H «KΥΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ» ΤΟΥ ΙΨΕΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΚ «Σταμάτα να ζητάς να σε εγκρίνουν, συνειδητά ή όχι. Σταμάτα να ζητάς». (Μικρή παράφραση). Kwame Kwei-Armah, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Young Vic, του Λονδίνου ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΞΕΜΕΙΝΑΝ, ΕΔΩ, ΜΕ Ο,ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΕΦΟΔΙΑ ΕΦΕΡΝΑΝ ΗΔΗ ΟΙ ΙΔΙΟΙ, ΦΥΡΟΓΕΝΗ - ΛΥΡΑΣ, Ή ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΒΟΗΘΗΤΟΙ, ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ, ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟΙ ΕΠΙΣΗΣ ΜΑΣΤΟΡΕΣ, ΛΑΚΗΣ ΓΕΝΕΘΛΗΣ, ΣΚΗΝΙΚΑ, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΘΗΑΙΝΙΤΗΣ, ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΚΑΙ ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΜΕ ΜΑΚΡΑ ΠΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ, ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΦΩΤΙΣΤΟΙ ΤΕΧΝΙΚΑ, ΚΑΝΑΝ ΕΥΠΡΕΠΩΣ ΚΑΙ... ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ, Ο ΚΑΘΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ Η Ελλίντα, μια κόρη φαροφύλακα, δέχεται να παντρευτεί τον Δρα Βάνγκελ, έναν πολύ μεγαλύτερό της γιατρό, χήρο, με δύο έφηβες κόρες, την Μπολέτ (μεγαλύτερη), διόλου φίλα διακείμενες προς τη νέα μητριά, σε πόλη ορεινή της Νορβηγίας, με φιόρδ, όπου (ψυχαναγκαστικά) η Ελλίντα (είναι απίστευτο το πώς... ισοπεδώθηκαν τα διπλά σύμφωνα στη νέα ορθογραφία, που γεννά ανορθόγραφους, ιδίως εμάς τους Κύπριους που τα έχουμε στη διάλεκτό μας, ό,τι και να γίνει).
Η ‘’Κυρά της Θάλασσας’’ (1988), σαν ‘’Σειρήνα’’ (πρώτη εκδοχή του έργου) ή σαν ερωτευμένη Γοργόνα στον γνωστό σκανδιναβικό μύθο, κολυμπά τώρα σε χλιαρά, ‘’άρρωστα’’ νερά, σε αντίθεση με την πλατιά βαθιά θάλασσα της Β. Νορβηγίας, όπου μεγάλωσε, που αλλάζει διαρκώς χρώματα. Μ’ αυτήν τη θάλασσα της καταγωγής της τη δένει με δακτυλίδια γάμου το παρελθόν, ένας παράξενος εραστής της εφηβείας της ακόμα βορειότερος (τον λεν διάφορα ονόματα, Τζόνστον, ή Φρή-μαν, ή... Αμερικανό), το ’σκασε κι έφυγε (πριν από δέκα χρόνια), γιατί σκότωσε, λέει, κάποιον, αλλά της υπόσχεται να γυρίσει να την πάρει μαζί του.
Ένα μωρό - αγόρι, που πέθανε στον ‘’κανονικό’’ της γάμο, είχε τα μάτια αυτού του ξένου, με τα χρώματα της θάλασσας που αλλάζουν χροιές, προσθέτουν ακόμα ένα βάρος στην ψυχή της Ελλίντας κι ένα τέλος στη σεξουαλική σχέση με τον άνδρα της. Εκείνη, η Στέλλα (με 2... λάμντα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου) Φυρογένη, ζητά από τον (συμβατικό) σύζυγό της, Ντίνο Λύρα, να την ‘’ελευθερώσει’’, για να διαλέξει τη ζωή που πράγματι ήθελε πάντα να ζήσει, με τον Ξένον που ενσκήπτει ξαφνικά (Αστέριος Πελτέκης) και την διεκδικεί σαν... Εκδικητής.
Όταν ο Βάνγκελ τελικά το κάνει, εκείνη, αντίθετα από την Νόρα (‘’Το Κουκλόσπιτο’’, 1879) και την ‘’Χέντα Γκάμπλερ’’ (1891), που φεύγουν, η μια εγκαταλείποντας μαζί και τα παιδιά της, η άλλη, πιο δραματικά ακόμα, εξ ου και ο φεμινισμός του Ίψεν, η Ελλίντα, επιλέγει να μείνει! Άλλοι τρεις χαρακτήρες στο έργο, π.χ. ο πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης Μπάλεστεντ (Νεόφυτος Νεοφύτου), και ‘’Ένας νέος της πόλης’’ (Μενέλαος Μενελάου) ευρύνουν την κλειστοφοβική υφή της πλοκής, εμπλουτίζοντας τον κοινωνικό ιστό μιας μικρής, επαρχιώτικης πόλης, με αναίρεση την αμφίβια και αμφίβολη ύπαρξη μιας γυναίκας. Στο Young Vic
Η πλοκή ήταν αναγκαία, μιας και το έργο αυτό δεν είναι πολύ γνωστό στο κυπριακό κοινό. ΣΥΜΠΤΩΣΗ (;): Παίζεται αυτήν τη στιγμή στο Λονδίνο, ως ΠΡΩΤΗ παραγωγή και σκηνοθεσία του νέου, μαύρου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Υoung Vic, Kwame Kwei-Armah (με OBE), με τις ρίζες του στην Καραϊβική ή την Γκάμπια ή Γκάνα, γεννημένου στο Λονδίνο, τίγκα μέσα στη βία των φυλετικών συγκρούσεων, με το όνομα Ίαν Ρόμπερτς -που το άλλαξε όταν άλλαξε- του μαύρου Καλλιτεχνικού Διευθυντή στη Βρετανία και μάλιστα ενός θεατρικού απόρθητου φρουρίου, όπως είναι το Young Vic, πρώτου μαύρου διευθυντή θέατρου στη Βαλτιμόρη, όπου δούλεψε, και χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη.
Το έργο του Ίψεν παίζεται σε μια νέα εκδοχή της βραβευμένης νέας θεατρικής συγγραφέως Elinor Cook, όπου η Κυρά της Θάλασσας είναι μια επίσης βραβευμένη μαύρη ηθοποιός, η Nikki Amuka- Bird και η πλοκή τοποθετείται σε (φανταστικό) νησί της Καραϊβικής, πρώην βρετανική αποικία, στη δεκαετία του ‘50. Κάπως σαν τις Νήσους των Αζορών του Μποστ!!! Νεοποικιοκρατία, φυλετικές, ταξικές διακρίσεις.
Η ‘’Κυρά της Θάλασσας’’ στον ΘΟΚ, από τον πολύ γνωστό και με πολλές επιτυχημένες παραστάσεις στην Κύπρο Γερμανό σκηνοθέτη, Χάιντς - Ούβε Χάους, με Μπρεχτ (1975) και Σαίξπηρ (1976) και πάλι Μάνα Κουράγιο (1977), Αρτούρο Ούι και άλλα έργα (στο πλαίσιο συμφωνίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της τότε Ανατολικής Γερμανίας, πριν από το 1974). ‘’Οι παραστάσεις είχαν σκοπό να κάνουν τους θεατές να σκέφτονται με νέο τρόπο και να αμφισβητήσουν τις προηγούμενες συνήθειές τους.
Αδράχνοντας την αισθητική του Μπρεχτ και υπηρετώντας τις ικανότητες των θεατών, μπορέσαμε να εστιάσουμε σε μια θεατρικότητα μέσα στο κοινωνικό σύνολο’’. Heinz-Uwe Haus, 2005. Στο έργο αυτό, με τη θάλασσα να όζει και να μπάζει από παντού Κυρά των ανθρώπων κι όχι τανάπαλιν, τα υποθαλάσσια ‘’ρεύματα’’ του ιψενικού αυτού έργου οδηγούν, λες, ίσα στην καρδιά της Κύπρου: Ήταν τυχαία η επιλογή του έργου αυτού, ως πρώτη παραγωγή από τον νέον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΘΟΚ Σάββα Κυριακίδη που, όσοι τον γνωρίζουν, μόνον καλά λόγια έχουν για την κατάρτισή του;
Εντούτοις, η παράσταση του Ούβε Χάους είναι παραφορτωμένη, με ετερόκλητα στοιχεία να τη στοιχειώνουν, ασύνδετους ήχους, λαρυγγισμούς, πηδηματάκια, διασκελισμούς, αππωμάρες των χαρακτήρων - καρικατούρων αντί χαρακτηριστικών τους (η Χίλντε δεν είναι ένα σπαστικό, κακομαθημένο παιδί), ο ασθενικός Λίνγστραντ (Νεκτάριος Θεοδώρου) δεν είναι γελοίος, η Μπολέτ είναι μια νέα γυναίκα με δίψα τη γνώση που εδώ συγκρούεται με ό,τι λείπει από τη μητριά της ώς εκείνη τη στιγμή: την αίσθηση ότι υπάρχουν κι ‘’οι άλλοι’’ και το καθήκον.
Η αστική κοινωνία της Κυράς της θάλασσας δεν διαφέρει πολύ από τη μετα-αποικιακή Κύπρο και τους γάμους από αμοιβαίο συμφέρον. Η πρεμιέρα ήταν μια αντανάκλαση όσων θίγει ο Ίψεν, όχι ο Ούβε Χάους, όμως.
Αν ο Ίψεν χωράει στην μπρεχτική μέθοδο, λίγο ενδιαφέρει, οσμίζεσαι την έλευση του Φρόιντ, και νέων σχέσεων των φύλων και των φυλών, ο ‘’θυμός’’ να οδεύει προς ένα όχι site specific theatre, μα country specific theatre: ‘’Eίσαι μαύρος, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό’’. ‘’Είσαι μικρό νησί, δεν μπορείς να ’χεις απαίτηση ελευθερίας’’. Τι (ΔΕΝ) δικαιούνται οι αδύναμοι. Αλλά: Μπορείς, ως Νησί, να ’χεις τη μεγάλη αξίωση που σου ενστάλαξε η Θάλασσα - έστω της Αμμοχώστου, διάβολε! Σαν Κύριος εσύ/ και Κυρά της: Την ελευθερία.
Οι ηθοποιοί ξεμείναν, εδώ, με ό,τι ωραία εφόδια έφερναν ήδη οι ίδιοι, Φυρογένη-Λύρας, ή οι άλλοι, αβοήθητοι, και οι συντελεστές, βραβευμένοι επίσης μάστορες, Λάκης Γενεθλής, Σκηνικά, Στέφανος Αθηαινίτης, Κοστούμια και Μιχάλης Χριστοδουλίδης, Μουσική, με μακρά πείρα και παιδεία, ανερμάτιστοι και αφώτιστοι τεχνικά, κάναν ευπρεπώς και...μεμονωμένα, ο καθείς το καθήκον του. Η παράσταση δεν συμπαραστάθηκε, μ’ όλες τις (αόρατες) προθέσεις, το όραμα ενός ανανεωμένου Θεάτρου, όπως τότε η ‘’Μάνα Κουράγιο’’! Κουράγιο: ‘’ΚΕ αφτώ θα παιράσι’’, Μποστ! ΔΡ ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ Κριτικός Πολιτισμού και Πολιτικής