαφορετική και συγκεκριμένη.
Ο συσχετισμός δυνάμεων
Σύμφωνα με τον Αντώνη Στυλιανού, Λέκτορα Νομικής και διευθυντή της Μονάδας Νομικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, η αναγνώριση αποσχιστικών οντοτήτων αποτελεί μια πολιτική πράξη. Ως τέτοια, λοιπόν, οριοθετείται από τα εκάστοτε συμφέροντα των κρατών και ειδικά των μεγάλων δυνάμεων, που ορίζουν, εν πολλοίς, τη στάση που ακολουθούν και άλλα κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο, τονίζει ο κύριος Στυλιανού, παρατηρούνται συχνά αντιφατικές αντιδράσεις σε παρόμοιες περιπτώσεις.
«Επιπρόσθετα, εν τη απουσία ρητών κανόνων του διεθνούς δικαίου ως προς τη δημιουργία και αναγνώριση κρατών, υπάρχουν αντιφατικές πρακτικές που ακολουθούνται από τα κράτη. Όντας συγκεχυμένη έννοια η αρχή της αυτοδιάθεσης, υπόκειται σε "χειραγώγηση" από τα κράτη ως προς την εφαρμογή της, ειδικά στην περίοδο μετά την απο-αποικιοποίηση. Και η αναγνώριση, τότε αποσχιστικών οντοτήτων, έχει βαρύνουσα σημασία όταν οι οντότητες αυτές έχουν στο πλευρό τους κάποια μεγάλη δύναμη, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε όλες τις περιπτώσεις, η αναγνώριση αποσχιστικών οντοτήτων παραμένει πολιτική, αν και αποτελεί βασική αρχή του διεθνούς δικαίου ότι οι θεμελιώδεις του κανόνες πρέπει να ακολουθούνται σε όλες τις περιπτώσεις».
Τι σημαίνει «κήρυξη ανεξαρτησίας»
Το καταλανικό Κοινοβούλιο έχει μια σειρά από επιλογές για το πώς θα κηρύξει την ανεξαρτησία, αν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Η πιο ακραία είναι να προχωρήσει σε μια μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας, λέγοντας πως η Καταλωνία είναι από τη στιγμή εκείνη και έπειτα ένα de facto ανεξάρτητο κράτος. Αλλά υπάρχουν και άλλες, πιο μετριοπαθείς επιλογές. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να πει, για παράδειγμα, πως η Καταλωνία έχει «δικαίωμα» στην ανεξαρτησία και ότι θα ξεκινήσει μια περίοδο συνομιλιών με το ισπανικό κράτος και την Ε.Ε. για τα επόμενα βήματα.
Διαφορετικά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το momentum του δημοψηφίσματος για να διεξαγάγει νέες τοπικές εκλογές, αναζητώντας μια ισχυρότερη εντολή ενόψει των συνομιλιών για την ανεξαρτησία. Βεβαίως πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι μια μονομερής κήρυξη ανεξαρτησίας πιθανότατα θα αναγκάσει την κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι να χρησιμοποιήσει το άρθρο 155 του ισπανικού συντάγματος του 1978 για να αναστείλει την αυτονομία της Καταλωνίας, βάζοντας την Ισπανία σε αχαρτογράφητα νερά. Ενώ με δεδομένο ότι η Μαδρίτη έχει ήδη αποστείλει στρατεύματα έξω από την Καταλωνία, ο δρόμος προς τον εμφύλιο άρχισε να αχνοφαίνεται.
Το παράδειγμα της Ισπανίας, του Ιράκ και της Σερβίας
Όλοι οι διεθνολόγοι τοποθετούν την Κύπρο στον κατάλογο των εξαιρέσεων, ωστόσο ουδείς μπορεί να προβλέψει τις αντιδράσεις της Τουρκίας του νεοσουλτάνου Ερντογάν. Σύμφωνα με τον λέκτορα Στυλιανού, «η περίπτωση του ψευδοκράτους διαφοροποιείται από άλλες περιπτώσεις απόσχισης, αφού στην προκείμενη περίπτωση η "δημιουργία" του ψευδοκράτους, πέραν του ότι στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου θεωρείται ως μη γενόμενη, προήλθε από σοβαρή παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου που αφορούν στην απαγόρευση χρήσης βίας και στην επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα ενός κυρίαρχου κράτους».
Επίσης, όπως εξηγεί ο κύριος Στυλιανού, «στην περίπτωση του ψευδοκράτους, τόσο η τουρκική εισβολή, όσο και η μονομερής "ανακήρυξη" του ψευδοκράτους το 1983 καταδικάστηκε άμεσα από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών μέσω συγκεκριμένων και ξεκάθαρων ψηφισμάτων που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας».
Κώδωνας κινδύνου για την Κύπρο
Ο κώδωνας του κινδύνου, όμως, για την περίπτωση της Κύπρου, δεν έχει σιγήσει. Αφού παρά τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν αποκλείεται το νομικό πλαίσιο να αλλάξει, σε περίπτωση λύσης. Σύμφωνα με τον Αντώνη Στυλιανού, «στην περίπτωση επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στη βάση μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, θα πρέπει να τονιστεί η σημασία εισαγωγής ρήτρας που να απαγορεύει την απόσχιση (όπως υπήρχε εν πάση περιπτώσει παρόμοια ρήτρα στο πλαίσιο του συστήματος του 1960), αφού καθοριστικό ρόλο στη νομιμοποίηση ή όχι αποσχίσεων διαδραματίζει η απαγόρευσή τους από το εθνικό δίκαιο της χώρας, όπως για παράδειγμα ισχύει στην περίπτωση του ισπανικού Συντάγματος του 1978».